Τζαζ: Οι μεγάλες μπάντες παραμένουν ένα μεγάλο ερωτηματικό
Την εποχή που οι μεγάλες μπάντες ήταν μόδα στη τζαζ, οι μουσικοί δεν ήταν τόσο ελεύθεροι όσο θα ήθελαν.
Τζαζ και αυτοσχεδιασμός είναι δύο έννοιες συνυφασμένες σε τέτοιο βαθμό ώστε να είναι περίπου αυτονόητο ότι η καλλιτεχνική ελευθερία είναι η στοιχειώδης ιδιότητα ενός τζαζίστα που σέβεται τον εαυτό του.
Οι μεγάλες μπάντες του παρελθόντος προσπάθησαν να εντάξουν έναν σεβαστό αριθμό ικανών μουσικών στις ντιρεκτίβες της αισθητικής ενός ανθρώπου είτε αυτός λεγόταν Ντιουκ Έλινγκτον είτε Γκλεν Μίλερ είτε κάτι άλλο.
Οι μπάντες αυτές θύμιζαν συχνά τις ορχήστρες κλασικής μουσικής, καθώς υπήρχε πάντα ένα προδιαγεγραμμένο πλαίσιο μέσα στο οποίο μπορούσαν να λειτουργούν τα μέλη τους. Αποτελεί ζήτημα προς συζήτηση αν οι μπάντες αυτές ευνοούσαν τους μουσικούς που τις στελέχωναν. Σίγουρα ο ήχος και η δεξιοτεχνία καθενός από αυτούς προσέθετε πολλά στον χαρακτήρα της μπάντας.
Πράγματι, ποιος μπορεί να φανταστεί την κληρονομιά του Έλινγκτον χωρίς το άλτο
σαξόφωνο του Τζόνι Χότζες, το βαρύτονο σαξόφωνο του Χάρι Κάρνεϊ, την τρομπέτα
του Μπάμπερ Μίλεϊ, το τενόρο του Πολ Γκονσάλβες. Κάτι που ισχύει εξίσου για τους πρωτοκλασάτους μουσικούς που επιστράτευσε ο Γκλεν Μίλερ.
Αν συγκρίνει ωστόσο κανείς τους αυτοσχεδιασμούς των μουσικών στις μεγάλες μπάντες με τα σόλο του Κολτρέιν, του Πάρκερ ή του Ντέιβις, που προτιμούσαν τα κουαρτέτα και τα κουιντέτα θα διαπιστώσει πως η τζαζ ωφελήθηκε πολύ περισσότερο από τις εμπνεύσεις των τελευταίων.
Όσο απαστράπτον κι αν είναι το σόλο του Πολ Γκονσάλβες στο φεστιβάλ του Νιούπορτ το 1956 στην μπάντα του Ντιουκ Έλινγκτον ως ιντερλούδιο ανάμεσα στο Dimiuendo και το Crescendo in Blue, παραμένει κάπως στιλιζαρισμένο και συμβατικό σε σχέση με τις ακροβασίες του Κολτρέιν στο My Favorite things.
Η τζαζ υπήρξε ανέκαθεν μια μουσική-ποταμός υπό την έννοια ότι αναζητούσε συνεχώς τη συνέχεια της κοίτης του χρόνου και οποιαδήποτε τεχνητά σχήματα, όπως οι μεγάλες μπάντες προσπάθησαν να τη βάλουν σε καλούπια λειτούργησαν κυρίως προς όφελος των bandleaders.