Η οσκαρική Χίλντουρ Γκουδναντόττιρ για δυο εμφανίσεις στην Πειραιώς 260 (pic)

H Ισλανδή Χίλντουρ Γκουδναντόττιρ, που κέρδισε το Όσκαρ για τη μουσική στο «Joker», για δυο εμφανίσεις (9-10/10) στην Πειραιώς 260

Η οσκαρική Χίλντουρ Γκουδναντόττιρ για δυο εμφανίσεις στην Πειραιώς 260 (pic)

Παρά τις συζητήσεις που προκάλεσε, το «Joker» του Τοντ Φίλιπς (2019) είχε τελικά μόνο δύο μεγάλους νικητές όταν σήμανε η ώρα των Όσκαρ: τον Γιόακιν Φίνιξ και τη Hildur Guðnadóttir. Ο πρώτος έλαμψε στον Α΄ ανδρικό ρόλο κι εκείνη έφυγε από την 92η τελετή απονομής με το χρυσό αγαλματάκι του καλύτερου σάουντρακ, ανατέλλοντας ως νέα συνθετική δύναμη χάρη στην ευφυΐα με την οποία μεταχειρίστηκε το τσέλο προκειμένου να εκφράσει τις ψυχολογικές και συναισθηματικές μεταβολές του Άρθουρ Φλεκ, στην ανάδυσή του σε Τζόκερ. Λαμβάνοντας μάλιστα το βαρύτιμο βραβείο, έκανε και μια ηχηρή δήλωση για περισσότερη ορατότητα όσον αφορά τη θηλυκή δημιουργικότητα, έχοντας πλήρη επίγνωση ότι ήταν μόλις η τέταρτη γυναίκα στην ιστορία που κέρδιζε τη συγκεκριμένη διάκριση.

Η βράβευση της Ισλανδής συνθέτριας δεν ήρθε πάντως ως κεραυνός εν αιθρία. Λίγους μήνες προτού προβληθεί το «Joker», πολλοί από όσους θαύμασαν την τηλεοπτική μίνι σειρά «Chernobyl» του Γκρεγκ Μέιζιν (η οποία βρήκε σημαντική απήχηση και στα μέρη μας) στάθηκαν και στο υποβλητικό της score, το οποίο έγινε συχνά ένα με τον ραδιενεργό εφιάλτη, άλλοτε υποδαυλίζοντας και άλλοτε συντρέχοντας την επέλασή του στις οθόνες μας. Ήταν ένα σημείο-κλειδί στην καριέρα της μουσικού. Και δεν είναι τυχαίο ότι αυτό ακριβώς το σάουντρακ παρουσιάζει και στην τρέχουσα περιοδεία, που πρόκειται να τη φέρει στην Ελλάδα για πρώτη φορά, για δύο βραδιές στην Πειραιώς 260 (9-10/10), με τους Chris Watson και Sam Slater να της παραστέκονται επί σκηνής, αναλαμβάνοντας τα ηλεκτρονικά.

Η αναφορά σε ηλεκτρονικά δεν πρέπει ασφαλώς να ξενίζει. Πρόκειται άλλωστε για μια δημιουργό ικανή να διευρύνει το ακροατήριο, όπως έχει αποδείξει κι άλλες φορές σε μια δεκαπενταετία δισκογραφικής δράσης. Μπορεί δηλαδή να είναι κατά βάση μια κλασικώς εκπαιδευμένη τσελίστρια προερχόμενη από οικογένεια μουσικών, όμως τα ενδιαφέροντά της υπερβαίνουν τον ορίζοντα της μοντέρνας λόγιας σύνθεσης ή των όσων συνήθως σκιαγραφούμε μιλώντας για σάουντρακ. Γι’ αυτό και το όνομά της ήταν ήδη πριν από το «Chernobyl» σεβαστό και αναγνωρίσιμο ανάμεσα σε πολλές και διαφορετικές κοινότητες: οι θιασώτες της electronica έχουν σταθεί στις συμπράξεις της με τους οριακούς Pan Sonic («Katodivaihe», 2007), τους Knife («Tomorrow, In a Year», 2010) και τον Hauschka («Pan Tone», 2011), οι φίλοι του βαρέως doom πειραματισμού πίνουν νερό στην προπέρσινη συνεργασία με τους Sunn O))) («Life Metal»), ενώ οι οπαδοί της indie έκφρασης την ξεχώρισαν στο πλευρό των Múm (2007, 2009, 2013).

Παρ’ όλα αυτά, ο καλύτερος τόπος για να εξερευνήσει τη Hildur Guðnadóttir κάποιος που αγάπησε τα σάουντρακ του «Chernobyl» και του «Joker» παραμένει η μικρή μα αξιόπιστη προσωπική της δισκογραφία. Το δεύτερό της άλμπουμ «Without Sinking» (2009), για παράδειγμα, δείχνει γλαφυρά το εύρος μα και την τόλμη της συνθετικής της ματιάς. Και το «Saman» του 2014 αποκάλυψε θαυμαστές ισορροπίες μεταξύ των έργων του Γιόχαν Σεμπάστιαν Μπαχ για τσέλο και μιας σχεδόν ποπ μελωδικότητας. Επιπλέον, βοήθησε να κατανοήσουμε γιατί η πηγή της δουλειάς της για την τηλεόραση και τον κινηματογράφο βρίσκεται στον Angelo Badalamenti του «Twin Peaks» ή σε φιγούρες σαν τον Krzysztof Penderecki και τη Wendy Carlos.

Στο ελληνικό κοινό δίνεται λοιπόν η ευκαιρία να απολαύσει ζωντανά ένα διεθνές όνομα την ώρα ακριβώς που γίνεται μεγάλο. Άλλωστε η Guðnadóttir φαίνεται ότι θα μας απασχολήσει έντονα τα επόμενα χρόνια, αν κρίνουμε από τη συνεργασία την οποία ξεκίνησε με τη Deutsche Grammophon ή από τη θερμή υποδοχή της φρέσκιας της δουλειάς για το video game «Battlefield 2042». Γνωρίζει βέβαια ότι οι καιροί δεν είναι εύκολοι, παρατηρώντας λ.χ. ότι ποτέ μέχρι τώρα ο κόσμος δεν έχει ακούσει τόσο πολλή μουσική και ποτέ οι μουσικοί δεν έχουν πληρωθεί λιγότερο για το έργο τους. Πιστεύει όμως ακράδαντα ότι «οι άνθρωποι που έχουν κάτι να πουν, θα βρουν και το μέρος, αλλά και τον τρόπο για να το πουν».

Πηγή: athinorama.gr