Άνδρος, η μούσα του Εμπειρίκου
Δεν είναι ανάγκη πλέον να κρυφθώ - Είμαι στην Άνδρο. Με φέραν εδώ τα βήματά μου - Επάνω από το πέλαγος με τα λευκά πουλιά. Ανδρέας Εμπειρίκος - Άνδρος Υδρούσα
Τα ονόματα έχουν Ιστορία
Το όνομα Εμπειρίκος είναι συνδεδεμένο με δύο τουλάχιστον δράσεις, την ελληνική ναυτοσύνη και την ποίηση. Γενάρχης της οικογένειας ο Λεονάρδος Μπιρίκος ή Μπειρίκος, γιος του Αντώνη Χίου, ο οποίος από τη Χίο εγκαταστάθηκε στην Άνδρο το 1765. Η ετυμολογία του ονόματος επιδέχεται δύο εξηγήσεις: Η πρώτη σχετίζεται με τη συνήθεια του Αντώνη Χίου να φορά περούκα στις γιορτές και η δεύτερη με το γιλέκο που δεν έβγαζε ποτέ από πάνω του ο Λεονάρδος και ονομαζόταν «μπιρίκος» ή «μπερίκος». Όποια κι αν είναι η πραγματική εκδοχή, ο Λεονάρδος πρότεινε την επισημοποίηση του επωνύμου σε Εμπειρίκος το 1860. Με αυτό το επώνυμο η οικογένεια μεγαλούργησε, καθώς ο Λεονάρδος κατάγινε με το εμπόριο και τη ναυτιλία κάνοντας περιουσία, ενώ οι απόγονοί του, αποκτώντας υψηλές θέσεις στην κοινωνία της Άνδρου, επέκτειναν την ακτίνα της πολιτικής τους δράσης καταλαμβάνοντας υψηλές θέσεις στην ελληνική πολιτική σκηνή. Στο μεταξύ, η σχέση της οικογένειας με τη θάλασσα υπήρξε άρρηκτη και μέχρι σήμερα πολλά μέλη της διατηρούν ναυτιλιακές επιχειρήσεις στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Η παρουσία όμως του Ανδρέα Εμπειρίκου στα ελληνικά γράμματα είναι ο θυρεός του οίκου των Εμπειρίκων.
Το φθινόπωρο στις Κυκλάδες
ΑΡΧΑΓΓΕΛΟΣ ΤΟΝ ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟ ΒΟΩΝ ΜΕΣΑ ΣΤΗΝ ΠΛΑΣΙ
Τις μέρες τις γλυκιές του Σεπτεμβρίου,
όταν δεν έχει ακόμη βρέξει
και είναι το άκουσμα των ήχων πιο αραιό
και η γεύσις των ωρών και από του θέρους πιο πυκνή,
όταν στους κήπους σκάνε τα ρόδια
ή πάλλονται υψιτενείς οι στήμονες των λουλουδιών,
και σφύζουν στις πορφύρες των φλεγόμενοι οι ιβίσκοι,
όλοι σαν υπερβέβαιοι γαμβροί,
που στων νυμφών κτυπούν τις θύρες,
τότε, σαν να ‘ναι πάντα καλοκαίρι,
γιατί όποια κι αν είναι η εποχή, ο πόθος είναι πάντα θέρος αναγαλλιάζουν οι ψυχές, και ο Έρωτας,
ο πιο ξανθός αρχάγγελος του Παραδείσου,
βοά και λέγει στο κάθε που άγγιξε
Κορμί: Τα ρούχα πέτα, γδύσου. Τίποτε μη φοβάσαι.
Έαρ, χειμώνας, θέρος… όπου κι αν είσαι…
είναι η ρομφαία μου μαζί σου».
Ειρωνεία της τύχης, αλλά από τα πολλά σπίτια της μεγάλης οικογένειας των Εμπειρίκων στην Άνδρο κανένα δεν περιήλθε στην κατοχή του Ανδρέα Εμπειρίκου. Ο ποιητής όμως αγάπησε το νησί όσο κανείς άλλος Εμπειρίκος και έκανε την Άνδρο μυστική μούσα της ακριβής τέχνης του. Οι παραπάνω στίχοι, μολονότι δεν αναφέρονται σαφώς στα κυκλαδίτικα τοπία, συνδέονται με αυτά μέσα από τη διαδικασία των συνειρμών, την οποία γνώριζε καλά ο εισηγητής της ψυχανάλυσης στη χώρα μας. Ο ποιητής δεν εγκαταστάθηκε ποτέ μόνιμα στην Άνδρο, κράτησε όμως τον σφυγμό της στις καλοκαιρινές του διακοπές των παιδικών χρόνων που παρατείνονταν στις παρυφές του φθινοπώρου, σε εκείνες τις γλυκές μέρες του Σεπτέμβρη, όπως περιγράφει στο ποίημα από τη συλλογή «Οκτάνα».
