«Το βράδυ που πέθανε ο Βασίλης»
Στις 15.00 μετά το μεσημέρι στο πρώτο Νεκροταφείο Αθηνών, θα γίνει η πολιτική κηδεία του Βασίλη Λυριτζή, που πέθανε τα ξημερώματα της Τρίτης, σε ηλικία 62 ετών, μετά από μάχη με τον καρκίνο.
Η είδηση του θανάτου του Βασίλη Λυριτζή έχει συγκλονίσει τους στενούς του ανθρώπους, όπως ο δημοσιογράφος Κώστας Γιαννακίδης, ο οποίος έγραψε ένα συγκλονιστικό κείμενο στο protagon.gr για τις στιγμές που «έφυγε» ο κουμπάρος του.
Ο τίτλος του κειμένου που ακολουθεί είναι: «Το βράδυ που πέθανε ο Βασίλης»:
Ολυμπιακός: Ψάχνοντας το εύκολο γκολ...
Ένα παλαιό γνωμικό του επαγγέλματος λέει ότι στην κηδεία του καλού δημοσιογράφου δεν έχει κόσμο. Αν ο δημοσιογράφος κάνει σωστά τη δουλειά του, θα φύγει χωρίς φίλους να του ρίξουν λίγο χώμα, πριν σκουπίσουν τα δάκρυα από τα μάγουλά τους.
Στην κηδεία του Βασίλη Λυριτζή δεν θα είναι έτσι. Θα έχει κόσμο. Θα έρθουν πολιτικοί, κυρίως από τον χώρο της Αριστεράς, για να πουν δυο λόγια. Θα μιλήσουν άνθρωποι από το συνδικάτο μας. Ενδεχομένως και κάποιοι φίλοι. Μετά θα πορευτούμε ακολουθώντας τον αγαπημένο μας νεκρό προς την τελευταία του κατοικία. Και τότε, καθώς οι εργάτες του Δήμου θα τον παραδίδουν στη γη, μαζί με τα λουλούδια και τους λυγμούς μας, όλοι εμείς που χάσαμε έναν δικό μας άνθρωπο θα αποδεχθούμε με οδύνη το τετελεσμένο.
Ο Βασίλης πέθανε στις 05.10 το πρωί της Τρίτης, στο δωμάτιο 2662, στον έκτο όροφο του Άγιου Σάββα. Πέθανε ακριβώς την ώρα που, για χρόνια, έβαζε το ξυπνητήρι του για να πάει στη δουλειά, στο ραδιόφωνο ή στην τηλεόραση. Εκείνη την ώρα διάλεξε για να βυθιστεί στον αιώνιο ύπνο ένας άνθρωπος που δεν διέθετε πάνω από τέσσερις-πέντε ώρες τη μέρα στη συνάντησή του με τον Μορφέα. Θα μπορούσες να τον χαρακτηρίσεις και φαινόμενο, ειδικά τις βραδιές που είχε μπάλα.
Στάθηκε γενναία απέναντι στον θάνατο. Το εννοώ, δεν είναι προσχηματικό. Το δέχθηκε και το διαχειρίστηκε με πραότητα. Με ένα σήκωμα των ώμων. Και εμείς γύρω του να βιώνουμε το αδιανόητο.
Ένας εύσωμος, φαλακρός νοσοκόμος της βραδινής βάρδιας ήρθε και πήρε τη σορό από το δωμάτιο. «Ζωή σε λόγου σας» ευχήθηκε. Δεν του απάντησε κανείς. Οικογένεια και φίλοι αρχίσαμε να μαζεύουμε το μικρό νοικοκυριό που στήθηκε τις τελευταίες εβδομάδες εκεί μέσα. Και μετά, λες και φεύγαμε εμείς ταξίδι και όχι ο Βασίλης, τραβώντας βαλίτσες, κρατώντας τσάντες στην αγκαλιά, κατεβήκαμε στο κυλικείο. Γύρισα δεξιά, κοίταξα μία τηλεοπτική οθόνη, είδα τον Οικονόμου να αναγγέλλει την είδηση. Κάποιος άλλαξε κανάλι. Και ο Παπαδάκης για τον Βασίλη έλεγε. Και εκεί, με τους αγκώνες επάνω σε ένα βρώμικο τραπέζι, ποτισμένο με καφέ και πασπαλισμένο με στάχτη, έβαλα τα κλάματα.
Δεν είναι μόνο που θα μου λείψει ο κουμπάρος μου. Είναι τα χρόνια και οι αναμνήσεις που, από τη μία στιγμή στην άλλη, έγιναν καντηλάκι σε ένα από τα πολλά μνήματα που χτίζουμε μέσα μας όσο μεγαλώνουμε. Ναι, φυσικά, από τον Βασίλη θα μου λείψει η καλοσύνη, η αισιοδοξία και η συναισθηματική του γενναιοδωρία. Περισσότερο, όμως, θα μου λείψει ο Βασίλης ως ένας φάρος ρεαλισμού, κοινής λογικής και ηθικού προσδιορισμού. Ο Λυριτζής λειτουργούσε ως μπούσουλας για τους ανθρώπους γύρω του.
Και είχε ένα πολύ σπάνιο χαρακτηριστικό: κατάφερνε να συνδυάζει τις, δεδηλωμένες άλλωστε, πολιτικές του αρχές με τον ρεαλισμό, τη λογική και την ευρύτητα στη ματιά. Αυτά τα στοιχεία, σε συνδυασμό με την εντιμότητα και τη βαθιά του καλλιέργεια, συνέβαλαν στην καθολική αποδοχή της προσωπικότητας και του δημοσιογραφικού έργου που παρήγαγε. Δεν ήταν, απλώς, ένας καλός δημοσιογράφος. Ήταν ο ορισμός, η περιγραφή του καλού δημοσιογράφου. Και ένας αληθινά προοδευτικός άνθρωπος.
Δεν έχω αποφασίσει αν θα διαγράψω το όνομά του από τις επαφές του κινητού μου. Ο ίδιος θα μου έλεγε ότι δεν είναι σοβαρά πράγματα αυτά. «Υπάρχει περίπτωση να στείλεις SMS σε νεκρό ή να σε πάρει τηλέφωνο;» θα ρωτούσε. Κοίτα, όμως, Βασίλη που αυτό σε αφορά. Περισσότερο από όσο μπορούσαμε ποτέ να φανταστούμε.
Επιθυμία της οικογένειας είναι αντί στεφάνων, τα χρήματα να διατεθούν στον Σύλλογο Γονέων Παιδιών με Νεοπλασματική Ασθένεια «Φλόγα».