Λαϊκός και θεϊκός
18 Γενάρη του 1915, στα Τρίκαλα, γεννιέται από Ηπειρώτες γονείς, ο Βασίλης Τσιτσάνης. Και 18 Γενάρη του 1984, πεθαίνει στο Λονδίνο.
Ο μεγαλύτερος ίσως Έλληνας, λαϊκός συνθέτης, έζησε ακριβώς, 69 χρόνια, γεμάτα με τραγούδια. Πάνω από 600.
«Έγραψα τραγούδια για την Ελλάδα, για την λευτεριά, την φτώχεια, την αδικία, τον πόνο, την γυναίκα, την εργατιά, την μάνα, το ανικανοποίητο… Μουσική και λόγια βγαλμένα από την καρδιά μου, παιγμένα από τα χέρια μου και μιλημένα, 40 χρόνια τώρα, στο σανίδι, στο πάλκο…»
Ολυμπιακός: Οι λύσεις που δίνει η επιστροφή του Ορτέγκα
Όσο για τα πρώτα τραγούδια που άκουσε, αυτά, ήταν τα κλέφτικα. Τα έπαιζε με ένα μαντολίνο, ο τσαρουχάς στο επάγγελμα, πατέρας του που πέθανε όταν ο γιος του ήταν 11 χρονών. Τότε, στα χέρια του μικρού Βασίλη, έπεσε και το μαντολίνο που εν τω μεταξύ είχε μετατραπεί από έναν ντόπιο οργανοποιό σε μπουζούκι. «Συνέβη κάτι που δεν μπορούσα να το εξηγήσω. Σαν κάτι να με τράβαγε, κοντά σε αυτό το όργανο..» Το 1936, ο Τσιτσάνης, κατεβαίνει στην Αθήνα για να σπουδάσει στη Νομική, αλλά τελικά, η ζωή και το ταλέντο του τον οδηγούν στην Odeon και ξεκινάει τις ηχογραφήσεις. Οι όποιες… νομικής φύσεως αναζητήσεις του, μετατρέπονται σε υπέροχες μουσικές ιστορίες, όπως εκείνη που μας λέει για «το καράβι από την Περσία που πιάστηκε στην Κορινθία», ή όπως εκείνη που μιλάει για τον θρυλικό ποινικό κρατούμενο Σακαφλιά που «τον σκότωσαν στα Τρίκαλα στα δυο στενά».
Το 1942, παντρεύεται την Ζωή Σαμαρά από τα Γρεβενά και αποκτούν 2 παιδιά, την Βικτωρία και τον Κώστα. Κατά την διάρκεια της Κατοχής, βρίσκεται στην Θεσσαλονίκη, ενώ το 1946, επιστρέφει στην Αθήνα και συνεχίζει τις ηχογραφήσεις, μαζί με ζωντανές εμφανίσεις. «Αχάριστη», «Μπαξέ Τσιφλίκι», «Νύχτες Μαγικές», «Χωρίσαμε ένα δειλινό», «Κάνε λιγάκι υπομονή», «Αντιλαλούνε τα βουνά», «Της γερακίνας γιος», «Τα ξένα χέρια», «Κάποια μάνα αναστενάζει», «Ξημερώνει και βραδιάζει», «Συννεφιασμένη Κυριακή», «Μη μου ξαναφύγεις πια» είναι μόνο μερικοί τίτλοι τραγουδιών, πολύ αγαπημένων για πάρα πολλούς από εμάς. Το 1980, με πρωτοβουλία της UNESCO, ηχογραφείται ένας διπλός δίσκος με τίτλο «Χάραμα», το όνομα του θρυλικού μαγαζιού, στο οποίο ο Τσιτσάνης εμφανιζόταν τα τελευταία 14 χρόνια της ζωής του και μόλις 24 μέρες προτού αφήσει την τελευταία του πνοή.
Αυτός ο δίσκος που με την έκδοσή του στην Γαλλία, το 1985, παίρνει το βραβείο της Μουσικής Ακαδημίας Charles Gross, περιελάμβανε μια σειρά από κλασικά τραγούδια και αυτοσχεδιαστικά κομμάτια. Ένα από αυτά «Τα ωραία του Τσιτσάνη», διάλεξε, τις προάλλες, η Ολλανδή σολίστ του βιολιού, Έμυ Στορμς, για να κλείσει συναυλία της στο Ρότερνταμ, ξεσηκώνοντας το ολλανδικό κοινό που μετά την «Τσιγγάνα» του Μωρίς Ραβέλ, άκουσε Τσιτσάνη, αγνοώντας προφανώς ότι και ο Έλληνας συνθέτης έχει γράψει για τσιγγάνους, για την ακρίβεια, για έναν «τρελό τσιγγάνο». Άλλωστε το μπουζούκι τον γοήτευσε και τον σημάδεψε, αλλά το βιολί ήταν το πρώτο μουσικό όργανο που έμαθε να παίζει ο πιτσιρικάς από τα Τρίκαλα, κάνοντας εξάσκηση με σερενάτες του Σούμπερτ.
Ίσως την πιο όμορφη και σωστή κουβέντα για τον Βασίλη Τσιτσάνη, να την έχει πει τελικά ο Διονύσης Σαββόπουλος: «Στο πρόσωπό του, νιώθω ότι αποκτήσαμε έναν πρεσβευτή ανάμεσα στο λαϊκό τραγούδι και τον Θεό».
Ή έναν πρεσβευτή ανάμεσα στην ζωή και στην ψυχή μας, ανάμεσα στην πραγματικότητα και στην αλήθειά μας που όλο και λιγότερο στις μέρες μας, συνομιλούν μεταξύ τους, μιας και τις χωρίζουν πόρτες κλειδαμπαρωμένες.
Ο Βασίλης Τσιτσάνης, έχει τα κλειδιά και συνεχίζει γενναιόδωρα να μας τα παραδίδει.
Τα τραγούδια είναι τα κλειδιά. Τα τραγούδια που τραγουδάνε τον καημό μας.
Πόσο μας λείπουν τα τραγούδια που τραγουδάνε τον καημό μας!
Μάλλον φταίει που πια δεν επιτρέπουμε στον εαυτό μας να έχει καημό, κάτι που να καίει τα σωθικά μας, κάτι που να μπορεί να αρθρώσει έναν λόγο τόσο βαθιά και τόσο απλά σπαραχτικό σαν αυτόν:
«Κλαίνε τα πουλιά για αέρα και τα δέντρα για νερό. Κλαίω μανούλα μου κι εγώ για σένα που έχω χρόνια να σε δω».
Σαν απόκληροι γυρίζουμε, αλλά δόξα τω Θεώ, σε τραγούδια σαν και αυτά του Βασίλη Τσιτσάνη ξαναβρίσκουμε το μερίδιό μας.
Όχι αυτό που μας ανήκει, αλλά αυτό που οφείλουμε να ξοφλήσουμε σε τούτο το κατά τα άλλα, τόσο ασήμαντο πέρασμά μας από αυτή την ζωή.