Ο Νίτσε και η αθεράπευτη μοναξιά της φιλοσοφίας
Φιλόσοφος ή κριτικός σχολιαστής της φιλοσοφίας, ο Νίτσε παραμένει πρόδρομος των εξελίξεων για τον 20ο αιώνα...
Με τον Νίτσε συμβαίνει συνήθως ό,τι και με τον Ντοστογιέφσκι. Άπαξ και αποφασίσει κανείς να γνωρίσει το έργο του, παρασύρεται αργά ή γρήγορα από την σαγηνευτική δίνη των ιδεών του και εγκλωβίζεται αμετάκλητα μέσα στο μοναδικά ιδιαίτερο σύμπαν των ιδεών του. Η εξήγηση είναι απλή: Ακόμη και αν ευσταθεί η άποψη πως ο Νίτσε δεν είναι γνήσιος φιλόσοφος αλλά ένας ευφυολόγος που αρέσκεται σε αφορισμούς και σημειώσεις, κατέχει εντούτοις τη μοναδική αρετή της ολοζώντανης διάνοιας. Τα βιβλία του διαθέτουν το δραματικό ανάγλυφο που συναντά κανείς μόνο σε κορυφαία μυθιστορήματα όπως το «Έγκλημα και τιμωρία» ή οι «Δαιμονισμένοι». Η ενορατική του αμεσότητα ασκεί διαχρονική γοητεία στους αναγνώστες κι αυτό κανένας επικριτής του δεν μπορεί να αρνηθεί.
Ακροβατικός στη σκέψη του, οριακός στις αναζητήσεις του ο Γερμανός στοχαστής έμελλε να γίνει ο τελάλης της ανθρώπινης σοφίας στην εποχή του, ένας «φιλόσοφος του λαού». Τα έργα του δεν διαπέρασαν ποτέ το μαγνάδι της μεταφυσικής, αφού ο Νίτσε ασπάστηκε νωρίς την γήινη εκδοχή της φιλοσοφίας. Η αντιδιαστολή διονυσιακού και απολλώνιου στοιχείου, όπως διατυπώθηκε στη Γέννηση της Τραγωδίας, αφορά και τον ίδιο. Απαρνείται εξαρχής τον κόσμο των αφηρημένων ιδεών και με τις απόψεις του «βάζει φωτιά» στο σπίτι της φιλοσοφίας· γίνεται έτσι ένας «πυρομανής» φιλόσοφος.
Δεν γνωρίζουμε αν ο Νίτσε επέλεξε συνειδητά τον αποσπασματικό χαρακτήρα του έργου του ή αν ακολούθησε απλώς το δημιουργικό του ένστικτο. Το σίγουρο είναι ότι δεν προσέφερε ολοκληρωμένες απαντήσεις για τον κόσμο και τον άνθρωπο, όπως ίσως θα περίμενε κανείς, κι αυτό λειτούργησε συχνά εναντίον του. Οι ανοιχτοί ορίζοντες των ιδεών του οδηγούν ένα καλοπροαίρετο αναγνώστη στο συμπέρασμα ότι καλείται να δώσει ο ίδιος την οριστική μορφή τους. Στην αντίθετη περίπτωση όμως αφήνουν έκθετο τον εμπνευστή τους, με κατηγορίες περί «στρατιωτικής» φιλοσοφίας, φτάνοντας στο σημείο να θεωρείται από πολλούς πρόγονος της ναζιστικής ιδεολογίας. Τον κατηγορούν ότι επινόησε τον υπεράνθρωπο, ότι δολοφόνησε τον Θεό, ότι αποκαθήλωσε την φιλοσοφική παράδοση, ότι κατέληξε σε ένα αδιέξοδο μηδενισμό με ένα αμείλικτο δαρβινισμό δικής του επινόησης.
Αν θέλουμε ωστόσο να είμαστε συνεπείς με τη βαθύτερη αλήθεια των σκέψεων του, θα πρέπει να επισημάνουμε ότι στον Ζαρατούστρα ο Νίτσε δεν αντιμάχεται τον απλό άνθρωπο για χάρη του υπερανθρώπου, ούτε βάζει ταφόπλακα στην ιδέα του Θεού. Θα μας βοηθούσε να κατανοήσουμε τις προθέσεις του, αν βλέπαμε τον Ζαρατούστρα απλά ως μυθιστορηματικό ήρωα, ένα χαρακτήρα με στόφα Ντοστογιεφσκική, ο οποίος καλείται μονάχα να παίξει τον ρόλο του. Μην λησμονούμε, άλλωστε, ότι αν επιμένουμε να λογοκρίνουμε ό,τι ξεπερνά τα όρια του ανθρώπου, τότε δύο στα τρία μυθιστορήματα θα έπρεπε να απορριφθούν με ένα παρόμοιο κατηγορητήριο, αφού οι ήρωες τους, προικισμένοι συχνά με εξαιρετική ενόραση και αντοχή στις δοκιμασίες της ζωής, καθίστανται αίφνης υπερήρωες για τις ανάγκες της μυθοπλασίας. Υπεράνθρωπος κατά μία έννοια είναι και ο καλός χριστιανός, ο οποίος πρέπει να διαθέτει αστείρευτα αποθέματα ηθικής ανωτερότητας, υπομονής και επιμονής ώστε να κατακτήσει την τελείωση για χάρη ενός Θεού που απουσιάζει θεαματικά από την σκηνή της καθημερινότητας. Όσο για τον Νίτσε, δύσκολα αποκαλείς άθεο έναν άνθρωπο που ασχολείται τόσο συστηματικά και τόσο παθιασμένα με τον Θεό, ακόμα και αν φαινομενικά τον απορρίπτει.
