Παχυσαρκία
Περισσότεροι από ένα δισεκατομμύριο ενήλικες στον κόσμο είναι υπέρβαροι και τριακόσια εκατομμύρια από αυτούς κλινικά παχύσαρκοι με Δείκτη Μάζας Σώματος (BMI) πάνω από 30 κιλά ανά τετραγωνικό μέτρο επιφάνειας σώματος ή περιφέρεια μέσης άνω των 94 εκατοστών για τους άντρες και 80 για τις γυναίκες.
Η παχυσαρκία είναι χρόνια, πολυσυστηματική, πολυπαραγοντική και πολύπλοκη νόσος, που οφείλεται σε καθημερινή συσσώρευση ενέργειας υπό μορφή λίπους, επειδή η προσλαμβανομένη ενέργεια μέσω των τροφών υπερβαίνει την καταναλισκόμενη μέσω φυσικής δραστηριότητας. Συμμετέχουν γενετικοί και περιβαλλοντικοί παράγοντες και μερικοί τύποι παχυσαρκίας σχετίζονται με χρόνια, ύπουλη, χαμηλού βαθμού φλεγμονή.
Κατά την περίοδο αύξησης του βάρους τα λιποκύτταρα διογκώνονται και ο λιπώδης ιστός υφίσταται κυτταρικές και μοριακές μεταβολές, οι οποίες επηρεάζουν τον μεταβολισμό. Κύτταρα από το αίμα μεταναστεύουν και διηθούν τον λιπώδη ιστό προκαλώντας φλεγμονή. Η συσσώρευση μακροφάγων και η τοπική φλεγμονή οφείλονται στην αλληλεπίδραση του ανοσοποιητικού συστήματος και των ορμονών που εκκρίνονται από το λίπος, γεγονός που οδηγεί σε υπολειτουργία του λιπώδους ιστού και τοπική φλεγμονή, καθώς και μεταβολικές διαταραχές και συστηματική φλεγμονή. Άρα οι ανώμαλες αντιδράσεις οδηγούν σε διήθηση από φλεγμονώδη κύτταρα του λιπώδους ιστού, με αποτέλεσμα διαταραχή στο προφίλ των εκκρινόμενων ορμονών. Να υπενθυμίσουμε ότι ο λιπώδης ιστός δρα ως ενδοκρινικό όργανο, συνθέτοντας ορμόνες που ρυθμίζουν τη λιπόλυση, την ευαισθησία στην ινσουλίνη και επομένως την πρόσληψη και παροχή ενέργειας, καθώς και τη διαδικασία της φλεγμονής.
Με λίγα λόγια η παχυσαρκία επηρεάζει το προφίλ των ορμονών που εκκρίνονται από τον λιπώδη ιστό (αδιποκινών) και επιφέρει διαταραχές σε πολλές φυσιολογικές λειτουργίες. Η διαταραχή της έκκρισης των αδιποκινών δρα σε πολλά είδη διαφορετικών κυττάρων μέσω φλεγμονωδών οδών. Αυτές οι ουσίες μεταφέρονται στο ήπαρ όπου διεγείρουν μηχανισμό ηπατικής φλεγμονής και, εν συνεχεία, διάχυτης συστηματικής φλεγμονής.
Η διάχυτη συστηματική φλεγμονή σχετίζεται με δυσλειτουργία του εσωτερικού τοιχώματος όλων των αγγείων, η οποία είναι πρώιμος δείκτης της αθηρωματικής διαδικασίας. Οι φλεγμονώδεις ουσίες είναι σημαντικοί παράγοντες στον σχηματισμό αθηρωματικών πλακών και, επομένως, στη στένωση και στην απόφραξη των αγγείων, συμβάλλοντας στην υπέρταση και στη στεφανιαία νόσο. Επιπλέον, η διαταραχή της λειτουργίας των κυττάρων του εσωτερικού τοιχώματος των αγγείων, λόγω παχυσαρκίας, συμβάλλει στη διαταραχή του μηχανισμού της πήξης και ευνοεί τη δημιουργία θρόμβων. Παλαιότερα υπήρχε η άποψη ότι η αθηρωματοσκλήρωση οφείλεται στην υψηλή περιεκτικότητα του αίματος σε χοληστερίνη. Σήμερα πλέον έχει αποδειχθεί ότι αυτό που συμβάλλει στην εναπόθεση πλακών λίπους στα τοιχώματα των αγγείων δεν είναι η υψηλή τιμή της χοληστερίνης, αλλά η χρόνια φλεγμονή του εσωτερικού τοιχώματος των αγγείων (ενδοθηλίου), η οποία προδιαθέτει για εναπόθεση λίπους και σχηματισμό αθηρωματικών πλακών. Είναι προφανές ότι η φλεγμονή αυτού του τύπου μπορεί να αποφευχθεί μέσω των αντιφλεγμονωδών ιδιοτήτων της άσκησης.
Τα άτομα με παχυσαρκία μπορούν να κατηγοριοποιηθούν όσον αφορά το ποσοστό κινδύνου από καρκίνο, καρδιαγγειακά και μεταβολικά προβλήματα, ανάλογα με το ποσοστό του λίπους του σώματος. Η παχυσαρκία συνδυάζεται με σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2, μη αλκοολική λιπώδη διήθηση του ήπατος, χρόνια ηπατική νόσο (κίρρωση), αποφρακτική άπνοια του ύπνου, υπέρταση και άλλες καρδιαγγειακές νόσους. Τελευταία, αναγνωρίζεται η σχέση της με διάφορους τύπους καρκίνου, όπως ο καρκίνος του προστάτη, του μαστού, του παχέος εντέρου, του θυρεοειδούς των νεφρών, του οισοφάγου, του παγκρέατος και του ήπατος. Έχει αποδειχθεί ότι το διογκούμενο υποδόριο λίπος στις γυναίκες αυξάνει τα επίπεδα οιστρογόνων και ευνοεί την ανάπτυξη καρκίνου του ενδομήτριου, των ωοθηκών και του μαστού. Το σπλαχνικό λίπος, δηλαδή ο λιπώδης ιστός που περιβάλλει τα εσωτερικά όργανα της κοιλίας, εκκρίνει περισσότερους φλεγμονώδεις παράγοντες από τον υποδόριο λιπώδη ιστό και έχει ισχυρή συσχέτιση με το μεταβολικό σύνδρομο και τη γένεση καρκίνου. Διαταραχές στον μεταβολισμό των λιπιδίων μπορεί να προάγουν την ανάπτυξη καρκίνου, επειδή τα ελεύθερα λιπαρά οξέα δρουν ως πηγή πρόσληψης ενέργειας για τα καρκινικά κύτταρα. Επίσης, τα καρκινικά κύτταρα μπορούν να χρησιμοποιούν το λίπος του υποδόριου ιστού ως πηγή ενέργειας και πολλαπλασιασμού, προάγοντας την ανάπτυξη του όγκου. Στην καρκινογένεση μπορεί να συμμετέχει η χαμηλού βαθμού, χρόνια, ύπουλη φλεγμονή του λιπώδους ιστού.
Δρόσος Βενετούλης
Πνευμονολόγος, τ. δ/ντής ΜΕΘ Τζανείου Γενικού Νοσοκομείου Πειραιά
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