Καμίλ Κλοντέλ, μια ιστορία με θύτες και θύματα
Ζωή σαν μυθιστόρημα, η ζωή μιας εμπνευσμένης γυναίκας που αδικήθηκε.
Όταν παρατηρεί κανείς ένα γλύπτη να σμιλεύει ακούραστα μορφές και σχήματα σε ένα σκληρό και ανυποχώρητο υλικό, το πρώτο πράγμα που σκέφτεται είναι πως η γλυπτική δεν ταιριάζει παρά σε στιβαρά και ροζιασμένα χέρια. Είναι μια τέχνη συνδεδεμένη με τη χειρωναξία, περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη τέχνη.
Στην ανδροκρατούμενη κοινωνία μας, οι γυναίκες πρέπει να παλέψουν για να αποκτήσουν προτεραιότητα στις περισσότερες δραστηριότητες. Η Καμίλ Κλοντέλ, παιδί ενός αιώνα, που παραμένει κατεξοχήν βουτηγμένος στο πατριαρχικό αφήγημα, δεν θα μπορούσε να έχει καλύτερη τύχη από αυτή που της επιφυλάχθηκε. Το μόνο παρήγορο στη ζωή της ήταν ένας πατέρας που πίστευε στο ταλέντο της, έστω και ως προέκταση κάποιου δικού του χαρίσματος το οποίο δεν επιβεβαιώθηκε. Η τραγική μούσα της σύγχρονης γλυπτικής βρέθηκε έφηβη ακόμα σ΄ένα παρισινό στούντιο να δοκιμάζει και να δοκιμάζεται για το ταλέντο της.
Η στιγμή που συναντά τον Ροντέν, ένα ηγεμόνα της τέχνης, θα μπορούσε να ισοδυναμεί με μαγικό άγγιγμα της τύχης αλλά αποδείχτηκε αρχή μιας κακοδαιμονίας. Οι μεγάλοι καλλιτέχνες είναι κατά κανόνα επεκτατικοί, έρχονται για να πάρουν, όχι για να δώσουν, κι ο Ροντέν την εποχή εκείνη ήταν πια ένας ώριμος άντρας έτοιμος να αφαιμάξει τη νεότητα και τις ιδέες αυτής της φιλόδοξης μικρής. Η Καμίλ διέθετε την παντοδυναμία της νιότης αλλά και την αδυναμία της αθωότητας. Στη σχέση Κλοντέλ-Ροντέν αναγνωρίζει κανείς συνεχείς εναλλαγές σε ρόλους θύτη και θύματος. Το κακό για τη νεαρή γλύπτρια είναι ότι ο «αντίπαλος» έχει αποκτήσει μέσα στα χρόνια θεμέλια κύρους και έμπρακτης καλλιτεχνικής καταξίωσης. Εκείνη πρέπει να πολεμήσει, και να πολεμήσει σκληρά, προκειμένου να σταθεί στα πόδια της. Επιπλέον είναι νέα και όμορφη, είναι ένα έργο τέχνης από μόνη της, κι αυτό προκαλεί πρόσθετο φθόνο στη συντεχνία των καλλιτεχνών.
Στις αρχές του 20ου αιώνα συντετριμμένη από την άκρως ακατάλληλη σχέση της με τον Ροντέν η Κλοντέλ παρουσιάζει σημάδια ψύχωσης και όταν το 1913 πεθαίνει ο πατέρας της, ο μοναδικός ίσως άνθρωπος που την αγαπούσε πραγματικά και την υποστήριζε, θα βρεθεί στο εφιάλτη ενός ψυχιατρικού ασύλου κατόπιν ενεργειών της μητέρας της. Αρκούσε ένας ψυχίατρος να εκδώσει τα απαραίτητα έγγραφα για τον εγκελισμό της σε ίδρυμα ψυχοπαθών. Αυτός ο κόσμος δεν αγάπησε και δεν κατάλαβε ποτέ τους καλλιτέχνες.