Επιτάφιος: Από την οδό Μεθώνης στο Παρίσι και στα χείλη του Μπιθικώτση
Οι στίχοι που γράφτηκαν στη σοφίτα της οδού Μεθώνης και μελοποιήθηκαν στο Παρίσι θα γίνουν τραγούδι στα στούντιο της Κολούμπια στη Ριζούπολη κι έκτοτε θα περάσουν από εκατοντάδες χιλιάδες χείλη.
Θεσσαλονίκη. Μάης τοῦ 1936. Μιὰ μάνα, καταμεσὶς τοῦ δρόμου, μοιρολογάει τὸ σκοτωμένο παιδί της. Γύρω της καὶ πάνω της, βουΐζουν καὶ σπάζουν τὰ κύματα τῶν διαδηλωτῶν - τῶν ἀπεργῶν καπνεργατῶν. Ἐκείνη συνεχίζει τὸ θρῆνο της.
Με τα λόγια αυτά ο Ρίτσος προλογίζει τον «Επιτάφιο», σαν να προλόγιζε ένα θεατρικό έργο και όχι μια ποιητική συλλογή. Ο Γιάννης Ρίτσος είναι αναπόσπαστο κομμάτι της μεγάλης νεοελληνικής ποίησης, άφησε πίσω του ένα κολοσσιαίο έργο, άνισο κάποιες φορές, αλλά σίγουρα εμπνευσμένο.
Ολυμπιακός: Ψάχνοντας το εύκολο γκολ...
Ο «Επιτάφιός» του, με τον χειμαρρώδη δεκαπεντασύλλαβο και τα δάνεια στοιχεία από το δημοτικό τραγούδι, το μανιάτικο μοιρολόι αλλά και τον Ορθόδοξο Επιτάφιο θρήνο θα αποτελέσει μέσω της μουσικής του Θεοδωράκη αλλά και χάρις στη συνέργεια των λαϊκών καλλιτεχνών την πρώτη γέφυρα της διανόησης με τον λαϊκό πολιτισμό.
Οι στίχοι που γράφτηκαν στη σοφίτα της οδού Μεθώνης και μελοποιήθηκαν στο Παρίσι θα γίνουν τραγούδι στα στούντιο της Κολούμπια στη Ριζούπολη κι έκτοτε θα περάσουν από εκατοντάδες χιλιάδες χείλη. Ο Ρίτσος χρησιμοποιεί ως πρότυπα τον αδικοχαμένο Τάσο Τούση και τη μητέρα του για να δοξάσει τη βαθιά και αξερίζωτη σχέση μάνας-γιου στον μεσογειακό κόσμο.
Ο Μίκης αναζήτησε μέσω του δισκογραφικού γίγαντα της εποχής, της Κολούμπια, την ξύλινη φωνή ενός λαϊκού ανθρώπου τον οποίο είχε γνωρίσει στα δίσεκτα χρόνια της εξορίας. Ο Τάκης Λαμπρόπουλος, ο διευθυντής της εταιρείας, του πρότεινε κατά σειρά Καζαντζίδη, Γαβαλά, Πόλυ Πάνου.
Ο συνθέτης δεν ήθελε να ακούσει για κανέναν άλλον. Τελικά προκρίθηκε το μαγικό τρίπτυχο: Θεοδωράκης, Μπιθικώτσης, Χιώτης. Ο Μανώλης Χιώτης, δεξιοτέχνης του μπουζουκιού και ολοκληρωμένος μουσικός, έντυσε με τη μουσική αίσθηση και την εκτελεστική του αρτιότητα την έμπνευση του Μίκη. Οι μελωδίες απέκτησαν αίφνης τη λαϊκή τους αδρότητα. Οι στίχοι του Ρίτσου, προϊόν υψηλής ποιητικής διάνοιας που αφουγκραζόταν την εξεγερμένη ψυχή των απλών ανθρώπων, ζωντάνεψαν στα χείλη ενός προικισμένου βάρδου.