Η μεγάλη συλλογή στη Μαδρίτη
Τα εγκαίνια της Πινακοθήκης Βασιλικών Συλλογών της Μαδρίτης και τα αριστουργήματα που φιλοξενεί.
Η νέα Πινακοθήκη Βασιλικών Συλλογών της Μαδρίτης (Galería de las Colecciones Reales), εγκαινιάστηκε πριν από λίγες ημέρες σηματοδοτώντας το αποκορύφωμα 25 ετών εργασίας για τη δημιουργία ενός μουσείου αφιερωμένου σε μια συλλογή που, μέχρι σήμερα, ήταν διασκορπισμένη μεταξύ βασιλικών χώρων σε όλη τη χώρα ή φυλασσόταν σε αποθήκες. Η νέα Πινακοθήκη, συγκεντρώνει τους πιο αξιόλογους θησαυρούς του ισπανικού στέμματος κάτω από μία στέγη, φιλοξενώντας 650 έργα ανάμεσά τους μερικοί από τους αριστουργηματικούς πίνακες του Γκόγια, του Βελάσκεθ και του Καραβάτζιο μέχρι ταπισερί.
Η ιδέα για αυτό το μουσείο ξεκίνησε τη δεκαετία του 1930 κατά τη διάρκεια της Δεύτερης Δημοκρατίας της Ισπανίας, με τον εμφύλιο εκείνη την εποχή να βάζει φρένο στο έργο μέχρι το 1998, που δόθηκε και πάλι το πράσινο φως για την αποπεράτωση. Μελέτες πριν από την κατασκευή αποκάλυψαν την ύπαρξη αμυντικών πύργων που είχαν χτιστεί από τους Μαυριτανούς, καθώς και ένα τμήμα του τείχους της πόλης του 9ου αιώνα, όταν άρχισαν οι εργασίες το 2006. Αυτές οι ισλαμικές ρίζες της πρώιμης Μαδρίτης έχουν αποκατασταθεί και αποτελούν βασικό μέρος της έκθεσης του μουσείου, την οποία οι επισκέπτες μπορούν να δουν μέσα από μια μεγάλη γυάλινη βιτρίνα.
Ολυμπιακός: Ο Φουρνιέ κάνει τη διαφορά
«Σε αυτόν τον χώρο, το παλαιότερο τμήμα της Μαδρίτης έχει ενσωματωθεί με το πιο σύγχρονο, σε αυτό το θαυμάσιο κτίριο του 21ου αιώνα“, δήλωσε η Ana De la Cueva, διευθύντρια του Εθνικού Οργανισμού Πολιτιστικής Κληρονομιάς Patrimonio Nacional, στους δημοσιογράφους κατά τη διάρκεια συνέντευξης Τύπου τον περασμένο μήνα.
Με κόστος λίγο κάτω από 173 εκατ. ευρώ, πρόκειται για το πιο φιλόδοξο μουσειακό έργο της Ισπανίας εδώ και δεκαετίες, το οποίο και επιβλέπεται από τον Εθνικό Οργανισμό Πολιτιστικής Κληρονομιάς Patrimonio Nacional, ο οποίος φροντίζει για περισσότερα από 1.000 κτίρια και δύο δωδεκάδες βασιλικές τοποθεσίες, συμπεριλαμβανομένων παλατιών, μοναστηριών, εξοχικών κατοικιών και κήπων. Μέρη από τα οποία και έχουν συλλεχθεί πολλά από τα έργα της νέας πινακοθήκης.
Ορισμένοι έχουν εκφράσει ανησυχίες ότι η Πινακοθήκη Βασιλικών Συλλογών θα αποτελέσει πλήγμα για τον πολιτιστικό τουρισμό στις περιοχές από τις οποίες έχει γίνει ο δανεισμός, εμπλουτίζοντας περαιτέρω μια πρωτεύουσα που ήδη διαθέτει φημισμένα μουσεία.
