Ο διονυσιακός Χριστός του Νίτσε
Στη «Γέννηση της Τραγωδίας» ο Νίτσε παρουσίασε μια νέα θεογονία
Η «Γέννηση της Τραγωδίας» δεν είναι μια απλή φιλολογική πραγματεία. Είναι μια εισαγωγή στον σύγχρονο υπαρξισμό όπως αυτός θα διαμορφωθεί στη φιλοσοφία με τον Χάιντεγκερ και τον Σαρτρ, στη λογοτεχνία με τον Καμύ και τον Φόκνερ και στο δράμα με τον Ιονέσκο και τον Μπέκετ.
Ο Νίτσε δίνει στην ουσία μια νέα διάσταση στη μορφή του Διονύσου, τον οποίο ο main stream Χριστιανισμός είχε εξοβελίσει στο πυρ το εξώτερον. Ο Γερμανός φιλόσοφος επιχειρεί με καθαρά αισθητικούς όρους να δικαιολογήσει την ύπαρξη του Διονύσου τόσο στο αρχαιοελληνικό πάνθεο, εξηγώντας παράλληλα πως οι αρχαίοι Έλληνες επινόησαν τον Διόνυσο και τον Απόλλωνα για να ικανοποιήσουν ή και για να ερμηνεύσουν τις βαθύτερες ανάγκες τους. Όπως ορθά επισημαίνει ο Keith Ansell Pearson ο Νίτσε δεν βλέπει πουθενά στην αρχαιοελληνική εμπειρία ψήγματα ασκητισμού, πνευματικότητας ή καθήκοντος «παρά μόνο μια ξέχειλη, θριαμβευτική ύπαρξη, μέσα στην οποία θεοποιούνται όλα τα πράγματα καλά ή κακά».
Τηρουμένων των αναλογιών ο Διόνυσος είναι η ανθρώπινη πλευρά του αρχαιοελληνικού Χριστού με αντίποδα την θεία, απολλώνια διάστασή του, αντίληψη που προσαρμόζεται στη νιτσεϊκή φράση: «Έτσι δικαιώνουν οι θεοί την ανθρώπινη ζωή, επειδή τη ζουν κι οι ίδιοι».
Ο Νίτσε ανακαλύπτει σε όλο το πολύμορφο σώμα της αρχαίας τραγωδίας τα «πάθη του Διονύσου» αντίστοιχα με τα πάθη του Θεανθρώπου. Για τον Γερμανό φιλόσοφο ο Προμηθέας και ο Οιδίποδας δεν είναι παρά μεταμορφώσεις του αρχετυπικού θεού-ήρωα. Κατά τον Νίτσε ο πραγματικά πάσχων είναι ο Διόνυσος των Μυστηρίων, ο ήρωας που βιώνει εξατομικευμένα τα πάθη, καθώς είναι ο καθένας από μας. Όχι ένας ιδεατός χαρακτήρας στον οποίο οφείλουμε να ομοιάσουμε αλλά ένας θεός που εκπίπτει στην θέση του θνητού όντος και βιώνει αδιαμεσολάβητα την χαρά αλλά και το διαρκές μαρτύριο της ύπαρξης.