Πρεμιέρες στο σινεμά!
Κινέζικο «διαμαντάκι» και «ηχηρά» ονόματα κάνουν πρεμιέρα απόψε
Πέντε ταινίες, με ηχηρά ονόματα σκηνοθετών και πρωταγωνιστών, κάνουν πρεμιέρα απόψε. Ωστόσο, ξεχωρίζει εμφανώς το κινέζικο «διαμαντάκι» «Ο Σπόρος της Αγάπης», μια απαγορευμένη ταινία στη χώρα της. Πάντως, θεωρείται σίγουρο ότι οι φαν του οσκαρικού Αλεχάντρο Γκονζάλες Ινιαρίτου θα σπεύσουν για το ναρκισσιστικό αυτοβιογραφικό του δράμα «Μπάρντο, το Ψευδές Χρονικό ενός Σωρού Αλήθειες».
Ο Σπόρος μιας Αγάπης
Ολυμπιακός: Οι λύσεις που δίνει η επιστροφή του Ορτέγκα
(«Return to dust») Δραματική ταινία, κινεζικής παραγωγής του 2022, σε σκηνοθεσία Λι Ρουιτζούν, με τους Ρενλίν γου, Χάι Γκινγκ, Γκουαντζού γιανγκ κα.
Στοχαστικό αργόσυρτο δράμα αντιθέσεων. Από τη μια, ένα νατουραλιστικό τραχύ δράμα για τη δυσβάσταχτη αγροτική ζωή στην Κίνα και από την άλλη μια βαθιά ιστορία αγάπης, για ένα υποτιμημένο και ταπεινωμένο ζευγάρι, με δυσοίωνο μέλλον, που συνειδητοποιεί την ανάγκη για ουσιαστική επικοινωνία και ότι ο μόνος δρόμος για επιβίωση είναι η συντροφικότητα.
Η τελευταία ταινία του Ρουιτζούν, που γυρίζει επί το πλείστον, ταινίες με ερασιτέχνες ηθοποιούς στη γενέτειρά του, το Γκανσού, στη βορειοδυτική Κίνα, προβλήθηκε στο φετινό φεστιβάλ του Βερολίνου, αλλά στη χώρα του απαγορεύτηκε η προβολή της και κάθε αναφορά σε αυτήν.
Δυο άγνωστοι άνθρωποι, ξεγραμμένοι από τις οικογένειές τους, εξαναγκάζονται να παντρευτούν, να αντιμετωπίσουν μαζί τις αντιξοότητες της αγροτικής ζωής, να έρθουν κοντά, να πέσουν θύματα εκμετάλλευσης ενός επιχειρηματία και να δώσουν τη μάχη της επιβίωσης.
Με ρεαλιστική προσέγγιση, το φιλμ σχολιάζει τη φτώχεια, την ακραία αστικοποίηση, την εκμετάλλευση, την αδικία, όλα αυτά που κάνουν τον άνθρωπο ευάλωτο στη σκληρή πραγματικότητα. Απέναντί σε αυτό το τσουνάμι απανθρωπιάς, ορθώνεται ο βράχος της ειλικρινούς αγάπης, η συντροφικότητα του ζευγαριού. Ένα ηχηρό μήνυμα, τόσο απλό, για τη ανθρώπινη δύναμη, τη συνύπαρξη, την ένωση των ανθρώπων απέναντι στους ισχυρούς και στα μεγαλόπνοα σχέδια των τεράστιων συμφερόντων.
Εκεί, όμως, που η ταινία γίνεται ξεχωριστή είναι στην αποτύπωση της ζωής στην ύπαιθρο, στη δύναμη του τοπίου, που καθορίζει και τους ήρωες και την ιστορία. Παράλληλα, η προσπάθεια του σχετικά νεαρού Κινέζου σκηνοθέτη, να συνδέσει την κινηματογραφική τέχνη με την αγροτική ζωή, τη σπουδαιότητα του χρόνου και του χώρου, που τις ενώνει, της σποράς με το κάρπισμα και των πλάνων με το τελικό αποτέλεσμα της ταινίας, είναι αν μη τι άλλο αξιοπρόσεκτη και άξια σεβασμού.
Όπως και οι ερμηνείες των δυο πρωταγωνιστών, που χρειάστηκε να ζήσουν κάποιον καιρό στο απόμακρο χωριό - γενέτειρα του σκηνοθέτη, για να μπουν στο νόημα της αγροτικής ζωής, ενώ η Χάι Γκινγκ, η μόνη γνωστή ηθοποιός, αναγκάστηκε να ζήσει στο σπίτι ενός ντόπιου, που συμμετείχε στην ταινία. Εντάξει, όλα - συνθήκες, περιστατικά, συμπτώσεις - θυμίζουν το «Στρόμπολι» του Ρομπέρτο Ροσελίνι, με την Ίνγκριντ Μπέργκμαν.
