Θυρεοειδής και διαβήτης στον αθλητή

Συχνή είναι η σχέση μεταξύ σακχαρώδη διαβήτη και υποθυρεοειδισμού, ιδιαίτερα σε αθλητές μεγάλων αποστάσεων.

Θυρεοειδής και διαβήτης στον αθλητή

Συχνή είναι η σχέση μεταξύ σακχαρώδη διαβήτη και υποθυρεοειδισμού, ιδιαίτερα σε αθλητές μεγάλων αποστάσεων. Ο θυρεοειδής ρυθμίζει τον τρόπο με τον οποίο το σώμα χρησιμοποιεί ενέργεια. Οι ορμόνες του, Τ3 και Τ4, συνδέονται με υποδοχείς σε όλο το σώμα και επηρεάζουν τη λειτουργία πολλαπλών οργάνων. Οποιαδήποτε διαταραχή στην παραγωγή τους από τον θυρεοειδή αδένα επηρεάζει ολόκληρο τον οργανισμό και προκαλεί ευρύ φάσμα συμπτωμάτων. Η λειτουργία του στηρίζεται στον μηχανισμό παλίνδρομης αλληλορύθμισης (feedback). Με απλά λόγια, όταν τα επίπεδα των Τ3 και Τ4 πέφτουν στο αίμα τότε στέλνονται σήματα στον εγκέφαλο ο οποίος, εν συνεχεία, υπαγορεύει μέσω της ορμόνης ΤSH στον θυρεοειδή αδένα να αυξήσει την παραγωγή θυρεοειδικών ορμονών. Υψηλά επίπεδα TSH με φυσιολογικά επίπεδα Τ3 και Τ4 δείχνουν υποκλινικό υποθυρεοειδισμό ενώ υψηλά επίπεδα TSH και χαμηλά επίπεδα Τ3 και Τ4 δείχνουν κλινικό υποθυρεοειδισμό και η θεραπεία είναι η χορήγηση θυροξίνης.

Στους αθλητές η πιο συνηθισμένη νόσος είναι ο κλινικός υποθυρεοειδισμός, κύριο σύμπτωμα είναι η κόπωση λόγω μείωσης της μέγιστης κατανάλωσης οξυγόνου, του αναεροβίου κατωφλίου, της οξειδωτικής ικανότητας των μυών και της χρησιμοποίησης των λιπών, με συνέπεια την αυξημένη και ταχύτατη χρησιμοποίηση του γλυκογόνου και τη γρήγορη εξάντληση. Στις γυναίκες εμφανίζεται με διαταραχές της εμμήνου ρύσεως (αμηνόρροια ή μηνορραγία).

Επί υποθυρεοειδισμού μειώνεται η λειτουργία των μιτοχονδρίων, των μονάδων παραγωγής ενέργειας από τις τροφές. Επειδή οι ορμόνες του θυρεοειδή είναι οι κύριες ρυθμιστικές ορμόνες της ευαισθησίας στην ινσουλίνη η έλλειψή τους ενοχοποιείται, σε μεγάλο βαθμό, για την επιμονή του κοιλιακού λίπους και τα αυξημένα επίπεδα χοληστερίνης σε έναν, κατά τα άλλα, αδύνατο αθλητή. Οι Τ3 και Τ4 επιδρούν άμεσα στην καρδιά και στα αγγεία και η ανεπάρκειά τους οδηγεί σε διαταραχές στην καρδιακή συχνότητα, στην καρδιακή παροχή και στην αρτηριακή πίεση. Επηρεάζουν, επίσης, τους νευροδιαβιβαστές του εγκεφάλου και ρυθμίζουν τη διάθεση, την όρεξη, το αίσθημα κορεσμού, της πείνας, της γεύσης και της επιλογής του φαγητού. Άλλα συμπτώματα είναι το ξηρό δέρμα, η μειωμένη μνήμη, η βραδύνοια, η αδυναμία, η βραχνάδα, η δυσκοιλιότητα και οι μυϊκές κράμπες. Οι μύες είναι το όργανο στόχος τους και σε περίπτωση ανεπάρκειάς τους διαπιστώνονται νευρομυϊκές διαταραχές (μυοπάθεια), αδυναμία, μείωση δραστηριότητας.

Η θεραπεία με θυροξίνη σε πολλές περιπτώσεις έχει θεαματικά αποτελέσματα στην απόδοση του αθλητή ενώ σε άλλες πενιχρά. Υπάρχει περιορισμένη γνώση σχετικά με την ανεκτικότητα στην άσκηση σε δρομείς που θεραπεύονται λόγω υπερθυρεοειδισμού.

Πολλοί αθλητές πιστεύουν ότι η χορήγηση θυροξίνης μπορεί να ενισχύσει την απόδοση επειδή συμβάλλει στην ταχύτερη καύση του λίπους. Η χορήγησή της όμως σε άτομα με φυσιολογική λειτουργία του θυρεοειδούς μπορεί να έχει δυσμενείς επιδράσεις στην υγεία και την απόδοση. Ο κύριος κίνδυνος είναι οι καρδιακές αρρυθμίες και ο αιφνίδιος θάνατος σε αθλητές που έχουν λάβει θυροξίνη χωρίς να πάσχουν από νόσημα του θυρεοειδή επειδή είχαν στόχο την αύξηση της απόδοσης.

Σε περιπτώσεις υποκλινικού υποθυρεοειδισμού που ο αθλητής έχει μειωμένη αντοχή στην προπόνηση συνιστάται αρχικά χορήγηση θυροξίνης, ώστε προοδευτικά να βελτιωθεί η δυσανεξία στην προπονητική επιβάρυνση. Αρχικά, αυξάνεται ο όγκος και εν συνεχεία η ένταση της προπόνησης. Μετά από άλλο χρονικό διάστημα που ποικίλλει σε κάθε αθλητή βελτιώνεται η λειτουργία του θυρεοειδή και ελαττώνονται τα επίπεδα της TSH, οπότε διακόπτεται η χορήγηση θυροξίνης και ο αθλητής συνεχίζει κανονικά την προπόνησή του χωρίς φάρμακα.

Συμπερασματικά, ακρογωνιαίος λίθος της ρύθμισης του μεταβολισμού στον σακχαρώδη διαβήτη και τον υποθυρεοειδισμό είναι η ρύθμιση των ορμονών ινσουλίνης, Τ3, Τ4 μέσω της αερόβιας άσκησης.

Δρόσος Βενετούλης

Πνευμονολόγος, τ. Δ/ντής ΜΕΘ Τζανείου Γενικού Νοσοκομείου Πειραιά.