«Τ’ αγάλματα δεν είναι πια συντρίμμια, είμαστε εμείς»

Σαν σήμερα το 1969, ο Γιώργος Σεφέρης τοποθετείται δημόσια εναντίον της Χούντας και η Όλγα Νικολαΐδου αναφέρεται σε άλλες ρήσεις του μεγάλου Έλληνα ποιητή.

«Τ’ αγάλματα δεν είναι πια συντρίμμια, είμαστε εμείς»

«Μπορεί πολιτική να σημαίνει την τέχνη τού να κάνεις, δημόσια, πράγματα που ντρέπεσαι να κάνεις ή και να ομολογήσεις, στο σπίτι σου».

Η παραπάνω ρήση του Γιώργου Σεφέρη που εκτός από ποιητής διετέλεσε και διπλωμάτης, άρα, γνώρισε εκ των έσω τον κόσμο της πολιτικής, πριν καταλήξει σε μερικά πολύ χρήσιμα και σοφά συμπεράσματα, όπως το παραπάνω. Όπως και σε κάποια άλλα, δυστυχώς, πάντα επίκαιρα αποφθέγματα:

«Σοβαρότητα και πολιτική είναι δύο πράγματα τέλεια ξεχωρισμένα».

«Η τέχνη είναι για όλους τους ανθρώπους, ποτέ για τις μάζες. Τα χειροκροτήματα ενός μεγάλου λαϊκού αμφιθεάτρου δε θα αποδείξουν ποτέ τίποτε, όσο κι αν είναι συγκινητικά. Διαφορά της πολιτικής από τη λογοτεχνία».

«Κανένας τεχνίτης δεν είπε ποτέ: «λαέ του τόπου μου». (Αυτά τα λένε μόνο οι πολιτικοί). Αλλά μόνο: «αναγνώστη μου» ή «ακροατή μου».

Ο Γιώργος Σεφεριάδης, όπως ήταν το όνομά του, γεννήθηκε στις 29 Φεβρουαρίου του 1900 στα Βουρλά της Σμύρνης . Με σπουδές λογοτεχνίας, πτυχίο Νομικής και ξένες γλώσσες δεν δυσκολεύτηκε να διοριστεί στη διπλωματική υπηρεσία του Υπουργείου Εξωτερικών ως ακόλουθος πρεσβείας. Ως ακόλουθος και ως πρέσβης αργότερα, πήγε σε πολλές χώρες.

Η φήμη του ωστόσο ταξίδεψε σε όλο τον κόσμο το 1963, όταν η Σουηδική Ακαδημία του απένειμε για την ποίησή του το βραβείο Νόμπελ. Στίχοι του όπως «Μα τι γυρεύουν οι ψυχές μας ταξιδεύοντας πάνω στα σαπισμένα θαλάσσια ξύλα από λιμάνι σε λιμάνι», «Τίποτε στην Τροία- ένα είδωλο… κι εμείς σφαζόμασταν για την Ελένη δέκα χρόνια… για ένα αδειανό πουκάμισο για μια Ελένη», ή «τ’ αγάλματα δεν είναι πια συντρίμμια, είμαστε εμείς», «στα σκοτεινά πηγαίνουμε, στα σκοτεινά προχωρούμε… Οι ήρωες προχωρούν στα σκοτεινά», δίνουν το στίγμα της ιστορίας της νεώτερης Ελλάδας, κάτω από ένα πρίσμα για άλλους απαισιόδοξο, για άλλους μελαγχολικό, για άλλους υπαινικτικό, για άλλους συμβολικό, για όλους πάντως, βαθιά ποιητικό.

Στις 28 Μαρτίου 1969, ο Γιώργος Σεφέρης μαγνητοφωνεί μια δήλωση κατά της χούντας των συνταγματαρχών. Η κασέτα φτάνει λαθραία στο Λονδίνο και μεταδίδεται από την ελληνική υπηρεσία του BBC, από τον ραδιοφωνικό σταθμό του Παρισιού και από την «Ντόιτσε Βέλε». Ολοκληρώνει την δήλωσή του με τις παρακάτω φράσεις: "Αυτή η ανωμαλία πρέπει να σταματήσει. Είναι εθνική επιταγή. Τώρα ξαναγυρίζω στη σιωπή μου. Παρακαλώ τον Θεό να μη φέρει άλλη φορά σε παρόμοια ανάγκη να ξαναμιλήσω". Η αντίδραση του δικτατορικού καθεστώτος;

Αφαίρεσαν από τον ποιητή τον τίτλο του πρέσβεως επί τιμή και το δικαίωμα χρήσης του διπλωματικού διαβατηρίου. Όσο για τον φιλικό προς την χούντα Τύπο, τον χαρακτηρίζει «κρυφοκομμουνιστή» και «μίσθαρνο ξένων κυβερνήσεων».

Στις 22 Σεπτέμβρη του 1971, κηδεύεται και μια νεκρώσιμη ακολουθία μετατρέπεται σε διαδήλωση κατά της χούντας, αφού το τραγούδι «Στο περιγιάλι ο κρυφό» σε στίχους του νομπελίστα ποιητή και μουσική του Μίκη Θεοδωράκη, αν και απαγορευμένο, τραγουδιέται από χιλιάδες κόσμου μπροστά στην Πύλη του Αδριανού. Η επιλογή καθόλου τυχαία :

Ο τίτλος του συγκεκριμένου ποιήματος: «Η άρνηση».

Ένας τίτλος που υπάρχει ίσως για να μας θυμίζει ότι σε κάθε εποχή χρωστάμε μία άρνηση.