Αρκετά έργα στο νέο μουσείο έχουν μεταφερθεί από το μοναστήρι του San Lorenzo de El Escorial, μια ώρα μακριά από τη Μαδρίτη. Το μοναστήρι είναι ο δεύτερος πιο επισκέψιμος βασιλικός χώρος της Ισπανίας, προσελκύοντας 375.000 επισκέπτες το 2022 – κάτι περισσότερο από το ένα τρίτο των ετήσιων επισκεπτών του βασιλικού παλατιού της Μαδρίτης.
Ωστόσο, η διευθύντρια του μουσείου, Leticia Ruiz, απαντώντας σε αυτούς τους προβληματισμούς, αναφέρει σε δηλώσεις της ότι τα αντικείμενα που εκτίθενται στη Μαδρίτη έχουν επιλεγεί προσεκτικά για να «μην αφήσουν κανένα κενό στις εκθέσεις των προηγούμενων χώρων τους». Στο βασιλικό παλάτι La Granja de San Ildefonso, για παράδειγμα, ένα παλάτι του 18ου αιώνα που βρίσκεται σε μια μικρή πόλη κοντά στη Σεγκόβια, η Ruiz λέει ότι το Patrimonio Nacional «πήρε κάποια έργα αλλά και πρόσθεσε ακόμη περισσότερα» για να «ενισχύσει» το μουσείο του. Ορισμένα από τα έργα που εκτίθενται στο νέο μουσείο παρουσιάζονται για πρώτη φορά στο κοινό.
Ένα τέτοιο παράδειγμα είναι το ξύλινο γλυπτό «ο Αρχάγγελος Μιχαήλ νικά τον διάβολο», έργο που ολοκληρώθηκε το 1692 από τη Luisa Roldan, την πρώτη γυναίκα που διορίστηκε γλύπτρια της ισπανικής αυλής.
Υπάρχουν μόλις τρία έργα, μεταξύ των 650 που εκτίθενται, υπογεγραμμένα από γυναίκες καλλιτέχνες, δήλωσε η Leticia Ruiz, διευθύντρια των Βασιλικών Συλλογών. Τον 16ο και 17ο αιώνα, εξήγησε η Ruiz, ήταν ασυνήθιστο για τις γυναίκες να υπογράφουν έργα τέχνης με το όνομά τους, επειδή οι άνδρες -συνήθως οι σύζυγοι ή οι πατέρες- κατείχαν τον τίτλο του καλλιτέχνη ή του τεχνίτη και ως εκ τούτου έπαιρναν τα εύσημα. Ο πραγματικός αριθμός των έργων που εκτίθενται από γυναίκες καλλιτέχνιδες είναι άγνωστος.
Τα εκθέματα βρίσκονται σε μακρόστενες ορθογώνιες αίθουσες με ψηλά ταβάνια, τοποθετημένες χρονολογικά σε τρία επίπεδα, συμπεριλαμβανομένης της περιόδου της ισπανικής αυτοκρατορίας με το πλούσιο πορτοφόλι της για την ανάθεση έργων σε μεγάλους καλλιτέχνες. Η έκθεση ξεκινά με τις βασιλικές συλλογές των μοναρχών των Αψβούργων – που βρίσκονται κοντά στο έκθεμα του παλιού τείχους της πόλης – και στη συνέχεια, ένα επίπεδο πιο κάτω, τις συλλογές της δυναστείας των Βουρβόνων.
Οι Ισπανοί αρχιτέκτονες Emilio Tuñon και Luis Mansilla κέρδισαν το Αμερικανικό Βραβείο Αρχιτεκτονικής 2017 και δώδεκα άλλα βραβεία για αυτό το σχέδιο, που είναι χτισμένο με λευκό σκυρόδεμα, γρανίτη και δρυ και διαθέτει εκατοντάδες παράθυρα με θέα στους καταπράσινους κήπους κάτω από το Βασιλικό Παλάτι και το εκτεταμένο πάρκο Casa de Campo και πέρα από αυτό.