Καραϊσκάκης, ο ήρωας της καρδιάς μας
Στις 23 Απριλίου του 1827 σίγησε για πάντα ο ηρωικός γιος της καλόγριας, ο Γεώργιος Καραϊσκάκης. Η διαθήκη που συνέταξε μια μέρα νωρίτερα.
Όταν θα είμαστε νεκροί
Να μην γυρέψεις τον τάφο μας πάνω στη γη
Ψάξε στις καρδιές των ανθρώπων
Τζαλάλαλ-Ντιν Ρουμί
Στις 23 Απριλίου του 1827 σίγησε για πάντα ο ηρωικός γιος της καλόγριας, ο Γεώργιος Καραϊσκάκης. Χτυπημένος από εχθρικό βόλι -κι εχθρικό λογίζεται ακόμα κι αν προήλθε όπως λέγουν από ελληνικό χέρι- ο αρχιστράτηγος υπέκυψε στη μοίρα του θανάτου. Μια μέρα νωρίτερα στη διαθήκη που συνέταξε γράφει:
Ολυμπιακός: Αυτό που λείπει από τον Ελ Κααμπί
«Σαράντα τέσσερις χιλιάδες γρόσα εις το κεμέρι (σ.σ. πορτοφόλι) του Μήτρου Αγραφιώτου. Από αυτά οι τριάντα χιλιάδες να δοθούν εις της τσούπαις μου. Να τις περιλάβουν οι δύο Μήτρηδες του Σκυλοδήμου και Αγραφιώτης. Δυο χιλιάδες να πάρει ο ένας Μήτρος και δυο ο άλλος, όπου με εδούλευσαν. Χίλια να πάρουν εκείνοι όπου θα με θάψουν. Δυο χιλιάδες έχει ο γραμματικός, τέσσερις χιλιάδες γρόσα της Μαργιώς. Τα άλλα να μοιρασθούν για την ψυχήν μου. Αυτά όπου έχω εις την σακκούλαν μου να τα λάβουν οι γραμματικοί και τσαουσάδες μου.
22 Απριλίου 1827
Καραησκάκις
Το τουφέκι μου και άτια μου να πάνε του παιδιού μου, και ώρα μου (σ.σ. το ωρολόγιο). Εξ χιλιάδες γρόσα μου θέλει ο Νοταράς Ιωάννης, δεκαπέντε χιλιάδες γρόσα έχει ο Μήτρος του Σκυλοδήμου για τον Νασονίκα και τους λοιπούς, Δαγκλή και άλλους αξιωματικούς».
Ίσως δεν έχει τόση σημασία να ακολουθήσουμε βήμα προς βήμα την πορεία του Καραϊσκάκη προς το τέλος, αφού το λέει κι ο ποιητής:
«Η μοίρα μας χυμένο μολύβι, δεν μπορεί να αλλάξει, δεν μπορεί να γίνει τίποτα».
Και η μοίρα του Καραϊσκάκη είχε χυθεί από νωρίς στο καλούπι των ημερών του και δεν μπορούσε να αλλάξει. Ο αρχιστράτηγος έφυγε εκείνη την αποφράδα ημέρα νικημένος από τη στενοκέφαλη στρατηγική των συνεργατών του, από τη δική του κακοκεφαλιά, την οποία κάποια στιγμή θα πλήρωνε, από την καθημαγμένη υγεία του, κυρίως όμως από τον ατίθασο χαρακτήρα του, με τον οποίο εννοούσε πάντοτε να κάνει του κεφαλιού του.
Ο χαμός του ήταν καταστροφή για τη μάχη του Φαλήρου, αλλά η υστεροφημία του στέρεη και ακλόνητη τον έφερε ολοζώντανο μέχρι τις παρυφές της νέας χιλιετίας. Ο Καραϊσκάκης δεν είναι απλά ένας ήρωας της Επανάστασης του 1821. Είναι πυλώνας του λαϊκού μας πολιτισμού, αν δεχτούμε ότι στον όρο αυτό υπάγονται όχι μόνο τα πνευματικά επιτεύγματα του απλού Έλληνα, αλλά και οι αγώνες του που συνδέονται στενά με την έννοια της ελληνικότητας. Σε ένα έθνος που από την αναγνώρισή του το 1830 και μέχρι σήμερα καταδυναστεύεται από μια δράκα Μαυροκορδάτων, ο Καραϊσκάκης είναι ο αντίποδας.
