«Πατρίδα» του Φερνάντο Αραμπούρου
Τριάντα χρόνια αγώνα στη χώρα των Βάσκων γίνεται η φλούδα μιας ιστορίας που αναστατώνει ένα ολόκληρο χωριό, χωρίζει αμετάκλητα δυο οικογένειες, σκάβει χαντάκια στην ανθρώπινη φιλία και συνύπαρξη.
Αν αγαπάμε τόσο τα μυθιστορήματα είναι γιατί καταφέρνουν και ανάγουν τα πάντα στον άνθρωπο: πολιτική, Ιστορία, αντίμαχες ιδεολογίες, καθημερινότητα. Περισσότερο από οποιαδήποτε άλλο μυθιστόρημα του καιρού μας το καταφέρνει αυτό η «Πατρίδα» του Φερνάντο Αραμπούρου.
Τριάντα χρόνια αγώνα στη χώρα των Βάσκων γίνεται η φλούδα μιας ιστορίας που αναστατώνει ένα ολόκληρο χωριό, χωρίζει αμετάκλητα δυο οικογένειες, σκάβει χαντάκια στην ανθρώπινη φιλία και συνύπαρξη. Ο συγγραφέας αυτού του μεγαλειώδους από κάθε άποψη μυθιστορήματος χτίζει με κυκλικές κινήσεις μέσα στο χρόνο την υπόθεση της δολοφονίας ενός ανθρώπου, που ενώ παρουσιάζεται ως θύτης από τους ακτιβιστές της Βασκικής αυτονομίας, είναι στην ουσία το θύμα υπερβολών και διαρκούς στρέβλωσης.
Η εθνοτική βία που απηχεί το δικαίωμα των μειονοτήτων για ανεξαρτησία στο γέρικο σώμα της Ευρώπης είναι ασφαλώς ένα ζήτημα που χωράει πολύ συζήτηση αλλά η λογοτεχνία δεν είναι εδώ για να δώσει τη λύση ούτε να χωρίσει το δίκιο ανάμεσα στα αντιμαχόμενα μέρη, όπως θα χώριζε κάποιος ένα καρβέλι στα δύο. Η λογοτεχνία, με λαμπρά μυθιστορήματα, όπως η «Πατρίδα», έρχεται μάλλον να θυμίσει πως όποια κι αν είναι η γλώσσα της εθνικής και πολιτικής αντιπαράθεσης, όσο αίμα και αν χυθεί εκατέρωθεν, όσες θυσίες και αν κοστίσει η λαχτάρα ενός λαού για αυτονομία, στο τέλος με ένα τρόπο μαγικό και ανεξήγητο τα πάντα καταλήγουν στα ανθρώπινα: Πικρές μνήμες και σαρακοφαγωμένες ψυχές, βομβαρδισμένες σχέσεις ανθρώπων. Λες και όλα πρέπει να κάνουν ένα κύκλο για να καταλήξουν στη αινιγματική σιωπή του θανάτου, στα κοιμητήρια της Ιστορίας, με μικρές συγκινητικές ιστορίες που υπερβαίνουν την μεγάλη, την επίσημη Ιστορία.
Ο Φερνάντο Αραμπούρου χωρίς να δανείζεται μεγαλοστομίες και υπερβατικούς στοχασμούς, με τα απλά υλικά μιας καθημερινότητας, που δεν κοστίζουν σε φαιά ουσία, κατορθώνει να περικλείσει μέσα στο πυκνό κουκούλι της αφήγησής του, συνειδήσεις, ιδεολογίες, πάθη, φιλίες και μίση, ως το μυθιστορηματικό σύνολο μιας εποχής.
Με τον τρόπο αυτό φιγούρες φαινομενικά κοινότοπες, όπως η επίμονη Μπιττόρι, η ανάποδη Μίρεν, ο μαρτυρικός Τσάτο, ο δαιμονισμένος Χοσέ Μάρι, και τα άλλα μέλη του θιάσου, γίνονται τα αρχέτυπα μιας ιστορικής συνθήκης που μας επιβάλλεται από το παρελθόν χωρίς, για την ώρα, τουλάχιστον να βρίσκει λύση στο παρόν ή στο μέλλον.
Ένα βιβλίο σαν και αυτό, σοφά σχεδιασμένο, με μια γλώσσα φαινομενικά κουτσή, μοιάζει σαν «ένα αγκάλιασμα σύντομο» όπως λέει ο συγγραφέας στις τελευταίες του φράσεις, μια στιγμιαία ματιά που χωρίς να λέει τίποτε τα λέει όλα. Η φροντισμένη μετάφραση της Τιτίνας Σπερελάκη κατάφερε, κι αυτό είναι σπουδαίο, να μεταφέρει απείραχτη την αναγνωστική συγκίνηση στην ελληνική γλώσσα.