Γιατί ο «Άρχοντας των Δαχτυλιδιών» παραμένει ακαταμάχητος μετά από τόσα χρόνια;
Πριν 17 χρόνια έκανε πρεμιέρα η «Συντροφιά του Δαχτυλιδιού», το πρώτο μέρος του κινηματογραφικού άθλου του Πίτερ Τζάκσον που καθόρισε το σινεμά του φανταστικού.
Στις αρχές του περασμένου αιώνα στην Αμερική ήταν της μόδας η χρονοκάψουλα. Επρόκειτο για ένα μεταλλικό δοχείο, στο οποίο ο κάτοχος έβαζε μέσα ότι πίστευε πως αξίζει να διασωθεί, προς διευκόλυνση των ιστορικών του μέλλοντος, και στη συνέχεια το έθαβε στο έδαφος.
Σκεφτείτε τώρα, σαν υπόθεση εργασίας, ότι μετά από έναν, δυο πυρηνικούς πολέμους και τρεις, τέσσερις «Αποκαλύψεις» κάποιος άνθρωπος του –πολύ μακρινού, ελπίζω– μέλλοντος ανοίγει μια τέτοια και βρίσκει μέσα τα βιβλία του Άρχοντα των Δαχτυλιδιών του Τόλκιν. Με τόση ψυχαναγκαστική λεπτομέρεια έχει χτίσει το σύμπαν της Μέσης Γης αυτός ο σπουδαίος λογοτέχνης, μεριμνώντας να πλάσει από το γενεαλογικό δέντρο ενός χαρακτήρα που απλώς λέει γεια στη σελίδα 44 μέχρι ολόκληρες (και ολοκληρωμένες) νέες γλώσσες με δική τους γραμματική και συντακτικό, που εύλογα o άνθρωπος θα πίστευε πως όσα διαβάζει πραγματικά συνέβησαν πριν από την Καταστροφή.
Κι έτσι μπορεί στον Νέο Κόσμο που θα προέκυπτε να έχτιζαν αγάλματα προς τιμήν του ηρωικού Φρόντο ή να χρειαζόσουν και άριστη γνώση της γλώσσας της Μόρντορ για να διοριστείς στο Δημόσιο, εκτός από το να διατηρείς καλές σχέσεις με έναν ντόπιο βουλευτή. Μην βιαστείς να μιλήσεις για απλοϊκότητα ή να κατατάξεις την τριλογία αδιαπραγμάτευτα στην κατηγορία ενός σινεμά ανώδυνου και επιφανειακού ψυχαγωγισμού. Γιατί είναι γεμάτη λεπτομέρειες (;) και συμβολισμούς έτοιμους να σε διαψεύσουν.
Αξιοποιώντας αυτήν τη μοναδική λογοτεχνική κοσμοπαραγωγή, που για να βρεις ανάλογό της θα πρέπει, ενδεχομένως, να ανατρέξεις στα ομηρικά έπη, ο Νεοζηλανδός Πίτερ Τζάκσον θα χαρίσει σαν σήμερα πριν από δεκαεπτά χρόνια στο υποσιτισμένο κοινό της κινηματογραφικής επικής φαντασίας το πρώτο μέρος αυτού που έμελλε να γίνει η μοναδική, μέχρι στιγμής, σπουδαία κινηματογραφική στιγμή του είδους.
Ο λόγος για τη Συντροφιά του Δαχτυλιδιού που έκανε πρεμιέρα στις αίθουσες τη 19η Δεκεμβρίου του 2001 και ξεκίνησε μια τριλογία που θα συνεχιζόταν την επόμενη χρονιά με τους Δυο Πύργους, για να ολοκληρωθεί το 2003 με την Επιστροφή του Βασιλιά, κατακτώντας 11 Όσκαρ και περίοπτη θέση στην ταινιοθήκη των οπαδών του σινεμά του φανταστικού. Η Επιστροφή του Βασιλιά του Πίτερ Τζάκσον κέρδισε 11 Όσκαρ στην τελετή του 2004.