Το παράξενο είναι πως και ο ίδιος, ξεκινώντας τη ζωή του μες στην πικρή εμπειρία της ορφάνιας, νόθο παιδί μιας καλόγριας κι ενός αρματολού, ζήτημα είναι αν αντιλαμβανόταν έστω και στο ελάχιστο την αποστολή του. Άλλωστε πόσοι από αυτούς που σήκωσαν τα όπλα στον Τούρκο κατακτητή είχαν αρχικά την αίσθηση ότι πολεμούν για μια ιδέα, για την Ελλάδα;
Η ελληνικότητα άνθισε μέσα τους συν τω χρόνω και ωρίμασε μέσα στην αντάρα, στν σφαγή και τις αμέτρητες θυσίες. Έχουν δίκιο όσοι λένε πως την ιδιότητα του ήρωα την κατακτά κάποιος για μια στιγμή και όχι για μια ζωή. Η ζωή του Καραϊσκάκη δεν φαινόταν καθόλου ηρωική αν σκεφτεί κανείς τη διαδρομή του από τη σπηλιά του μοναστηριού, όπου γεννήθηκε, μέχρι το Φάληρο. Οι παλινωδίες του στην αυλή του Αλή πασά δεν συνδέονται καθόλου με τον αρχιστράτηγο των τελευταίων χρόνων του, μολονότι η εμπειρία δίπλα στον δαιμόνιο πασά αποδείχθηκε καθοριστική, καθώς όξυνε τις στρατηγικές αρετές του αλλά και το διπλωματικό ταμπεραμέντο του.
Δίπλα στον Κατσαντώνη και στην ομάδα των κλεφτών, σ’ ένα σώμα παραβατικό αποκτά έως ένα βαθμό συναίσθηση της νέας εθνικής ταυτότητας. Ίσως λοιπόν αυτοί οι ήρωες, τους οποίους δικαίως τιμούμε σήμερα, να μην αγωνίστηκαν απλώς για την Ελλάδα αλλά να την επινόησαν κιόλας. Και γι’ αυτό τους αξίζει διπλή τιμή. Στον ίδιο βαθμό που ο βασιλιάς Λεωνίδας, κι αυτός ήταν και βασιλιάς, στάθηκε στις Θερμοπύλες έχοντας επίγνωση ότι σώζει όχι μόνο τη φυλή του, αλλά κάτι ευρύτερο, που εκείνη τη στιγμή δεν μπορούσε να το προσδιορίσει. Ωστόσο, «Τι συμφορά ενώ είσαι καμωμένος / για τα ωραία και μεγάλα έργα / η άδικη αυτή σου η τύχη / πάντα ενθάρρυνσι κ’ επιτυχία να σε αρνείται». Σε αυτό τον τόπο που ένα χέρι πάντα θα ευλογεί κι άλλο θα καταριέται, θα υπάρχει πάντα ένας Γιαννάκης Ράγκος, ένα ανδρείκελο.
Και όταν ο αγώνας έχει πάρει φωτιά για τα καλά και ο Καραϊσκάκης είναι έτοιμος να ανοίξει τα φτερά του, ο Ράγκος με τις πλάτες της Γερουσίας θα έρθει να διεκδικήσει το αρματολίκι των Αγράφων. Θαρρείς πως σε όλη την πορεία του Καραϊσκάκη προς τον θάνατο υπήρχαν οι ποταποί και οι ανάξιοι που τρόμαζαν από τα κατορθώματα και την αξία του και του έβαζαν συνεχώς εμπόδια και τρικλοποδιές. Κι εκεί που ο Καραϊσκάκης τα σκεφτόταν όλα σωστά κι έθετε σε εφαρμογή τα σχέδιά του, υπήρχε πάντοτε κάποιος παρείσακτος τοποθετημένος στο λάθος σημείο τη λάθος στιγμή, είτε από τους Έλληνες πολιτικάντηδες είτε από τις Μεγάλες Δυνάμεις, για να ανατρέψει τόσο άστοχα και τόσο άδικα τις κινήσεις του.