Έχω την εντύπωση πως οι μεγαλύτερες παρανοήσεις, όσον αφορά τις απόψεις του, προέρχονται κυρίως από την δεδομένη υπερβολή στην διατύπωση τους. Ο πυρήνας της σκέψης του ωστόσο παραμένει πάντα επίκαιρος, όταν για παράδειγμα ορίζει ως πραγματικά ελεύθερο το πνεύμα που γνωρίζει πώς να εγκολπώνεται τη γνώση και να ζει τρεφόμενο από αυτή. Ο αφορισμός του ότι «ζούμε με το φόβο της μνήμης και της εσωστρέφειας», με την αγωνία πώς να ξεφύγουμε από τον εαυτό μας, περιέχει μια αναμφίλεκτη αλήθεια που αρδεύει μεγάλο μέρος της πραγματικότητας αλλά και της μυθοπλασίας. Η διαπίστωση πως ο «άνθρωπος είναι γεφύρι και όχι σκοπός», είναι μια ευφυής αλτρουιστική παραδοχή. Όσο και αν ακούγεται παράδοξο, υπάρχει μεγάλη δόση ταπεινότητας στις νιτσεϊκές φανφάρες. Αν υποθέσουμε πως η φιλοσοφία στέκεται στην απέναντι όχθη, τότε αυτός ο «αθυρόστομος» ιδεολόγος έγινε με τον τρόπο του ένα από τα γεφύρια που μας συνδέουν μαζί της. Κι εδώ τίθεται ένα άλλο ερώτημα: Μήπως η φιλοσοφία χρειάζεται περισσότερο τον Νίτσε από ό,τι εκείνος την φιλοσοφία;
Δεν ασπάζομαι την άποψη ότι ερμητικές δραστηριότητες όπως η φιλοσοφία ή η ποίηση οφείλουν να έχουν άμεση απήχηση στην πλατιά μάζα. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι ένας ισχυρός απόηχός τους δεν φτάνει στη βάση της αναγνωστικής πυραμίδας. Κι αν σήμερα ο φιλοσοφικός στοχασμός αποδεικνύεται ανάλογος του δαιδαλώδους κόσμου τον οποίο επιχειρεί να ερμηνεύσει, ας μην λησμονούμε πως το φιλοσοφείν αποτελεί πρωτίστως ανθρώπινη ανάγκη. Το αρχικό αίτημα δεν ήταν άλλωστε, όπως πιστεύουν πολλοί, η ερμηνεία του κόσμου αλλά η εξεύρεση τρόπων για να μπορέσει ο άνθρωπος να τα βγάλει πέρα με τον Θεό και τη ζωή. Σήμερα πια οι φιλόσοφοι δεν καταδέχονται ούτε καν να κοιτάξουν προς αυτή την πλευρά, σήμερα τα φιλοσοφικά δόγματα πάσχουν από περισσή επιστημοσύνη και η φιλοσοφία θυμίζει άδειο κουτί, μέσα στο οποίο κάποτε φυλασσόταν κάτι πολύτιμο. Το τραγικό μεγαλείο της Νιτσεϊκής σκέψης έγκειται στο γεγονός ότι αντιμετώπισε ένα προς ένα τα μεγάλα προβλήματα που αφορούν την ανθρώπινη ύπαρξη – με πάσα ειλικρίνεια και χωρίς ίχνος πνευματικής επιτήδευσης. Δεν έδωσε πειστικές απαντήσεις –ποιος κατάφερε να το κάνει, άλλωστε– όμως φώτισε με τον τρόπο του την αθέατη γωνιά της προσωπικής αλήθειας του καθενός μας. Από το μαγικό καλειδοσκόπιο του Νίτσε δεν λείπει τίποτα: ο Θεός, η κοινωνία, η ιστορία, η καθημερινή ζωή, ο ίδιος ο άνθρωπος.
Αληθεύει ότι στη φιλοσοφία είναι απαραίτητο να εμφανίζεται κάθε τόσο ένας φιλόσοφος με τη μοναχική νηφαλιότητα ενός Καντ, ενός Χέγκελ ή ενός Χάιντεγκερ. Το ίδιο απαραίτητη όμως είναι και η παραβατική συμπεριφορά στοχαστών όπως ο Νίτσε οι οποίοι χωρίς να εκπονούν ένα καθολικό φιλοσοφικό σύστημα, ανακινούν τα παλιά, λησμονημένα ερωτήματα της φιλοσοφίας από τα σκονισμένα ράφια της. Είναι οι άσωτοι γιοι της σοφίας, που συνοδεύουν κάπου-κάπου αυτή την αφελή γερόντισσα στους μοναχικούς περιπάτους της στον κόσμο της πραγματικότητας, από όπου αντλούν την έμπνευσή τους οι αγέραστες διάνοιες της μεγάλης παγκόσμιας λογοτεχνίας.