Η άνοδος της ασημαντότητας και το τέλος της μνήμης
Πώς οι κομπάρσοι γίνονται πρωταγωνιστές σε μια κωμωδία που κάποια στιγμή θα εξελιχθεί σε τραγωδία
Η μεταπολεμική ελληνική πραγματικότητα αρδευόταν ανέκαθεν από τους βασικούς πυλώνες του λαϊκού πολιτισμού: Εμπορικός κινηματογράφος, ποδόσφαιρο και λαϊκή μουσική. Στη δεκαετία του '50, όσο το όραμα μιας αναγεννημένης Ελλάδας ήταν ακόμα ζωντανό, η λαϊκή μούσα έδωσε θαυμάσια δείγματα. Η βαριά κληρονομιά του Μάρκου και του Τσιτσάνη αξιοποιήθηκε με τον καλύτερο τρόπο και το αστικό τραγούδι έγινε ένας προσφιλής τρόπος διασκέδασης σε μια ομολογουμένως χαλεπούς καιρούς. Την ίδια πάνω κάτω εποχή ήρθαν οι μεγάλες επιτυχίες του σινεμά με τις κωμωδίες αλλά και κάποιες πρωτοποριακές δραματικές ταινίες που έσπαγαν ταμεία. Εξίσου δημοφιλές και το ποδόσφαιρο, αφού τα γήπεδα γέμιζαν ασφυκτικά από κόσμο - άντρες, γυναίκες και παιδιά. Ο λαϊκός πολιτισμός ευτύχησε σε πρόσωπα και επιλογές. Κλασικά κινηματογραφικά πλάνα όπως αυτά της «Στέλλας» ανέμειξαν στιγμιότυπα από τα γήπεδα και τα λαϊκά κέντρα της εποχής δίνοντας την βαθιά, κατανυκτική ατμόσφαιρα μιας κοινωνίας που ήθελε παρά την φτώχεια της να εξελιχθεί και να προχωρήσει.
Ύστερα ήρθε η δεκαετία του εξήντα που ξεκίνησε εξίσου δύσκολα αλλά με τις πιο ευοίωνες προοπτικές. Η σκηνή στην ταβέρνα με τον Μπιθικώτση να τραγουδά την «Φτωχογειτονιά» και τον Αλεξανδράκη να ακούει μερακλωμένος και απελπισμένος είναι μια αντιπροσωπευτική βινιέτα. Την παράδοση του λαϊκού τραγουδιού αξιοποίησαν με τον καλύτερο τρόπο συνθέτες όπως ο Θεοδωράκης, ο Χατζιδάκις και ο Ξαρχάκος ενώ οι εταιρίες θυμήθηκαν ξανά το προπολεμικό υλικό του Βαμβακάρη, του Παπαϊωάννου, του Χατζηχρήστου και του Μπαγιαντέρα. Η νεοελληνική ποίηση συμφιλιώθηκε με τις λαϊκές μελωδίες και το μπουζούκι συντρόφεψε τους στίχους του Σεφέρη, του Ρίτσου, του Ελύτη και των άλλων μεγάλων ποιητών μας. Ο κινηματογράφος δεν υστέρησε καθόλου και μας χάρισε μερικές από τις πιο ευτυχείς στιγμές του που απολαμβάνουμε μέχρι σήμερα.
Ολυμπιακός: Ψάχνοντας το εύκολο γκολ...
Το μετεμφυλιακό κλίμα, ωστόσο, και οι ακραίες πολιτικές εξελίξεις μας έριξαν στον «λάκκο των λεόντων». Η επτάχρονη δικτατορία δεν υπήρξε μόνο μια εκτροπή της πολιτικής ζωής, ήταν πρωτίστως μια πολιτιστική και αισθητική ανωμαλία που οι συνέπειές της είναι ορατές μέχρι σήμερα. Δεν είναι τυχαίο ότι μέσα στην καρδιά αυτής της επταετίας παρήκμασαν όλα. Βγαίνοντας από το τούνελ της χούντας τίποτα δεν ήταν πια το ίδιο. Το λαϊκό τραγούδι είχε πεθάνει - ίσως η απόφαση του Καζαντζίδη να κατέβει από τα λαϊκά πάλκα ήταν σημειολογικά το τέλος μιας εποχής - ο εμπορικός κινηματογράφος έπνεε τα λοίσθια και το ποδόσφαιρο έχανε σιγά σιγά τη μαγεία των προηγούμενων δεκαετιών.
Ζούμε ασφαλώς αυτό που ο Καστοριάδης προσφυώς περιέγραψε ως την «Άνοδο της ασημαντότητας». Ο καπιταλισμός στο τελευταίο στάδιο της χρεοκοπίας παίζει τα ρέστα του πάνω στο τραπέζι της Ιστορίας. Η άκρα εμπορευματοποίηση του τίποτα είναι προφανής. Στο χώρο αυτού που κατ' επίφαση ονομάζουμε λαϊκό τραγούδι κυριαρχούν είδωλα που στην αυθεντική εποχή δεν θα περνούσαν ούτε απέξω από τις πόρτες των δισκογραφικών εταιριών. Αλλά και ο κόσμος του ποδοσφαίρου χειμάζεται παρομοίως από έλλειψη αξίας και ήθους.
Το χειρότερο από όλα είναι ότι ζούμε το τέλος της μνήμης. Δεν πρέπει να θυμόμαστε, γιατί η θύμηση θέτει υποχρεωτικά σε λειτουργία και την διαδικασία της σύγκρισης. Θα πρέπει λοιπόν να απαλείψουμε τις παλιές μεγάλες αξίες, να τις αλλοιώσουμε, να τις μουτζουρώσουμε στο μεγάλο πίνακα της εποχής έτσι ώστε να έχουμε την ψευδαίσθηση πως όλα ξεκίνησαν μόλις χτες από ανθρώπους που παριστάνουν τους ποδοσφαιριστές, τους τραγουδιστές, τους πολιτικούς και δεν είναι παρά κομπάρσοι σε μια κακογραμμένη κωμωδία η οποία κάποια στιγμή θα εξελιχθεί σε τραγωδία.