Πάντα κάποια ασυνεννοησία, πάντα κάποια προδοσία ή αστοχία ή κακοτυχία. Και ο Καραϊσκάκης να προχωρεί, βάζοντάς τα με θεούς και δαίμονες, να θριαμβεύει ανέλπιστα στην Αράχοβα τον Νοέμβριο του 1826. Προηγουμένως υποχρεώθηκε να παίξει τον άχαρο ρόλο του κατηγορούμενου «Σωκράτη» σε μια δίκη που έστησε με ψευδές κατηγορητήριο ο άσπονδος εχθρός του, ο Μαυροκορδάτος. Ο Αϊ-Γιώργης της Επανάστασης θα φτάσει εντέλει στο Φάληρο, εκεί που είχε δώσει ραντεβού με τη μοίρα του.
Κι όταν σε μια υπέρβαση της στιγμής δέχτηκε το άπονο βόλι, κρατημένος μια μέρα ακόμα από τη ζωή και από το φως μιας πατρίδας που μόλις είχε εμπνευστεί, θα αναθυμόταν ίσως τα πρώτα του χρόνια στην οικογένεια των ξένων, ύστερα την αιχμαλωσία αλλά και τα χρόνια δίπλα στον Αλή πασά, τον γάμο του με την Γκόλφω, τα παιδιά του, που τώρα θα έμεναν ορφανά, τους φίλους του και τους συμπολεμιστές, αλλά και τους εχθρούς, που δεν προσπάθησαν ποτέ να τον καταλάβουν.
Ο γραμματέας του Καραϊσκάκη, Δημήτρης Αινιάν, έγραψε μία από τις τρεις βιογραφίες του αγωνιστή η οποία ξεκινά ως εξής: «Ο Καραϊσκάκης εγεννήθη εις το 1782 έτος⋅ η μήτηρ του ήτον καλογραία γεννημένη εις το χωρίον Σκωληκοκαρυά της επαρχίας Άρτης. Μη ακολουθούσα αυστηρώς του κανόνας του βίου, εις τον οποίον είχε αφιερωθή, συνέλαβε τον Καραϊσκάκην⋅ δεν έλαβεν όμως την σκληρότητα και την ανοησίαν του να ζητήση να κρύψη το εν σφάλμα πίπτουσα εις άλλον μεγαλήτερον και σκληρότερον.
Εγέννησε τον Καραϊσκάκην⋅ τον ανέθρεψεν όμως καθώς ήτον επόμενον εις γυναίκα η οποία περιήρχετο τας επαρχίας διά να πορίζεται τα προς το ζην. Επειδή δε διά την τολμηρότητά της και διά την γλώσσαν της είχε γίνει γνωστή εις πολλάς επαρχίας, ο Καραϊσκάκης εγνωρίζετο πολλάκις με την επωνυμίαν ο Υιός της Καλόγραιας».
Η μητέρα του, η Ζωή Ντιμισκή, πέθανε όταν ο Καραϊσκάκης ήταν οκτώ χρόνων. Στην ουσία ανατράφηκε από μια οικογένεια Σαρακατσάνων κτηνοτρόφων σε πολύ σκληρές συνθήκες και πριν φτάσει τα δεκαπέντε του χρόνια τούς εγκατέλειψε σχηματίζοντας κλέφτικη ομάδα με συνομήλικούς του από το ίδιο χωριό. Η σύλληψή του από τα διωκτικά αποσπάσματα του Αλή πασά τον έφερε στη ζοφερή επικράτεια αυτού του δαιμόνιου σατράπη. Το επεισόδιο αυτό σηματοδοτεί μια εικοσαετή σχέση του με την αυλή του Αλή πασά σε διαφορετική θέση κάθε φορά. Μέσα σε αυτόν τον πρώτο κύκλο της ενήλικης ζωής του ο Καραϊσκάκης θα παντρευτεί την Γκόλφω Ψαρογιαννοπούλου, από την οποία θα αποκτήσει δύο κόρες κι ένα γιο.
