Τα τραγούδια έχουν Ιστορία: Ποιος ήταν ο «Γιάννης ο φονιάς»
Τραγούδι της Ανωτάτης Χατζιδακικής, ο "Γιάννης ο φονιάς" αφήνει μια σκιά μυστηρίου πάνω στο λαϊκό τραγούδι, καθώς η φωνή του Μητσιά στα καλύτερά της, αποδίδει με εκφραστική δεινότητα τους σιβυλλικούς στίχους του Νίκου Γκάτσου.
Υπήρξε στ' αλήθεια ο "Γιάννης ο φονιάς" ή ήταν απλώς μια επινόηση του διακεκριμένου ποιητή και στιχουργού που έντυσε με στίχους ο Μάνος Χατζιδάκις; Από τις ποικίλες εκδοχές επιλέγουμε αυτή που αναφέρει ο ιστότοπος ilialive.gr.
Το φθινόπωρο του 1974, στον Φλόκα της Πανεπιστημίου ο παραγωγός της ΕΡΑ Γιώργος Μητρόπουλος διηγήθηκε στον Γκάτσο ένα έγκλημα τιμής που διέπραξε κάποιος το 1960 στο χωριό του, στην Ηλεία. Ο πραγματικός φονιάς δεν λεγόταν Γιάννης, ήταν όμως ένας μουσικός που έπαιζε κιθάρα στα πανηγύρια. Είχε παντρευτεί από έρωτα και είχε αποκτήσει έξι αγόρια κι ένα κορίτσι, το Φροσί.
Ολυμπιακός: Να μη «βλέπει» τους άλλους
Εκείνη την χρονιά ανακάλυψε πως ο καλύτερός του φίλος βιολιστής και συνεργάτης του, είχε γίνει εραστής της γυναίκας του. Θέλοντας να ξεπλύνει την ντροπή την σκότωσε αλλά το δικαστήριο δέχτηκε ότι τελούσε εν βρασμώ ψυχής και τον αθώωσε. Ο συζυγοκτόνος φαίνεται πως είχε συγγενική σχέση με τον Μητρόπουλο ο οποίος διηγείται επί λέξει: «Ο... Γιάννης ήταν ο μικρός αδελφός του παππού μου και μετά την αθώωση τον υποδέχτηκαν στη σάλα του πατρικού μου μαζί με τα παιδιά του όλοι οι συγγενείς· ήρθε και το 16χρονο Φροσί, η κόρη του, από την Αθήνα και την ίδια μέρα έφυγε ξανά για την πρωτεύουσα, όπου εργαζόταν». Το Φροσί, συγκλονισμένο για τον χαμό της μάνας του, αυτοκτόνησε στα 18 του.
Η σάλα του σπιτιού είναι ο ανοιχτός χώρος κάθε οικογένειας· εκεί η κοινότητα μοιράζεται τις χαρές και τις λύπες της, εξ ου και η στροφή: “μονάχα το Φροσί, με δάκρυ θαλασσί στα μάτια τα μεγάλα του φίλησε βουβά τα χέρια τ’ ακριβά και βγήκε από τη σάλα” σαν να προετοίμαζε την αυτοκτονία της “κι ο Γιάννης ο φονιάς στην άκρη της γωνιάς με του καημού τ’ αγκάθι, θυμήθηκε ξανά φεγγάρια μακρινά και τ’ όνειρο που εχάθη”».
Ο Γιάννης ο φονιάς, παιδί μιας πατρινιάς
κι ενός μεσολογγίτη
Προχτές την Κυριακή μετά απ’ τη φυλακή
επέρασ’ απ’ το σπίτι
Του βγάλαμε γλυκό, του βγάλαμε και μέντα
μα για το φονικό δεν είπαμε κουβέντα
Μονάχα το Φροσί με δάκρυ θαλασσί
στα μάτια τα μεγάλα
Τού φίλησε βουβά τα χέρια τ’ ακριβά
και βγήκε από τη σάλα
Δεν μπόρεσε κανείς τον πόνο της ν’ αντέξει
Κι ούτε ένας συγγενής να πει δεν βρήκε λέξη
Κι ο Γιάννης ο φονιάς στην άκρη της γωνιάς
με του καημού τ’ αγκάθι
Θυμήθηκε ξανά φεγγάρια μακρινά και τ’ όνειρο που εχάθη