Επέστρεψε στο νησί μητέρα-πατρίδα τόσο στα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια κλείνοντας τη δεύτερη ανδριώτικη περίοδό του, με τον ενταφιασμό του πατέρα του κοντά στην πρωτεύουσα. Διέμενε τότε σε ξενοδοχεία της Χώρας, όπου φαίνεται να ολοκλήρωσε τις 1.700 χειρόγραφες σελίδες του μυθιστορήματός του Μέγας Ανατολικός.
Το 1953 με τη δεύτερη σύζυγό του Βιβίκα Ζήση εγκαινιάζει την τρίτη ποιητική εμπειρία του από το νησί της καρδιάς του, εγκαταλείποντας τη Χώρα για το Μπατσί, και επιλέγοντας εποχές λιγότερο τουριστικές, μέρες φθινοπώρου και άνοιξης. Από τα αρώματα αυτών των ημερών αποθησαύρισε στίχους όπως οι παραπάνω από τη συλλογή «Οκτάνα», την οποία άλλωστε ολοκλήρωσε στην Άνδρο, διαμένοντας άλλοτε στο ξενοδοχείο Κρίνος των φίλων του Νίκου και Ασπασίας Στυλιανούδη και άλλοτε στο ξενοδοχείο του Μάνεση στο Κόρφι.
Η Άνδρος, τόπος γεμάτος αντιθέσεις, σε οδηγεί από το γυμνό και αδιάφορο Γαύριο στο Μπατσί με τον τουριστικό του οίστρο κι από κει στη Χώρα με την αρχιτεκτονική προσωπίδα της αρχοντιάς. Είναι όμως και το νησί με τα πλούσια υδάτινα αποθέματα και τη ρωμαλέα βλάστηση που αναιρεί το ασκητικό και άνυδρο κυκλαδίτικο τοπίο. Οι ορεινοί όγκοι της εναλλάσσονται με τις κοιλάδες των εσπεριδοειδών και τις πεζούλες των αμπελιών και των ελαιώνων κι όσο το νησιώτικο σώμα της χαμηλώνει προς τη θάλασσα, συναντά κανείς αγρούς και όμορφους κήπους μέχρι τα αμμουδερά χείλη της στεριάς στο πέλαγος.
Η Μαρίνα του άχρονου κόσμου
Η εμμονή του Εμπειρίκου με την ψυχανάλυση και το πάθος του για τη φωτογραφία θα μπορούσαν να θεωρηθούν ως δύο όψεις του ίδιου νομίσματος. Ο μικρόκοσμος του ανθρώπου και ο μεγάλος κόσμος που τον περιβάλλει είναι δύο προκλήσεις για τις οποίες όλοι μας λίγο πολύ έχουμε βασανιστεί κατά καιρούς. Ο Εμπειρίκος της ποίησης αλλά και του Μεγάλου Ανατολικού είναι αναμφίβολα ένας ρωμαλέος δαμαστής των λέξεων που όργωσε με τη γλωσσική του λίμπιντο τα λιβάδια του χρόνου. Είναι όμως και ο πολυτάλαντος εραστής των τοπίων έτσι όπως τα απαθανατίζει με τον φωτογραφικό φακό του, μέσα στα οποία πρωταγωνιστικό ρόλο παίζει η Άνδρος.
Εκείνο το αξέχαστο καλοκαίρι του 1955 στην Άνδρο το πέρασαν μαζί ο Εμπειρίκος, η γυναίκα του η Βιβίκα, η Νίκη Καραγάτση αλλά και ο Οδυσσέας με τη Μαρίνα Καραγάτση. Δεν ήταν η Μαρίνα των βράχων, όπως πολλοί θέλουν να πιστεύουν ακόμα και σήμερα, παραβιάζοντας τη νομοτέλεια του χρόνου. Το ποίημα των «Προσανατολισμών» γράφτηκε πίσω, στα 1940, όταν η κόρη του Καραγάτση ήταν ακόμα νήπιο. Όμως η Μαρίνα που απαθανατίζει ο Εμπειρίκος στο πλάι του Ελύτη είναι ένα άχρονο πλάσμα που περιφέρεται στους πιο υψηλούς στίχους του νομπελίστα ποιητή. Είναι χαρακτηριστική η αντίθεση που προκύπτει από το μετέωρο βήμα του Οδυσσέα, καθώς και την αμήχανη έκφρασή του δίπλα στο ανθισμένο χαμόγελο της δεσποινίδας Καραγάτση, που συμβολίζει την αιώνια νιότη του κόσμου. Στην άλλη φωτογραφία ο ποιητής και η μούσα του κρατιούνται από ένα ξύλινο δοκάρι. Ο Ελύτης δείχνει πιο έτοιμος να φωτογραφηθεί, ενώ το σκυμμένο κεφάλι της Μαρίνας, έτσι όπως βυθίζεται στη σκιά και στη μελαγχολία, φέρνει λίγο στον πατέρα της.