Η εμπλοκή του με την εξέγερση κατά του Τούρκου κατακτητή σχετίζεται εν πολλοίς με το αρματολίκι των Αγράφων, το οποίο ο Καραϊσκάκης διεκδικεί, και για τον λόγο αυτό θα έρθει σε σύγκρουση με τον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο. Ο Μαυροκορδάτος προωθεί για την αρχηγία του αρματολικιού τον Γιαννάκη Ράγκο. Αυτή η διαμάχη θα αποδειχθεί καταστροφική για τον Καραϊσκάκη. Ο Μαυροκορδάτος θα τον περάσει ακόμα και από δίκη, τη γνωστή δίκη του Αιτωλικού, κατά την οποία ο Καραϊσκάκης κατηγορήθηκε για τα «καπάκια», τις πρόσκαιρες συνθήκες με τους Τούρκους, πρακτική συνήθη στη διάρκεια του Αγώνα. Μάλιστα ο Καραϊσκάκης είχε προχωρήσει σε αυτή την κίνηση καθ’ υπόδειξιν του ίδιου του Μαυροκορδάτου.
Το κατηγορητήριο κατέπεσε, αλλά ο πολέμαρχος βρέθηκε τότε σε δεινή θέση από τις παρασκηνιακές κινήσεις των αντιπάλων του. Κατάφερε ωστόσο να επανακάμψει. Στη συνέχεια θα εμπλακεί στον δεύτερο εμφύλιο πόλεμο που ξέσπασε στο Μοριά, θα προσπαθήσει επανειλημμένα να δώσει λύση στην πολιορκία του Μεσολογγίου και θα καταγάγει μια σειρά από στρατιωτικές επιτυχίες, με κορυφαία τη νίκη στην Αράχοβα, που θεωρείται η δεύτερη σημαντικότερη του Αγώνα ύστερα από αυτή στα Δερβενάκια. Τον Ιούλιο του 1826 ο Ζαΐμης, παραβλέποντας, προς τιμήν του, την προσωπική εχθρότητα με τον Καραϊσκάκη, θα τον διορίσει αρχιστράτηγο της Ρούμελης με πλήρη δικαιοδοσία.
Στην προσωπική ζωή ο γιος της καλόγριας είχε στο μεταξύ σχετιστεί με μια ορφανή Τουρκοπούλα που είχε βαπτιστεί χριστιανή με το όνομα Μαριώ. Η φυματίωση που τον κατέτρυχε στη ζωή του είχε φουντώσει, βρίσκοντας πρόσφορο έδαφος στον ταλαιπωρημένο οργανισμό του, αλλά ο Έλληνας αγωνιστής αψηφούσε τις συμβουλές των γιατρών. Η οικογένειά του βρισκόταν ασφαλισμένη στο νησί Κάλαμος κοντά στη Λευκάδα και ο Καραϊσκάκης συνέχιζε να επισκέπτεται τους δικούς του σε κάθε ευκαιρία. Η γυναίκα του η Γκόλφω πέθανε το καλοκαίρι του 1826 πάνω στον τοκετό, την εποχή ακριβώς που ξεκινούσε η μεγάλη επιχείρηση θωράκισης της Ακρόπολης των Αθηνών.
Μεσολάβησαν οι στρατιωτικές επιχειρήσεις στην περιοχή της Άμφισσας και η μεγάλη νίκη στην Αράχοβα. Μετά την κατάληψη της Άμφισσας ο Καραϊσκάκης επέστρεψε στην Ελευσίνα με σκοπό να εξαλείψει την απειλή του Κιουταχή. Ο διορισμός ωστόσο του Τσορτς και του Κόχραν στα αξιώματα του αρχιστρατήγου και του αντιναυάρχου αντίστοιχα αποδείχθηκε καταστροφικός για τα σχέδια του Έλληνα αντιστράτηγου. Η εμμονή των ξένων σε πρακτικές τακτικού στρατού στις οποίες δεν ήταν συνηθισμένοι οι Έλληνες αγωνιστές έφεραν σε δυσμενή θέση τον Καραϊσκάκη και τους άντρες του.
Και σαν να μην έφτανε αυτό, η φυματίωση τον έριξε στο κρεβάτι. Στις 21 Απριλίου 1827 επιτεύχθηκε μια συμβιβαστική λύση για το σχέδιο συντονισμένης επίθεσης κατά των Τούρκων. Την επόμενη μέρα όμως κάποιοι θερμοκέφαλοι νησιώτες στρατολογημένοι από τον Κόχραν επιτέθηκαν άναρχα εναντίον του στρατοπέδου του Κιουταχή. Ο Καραϊσκάκης παρενέβη εσπευσμένα για να μην γενικευθεί η άκαιρη αυτή επιχείρηση αλλά λαβώθηκε από σφαίρα στον βουβώνα και παρά τις προσπάθειες των ξένων γιατρών υπέκυψε στο τραύμα του στις 4 τα ξημερώματα, στις 23 Απριλίου, ανήμερα της γιορτής του. Υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις πως ο θάνατός του οφειλόταν σε δολοφονική ενέργεια.
