Άφησε στην ψυχή μας, την γεύση της θάλασσας
Σαν σήμερα (11/1) του 1910, γεννιέται στο Νίκολσκι Ουσουρίσκι, μια επαρχιακή πόλη της περιοχής του Χαρμπίν στην Μαντζουρία, από γονείς Κεφαλλονίτες, ο Νίκος Καββαδίας.
Ο ποιητής που του χρωστάμε ξεχωριστά ταξίδια, σε χώρες μακρινές, με πλάσματα παράξενα...
Για να συναντήσεις, μια γριά στο Αννάμ, «μια Ινδή στην Μπούρμα, ή στην Μπατάβια να χορεύει γυμνή στα 17 στιλέτα ανάμεσα», έναν νέγρο θερμαστή από το Τζιμπουτί, τον Γουίλι, «που σε άτι απάνω κάλπαζε στην πλάτη της θαλάσσης», τον πλοίαρχο Φλέτσερ, τον Νάγκελ Χάρμπορ ,ή τον Δον Μπαζίλιο που με ένα μαχαίρι «σκότωσε την Δόνα Τζούλια, την όμορφη γυναίκα του γιατί τον απατούσε», και για να μάθεις τις τόσο μοναδικές ιστορίες τους, θα πρέπει ή να διασχίσεις ωκεανούς, ή να διαβάσεις το «Μαραμπού»(1933), το «Πούσι»(1947) και το «Τραβέρσο» (1975) (τις μόλις τρεις, ποιητικές συλλογές του Καββαδία,), ή να ακούσεις –ξανά και ξανά- τον «Σταυρό του Νότου»- δίσκο ορόσημο, τις «Γραμμές των οριζόντων», σε μουσική Θάνου Μικρούτσικου άλλα και άλλες μελοποιήσεις από τον Ζερβουδάκη και τους Κατσιμιχαίους που θα διηγούνται όλες αυτές τις αλλόκοτες ιστορίες και στην εκδοχή του τραγουδιού.
Όσο για την ιστορία του ίδιου του ποιητή, ξεκινάει όπως είπαμε στην Ρωσία, όπου ο πατέρας του Χαρίλαος, διατηρούσε γραφείο γενικού εμπορίου, έχοντας ως κύριο πελάτη, τον τσαρικό στρατό. Το 1914, η οικογένεια, επιστρέφει στην Ελλάδα. Αρχικά, εγκαθίσταται στο Αργοστόλι και στην συνέχεια, στον Πειραιά. Ο μικρός Νικόλας πολύ νωρίς, δείχνει την έφεσή του στο διάβασμα, κυρίως εξωσχολικών βιβλίων. Αγαπημένος του συγγραφέας, ο Ιούλιος Βερν. Στα 18 του, καθώς τελειώνει το Γυμνάσιο, δημοσιεύει στο περιοδικό της Μεγάλης Εγκυκλοπαίδειας τα πρώτα του ποιήματα και δίνει εξετάσεις στην Ιατρική Σχολή, αλλά ο θάνατος του πατέρα του τον αναγκάζει να εγκαταλείψει τις σπουδές του και να εργαστεί σε Ναυτικό Γραφείο. Τον Νοέμβρη του 1928, βγάζει ναυτικό φυλλάδιο και τον επόμενο χρόνο, ως «ναυτόπαις» μπαρκάρει στο φορτηγό «Άγιος Νικόλαος».
Ίσως τότε, να ένιωσε για πρώτη φορά εκείνο το κάτι, το «πιο βαθύ να τον λερώνει». Ίσως τότε, στην ερώτηση «Γιε μου πού πας;», να απάντησε «Μάνα, θα πάω στα καράβια».
Το 1938, στρατεύεται, κάνει την θητεία του στην Ξάνθη, και το 1939, παίρνει το δίπλωμα του ραδιοτηλεγραφητή.
Στον πόλεμο του ’40, φεύγει για την Αλβανία, όπου αρχικά, υπηρετεί ως ημιονηγός τραυματιοφορέας, ενώ στην συνέχεια, αξιοποιεί την ειδικότητα του ασυρματιστή. Στην Κατοχή, γίνεται μέλος του ΕΑΜ και του Κ.Κ.Ε. Το 1945, ξαναμπαρκάρει με το πλοίο «Κορίνθια». Η ασφάλεια, του δίνει άδεια, καθώς τον θεωρεί, «ανενεργό κομμουνιστή». Από το 1954 έως το 1974, ταξιδεύει διαρκώς, με πολύ μικρά διαλείμματα.
Όσοι τον γνώρισαν τον περιγράφουν ως γλυκομίλητο άνθρωπο – το παρατσούκλι του ήταν «Κόλιας»- που αγαπούσε τα αστεία, τα μπορντέλα και τα κορίτσια τους. Κι ας έχει γράψει «λένε για μένα οι ναυτικοί που εζήσαμε μαζί πως είμαι κακοτράχαλο τομάρι διεστραμμένο, πως τις γυναίκες μ’ ένα μίσος ύπουλο μισώ και ότι μ’ αυτές να κοιμηθώ ποτέ μου δεν πηγαίνω».
Η αλήθεια είναι ότι έχει εξυμνήσει την γυναίκα, αναγνωρίζοντας την ιερότητα της φύσης της, ακόμα και κάτω από τις πιο άθλιες συνθήκες. Βέβαια το πιο μεγάλο πάθος του, το κράτησε για την θάλασσα, αλλά μήπως κι αυτή… θηλυκό δεν είναι;
Όταν τον Νοέμβρη του 1974, η υγεία του τον αναγκάζει να εγκαταλείψει «την υγρή έκταση που αγάπησε» αντέχει στην στεριά, μόλις τρεις μήνες. Στις 10 Φεβρουαρίου του 1975, αφήνει την τελευταία του πνοή, σίγουρα όπως έχει γράψει κι ο Ελύτης «έχοντας μια γεύση τρικυμίας στα χείλη»…