Στο μεταξύ, ο Εμπειρίκος το ίδιο εκείνο καλοκαίρι ολοκληρώνει μια ακόμα συλλογή με τίτλο «Αι γενεαί αι πάσαι ή η σήμερον ως αύριον και ως χθες».
Μερικά από τα ποιήματα αυτής της συλλογής χρονολογούνται με ημερομηνίες του 1955 στο Κόρθι. Σε ένα από αυτά γράφει:
«Καμιά κλεψύδρα δεν μπορεί
Στην νήσο αυτή να εξαντλήση
Την άμμο της πιο μικρής ακόμη ακρογιαλιάς».
Αναφέρεται φυσικά στην Άνδρο, αλλά στην Άνδρο τη δική του, έτσι όπως μόνο ένας ποιητής σαν τον Εμπειρίκο μπορεί να την ξαναπλάσει με τη φαντασία του.
Ο «Μέγας Ανατολικός» φτάνει στην Άνδρο
…Ο Έλλην ποιητής ακουμβών επί της κουπαστής του «Μεγάλου Ανατολικού», με το βλέμμα του ατενίζον επάνω από την βαθυκύανον απεραντοσύνην του ωκεανού τον γαλανόν ορίζοντα, έβλεπε τώρα ενώπιόν του ούχί τον Ατλαντικόν αλλά την εύανδρον Άνδρον, όπως αναδύεται εκ του Αρχιπελάγους…
Το δοξαστικό αυτό της Άνδρου, που αποδίδεται στον Ανδρέα Σπερχή, ήρωα του «Μεγάλου Ανατολικού», μεταδίδει την τρυφερή νοσταλγία με την οποία επανέρχεται συνεχώς στα κείμενά του, πεζά και ποιητικά, ο Ανδρέας Εμπειρίκος. Η Άνδρος είναι εντέλει η Ιθάκη του, ο τόπος που ενταφίασε τον πατέρα του αλλά και ο τόπος όπου φέρνει το 1958 τον γιο του, Λεωνίδα, γράφοντας:
Φέρνω στην Άνδρο το παιδί μου. Το όνομά του είναι Λεωνίδας. Είναι γερό και πράο. Η ημέρα είναι πανηγυρική. Ο ήλιος λάμπει. Ο αήρ μυρίζει από ανθούς πορτοκαλιάς και λεμονιάς. Το πέλαγος φρικιά. Κορυδαλλοί διασχίζουν τον αιθέρα. Η νήσος αγάλλεται. Η καρδιά μου σκιρτά. Εις την ψυχήν μου τρίζουν και ηχούν βοερά πτερά μεγάλων αρχαγγέλων. Αίφνης από τα σπλάχνα μου ανέρχεται μία φωνή και μέσα σε φως απόλυτον κραυγάζω: «Άνδρος-Υδρούσα, Χαίρε!».
Ο Εμπειρίκος πάντα θα επιστρέφει στο νησί των ονείρων του προσπαθώντας να εξηγήσει την ανίατη έλξη που εξασκεί στην ψυχή του – έλξη που δεν είναι παρά η βαθύτερη αίσθηση της πατρίδας που δεν μπορεί παρά είναι μία για κάθε άνθρωπο, όπως ακριβώς και η μητέρα του. Για τον λόγο αυτόν πασχίζει να την περικυκλώσει με την ποίηση, τον πεζό λόγο αλλά και τη φωτογραφία, αναζητώντας στο αιώνιο πέλαγος και στις εφήμερες αμμουδιές της την αλήθεια για τον άνθρωπο, τον έρωτα, τη ζωή και τον θάνατο. Προκειμένου να αποκτήσουν νόημα οι στίχοι του από την «Ενδοχώρα»
Είναι τα βλέφαρά μου διάφανες αυλαίες.
Όταν τ’ ανοίγω βλέπω εμπρός μου ό,τι κι αν τύχει.
Όταν τα κλείνω βλέπω εμπρός μου ό,τι ποθώ.