Ο ηρωικός πολέμαρχος της Επανάστασης ήταν γνωστός για τον αψίκορο χαρακτήρα του και την κοφτερή γλώσσα του, στοιχεία που κληρονόμησε από την καλόγρια μητέρα του. «Γλώσσα φύσει αχαλίνωτος», σύμφωνα με τον Δ. Αινιάν, ο Καραϊσκάκης ξεχώριζε από τους υπόλοιπους αρχηγούς για τη μνημειώδη αμετροέπειά του. Ο Ιάσονας Χονδρινός σ’ ένα πικάντικο κείμενό του για τον αθυρόστομο Καραϊσκάκη επισημαίνει το κοινό στοιχείο που τον συνδέει, σύμφωνα με τον Μακρυγιάννη, με αγωνιστές όπως ο Κολοκοτρώνης και ο Ανδρούτσος.
Όλοι τους κάποια στιγμή βρέθηκαν απολογούμενοι μπροστά στην αυτόκλητη «ανώτερη» τάξη της επαναστατημένης Ελλάδας, στοιχείο που τους κατατάσσει αυτόματα στη χορεία των πιο αυθεντικών εκφραστών του «λαϊκού ’21». Ένας κοινωνικά απόβλητος γιος μιας παραστρατημένης καλόγριας που έγινε διαδοχικά πρωτοπαλίκαρο του Κατσαντώνη, τσοχαντάρης (σωματοφύλακας) του Αλή πασά, αρματολός στα Άγραφα, αρχιστράτηγος, γενικός αρχηγός, αναζωογονητής του Αγώνα στη Ρούμελη, νικητής του Κιουταχή σε πολλές μάχες και οργανωτής του μεγαλύτερου στρατοπέδου που γνώρισε το 1821, δεν μπορεί παρά να διεκδικεί τις δάφνες του λαϊκού ήρωα. Δυστυχώς, η αξία του έμελλε να γίνει αισθητή μετά τον θάνατό του.
Όταν σκοτώθηκε ήταν ήδη αναγνωρισμένος αρχηγός και διέθετε χιλιάδες πιστούς και αφοσιωμένους άνδρες, ήταν δε έτοιμος να τελειώσει μια για πάντα την υπόθεση της Επανάστασης στη Στερεά Ελλάδα λύνοντας την πολιορκία της Ακρόπολης με τον τρόπο που μόνο εκείνος ήξερε. Η φιλοτιμία του να τρέχει στην πρώτη γραμμή και να φροντίζει τους άνδρες του σαν καλός κλέφτης, του κόστισε πολύ ακριβά. Σύμφωνα με τον Περραιβό, έφυγε συγκινημένος σε ένα νεκροκρέβατο στη Σαλαμίνα και αποχαιρέτησε τους συντρόφους του με θερμά, πατριωτικά λόγια για τον Αγώνα στον οποίον είχε αφοσιωθεί ολόψυχα παρακινώντας τους με χωρατά και δάκρυα στα μάτια να είναι μονοιασμένοι και να βαστήξουν την πατρίδα.
Μνημειώδες παραμένει το «μολών λαβέ» του Καραϊσκάκη προς τον Μαχμούτ πασά, που εξεστράτευσε το 1823 με 20.000 Αρβανίτες για να καταστείλει την εξέγερση στο αρματολίκι των Αγράφων και απαίτησε συνθηκολόγηση για να αποφευχθεί η αιματοχυσία:
«Μου γράφεις ένα μπουγιουρντί, λέγεις να προσκυνήσω. Κι εγώ πασά μου ρώτησα τον πούτζον μου τον ίδιον, κι αυτός μου αποκρίθηκε να μη σε προσκυνήσω, κι αν έλθεις καταπάνω μου, ευθύς να πολεμήσω».