Παρακολουθώντας για πολλοστή φορά την τριλογία σήμερα, δεν μπορείς παρά να θαυμάσεις το χτίσιμο ενός πληρέστατου κινηματογραφικού σύμπαντος, που σου δίνει την αίσθηση ότι συνέβαιναν, συμβαίνουν και θα συνεχίσουν να συμβαίνουν πράγματα εκτός καρέ με τρόπο ο οποίος συχνά αγγίζει τα όρια της εσωστρέφειας –γιατί, ας πούμε, η Γκαλάντριελ αποκαλεί τον Γκάνταλφ Μιθραντίρ ή πώς έρχεται ο αετός να σώσει τον Γκάνταλφ από τον εγκλεισμό στη Συντροφιά του Δαχτυλιδιού;–, αλλά συνεισφέρει προς αυτή την αίσθηση πληρότητας.
Δεν μπορείς παρά να σταθείς με δέος μπρος στο μέγεθος της κατασκευής που, χωρίς να αποστρέφεται το ψηφιακό, προτιμά το χειροποίητο, διασφαλίζοντας έτσι την εικαστική διαχρονικότητά της. Σχεδόν δύο δεκαετίες μετά, μόνο οι αμιγώς ψηφιακές σκηνές δείχνουν να έχουν παλιώσει. Δεν μπορείς παρά να αφεθείς στην αφηγηματική δεινότητα με την οποία ο Τζάκσον διαχειρίζεται τόσες παράλληλες υποπλοκές μαζί, οι οποίες όμως συντείνουν όλες προς μια συγκεκριμένη κατεύθυνση, διαφοροποιώντας κάπως τη λογική της από την λεγόμενη τηλεοπτική αφήγηση.
Κι εκείνο που αφηγείται είναι μια παραδοσιακή ηθική ιστορία για τη μάχη των δυνάμεων του Καλού απέναντι στο Κακό, του Φωτός απέναντι στο Σκοτάδι, το κλασικό μοτίβο, δηλαδή, στο οποίο στηρίχτηκαν τα παραμύθια που μας συντρόφευσαν σε μικρότερη ηλικία. O Eλάιτζα Γουντ στον ρόλο του ηρωικού Φρόντο. Μη βιαστείς όμως να μιλήσεις για απλοϊκότητα ή να κατατάξεις την τριλογία αδιαπραγμάτευτα στην κατηγορία ενός σινεμά ανώδυνης και επιφανειακής ψυχαγωγίας. Γιατί είναι γεμάτη λεπτομέρειες και συμβολισμούς έτοιμους να σε διαψεύσουν, όπως στη σκηνή της μάχης της Μίνας Τίριθ, όπου η νίκη απέναντι στο Κακό έρχεται (και) με την συνδρομή των Νεκρών, δηλαδή της ιστορικής συνείδησης.
Αυτά, φυσικά, υπάρχουν στην πρώτη ύλη, ο Τζάκσον όμως τα κατεργάζεται ορθά και κινηματογραφικά, με σεβασμό απέναντι στο πνεύμα του έργου του Τόλκιν. Στο πλαίσιο αυτού του σεβασμού μεγαλύτερη έμφαση δίνεται στις στιγμές εκείνες που θριαμβεύει η συντροφικότητα και η αλληλεγγύη. Σ' αυτές κορυφώνει το δράμα του ο Τζάκσον και οργιάζουν τα όργανα και οι χορωδίες του Χάουαντ Σορ, που υπέγραψε τη μουσική.
Βλέπεις, στον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο ο Τόλκιν έχασε τους περισσότερους φίλους του. Πέρα από την εξω-λογοτεχνική και σε δεύτερη φάση εξω-κινηματογραφική συγκίνηση που φέρνει στα τεκταινόμενα επί της Μέσης Γης η προσπάθεια ενός ανθρώπου να ανασυνθέσει την παρέα του μέσω της μυθοπλασίας, αυτός είναι, πιθανότατα, και ο βασικός λόγος που η φιλία είναι κεντρική θεματική της τριλογίας.
Και ο ίδιος ο Τζάκσον, έχοντας αφιερώσει χρόνια από τη ζωή του στην αφήγηση των περιπετειών τους, νιώθει τους ήρωες του Τόλκιν και δικούς του φίλους. Γι' αυτό στο φινάλε της Επιστροφής του Βασιλιά φαίνεται σαν να μην θέλει να τους αφήσει να φύγουν. Γι' αυτό μετά από μερικά χρόνια θα τους επισκεφτεί ξανά με την τριλογία του Χόμπιτ. Μοιάζει σαν να έχει ανάγκη τη συντροφιά τους. Κι εγώ μαζί του.