ΜΕ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ... O Ma Youtie είναι ένας φιλήσυχος και λιγομίλητος αγρότης που δουλεύει στη φάρμα του αδερφού του και συνιστά το τελευταίο άγαμο μέλος της οικογένειάς του. Η Cao Guiying είναι μια κακοποιημένη γυναίκα με προβλήματα υγείας που έχει ξεπεράσει κατά πολύ την ηλικία για γάμο στην επαρχιακή Κίνα ενώ δεν μπορεί να αποκτήσει παιδιά.
Μπάρντο, το Ψευδές Χρονικό ενός Σωρού Αλήθειες
(«Bardo: False Chronicle of a Handful of Truths») Δραματική ταινία, μεξικάνικης παραγωγής του 2022, σε σκηνοθεσία Αλεχάντρο Γκονζάλες Ινιαρίτου, με τους Ντάνιελ Χιμένεθ Κάτσο, Γκριζέλντα Σιτσιλιάνι, Γκρισέλντα Σισιλιάνι, Αντρές Αλμέιντα κα.
Ο ναρκισσισμός του καλλιτέχνη σε όλο του το μεγαλείο. Ο δυο φορές βραβευμένος με Όσκαρ Αλεχάντρο Γκονζάλες Ινιαρίτου, έπειτα από 20 χρόνια επιστρέφει στη γενέτειρά του, στο Μεξικό, για να γυρίσει ένα αυτοβιογραφικό φιλμ - προφανώς σκεπτόμενος ότι το έκαναν όλοι οι μεγάλοι του παρελθόντος γιατί όχι και αυτός. Μόνο που ειδικά με αυτό τον ύμνο στον εαυτό του, ο Ινιαρίτου («Η Επιστροφή», «Βαβέλ», «Birdman ή (Η απρόσμενη αρετή της αφέλειας)», «21 Γραμμάρια») σχεδόν ακυρώνει τα όσα έχει κάνει μέχρι σήμερα, διαψεύδει τις προσδοκίες που υπήρξαν ότι θα μπορούσε να μπει κάποια στιγμή ανάμεσα στον κύκλο των μεγάλων δημιουργών. Εδώ, στήνει ένα έπος δυόμιση ωρών (που η διάρκειά του ακόμη και αν δεν είχε εμφανή ελαττώματα κουράζει) για τα κατορθώματα και τις ευθύνες ενός καλλιτέχνη, για το Μεξικό, την πατρίδα που αγαπά, αλλά, όπως αποδεικνύεται από το ρηχό σενάριό του, τη βλέπει πλέον με τα μάτια ενός Αμερικάνου.
Κεντρικός χαρακτήρας στο φιλμ, ένας διάσημος Μεξικανός δημοσιογράφος και ντοκιμαντερίστας επιστρέφει στην πατρίδα του, για να ξαναβρεί την ταυτότητά του, τις οικογενειακές ρίζες και σχέσεις του, τις μνήμες του από το παρελθόν αλλά συνάμα παρατηρεί το παρόν και εκτιμά το μέλλον της χώρας του.
Το αδιαμφισβήτητο ταλέντο του, η σκηνοθετική του ματιά, τα υπέροχα πλάνα, πέφτουν θύμα του γιγαντιαίου «εγώ» του. Πλέκοντας το προσωπικό του εγκώμιο, μέσα από τον κεντρικό του ήρωα και περιφρονώντας τις βασικές αρχές ενός στοχαστικού καλλιτέχνη, σύμφωνα με τα εμφανή δείγματα της μέχρι τώρα δουλειάς του, θα ρίξει στα βράχια ακόμη και ορισμένα εκπληκτικής ομορφιάς κομμάτια της ταινίας του, από τα οποία ξεχωρίζουν οι μεγάλες σουρεαλιστικές σεκάνς.
Μπορεί οι εικόνες να κλέβουν τη ματιά, αλλά αφήνουν ανέγγιχτη την καρδιά, ενώ πολλές φορές το μυαλό δικαιολογημένα παίρνει στροφές ανάποδες με τη μεγαλοστομία του, ακόμη και με την επίδειξη τής ικανότητας του Ινιαρίτου ότι μπορεί να κάνει θαύματα με την κάμερα, αλλά συναισθηματικά και ιδεολογικά μπορεί να παραμένει τόσο ρηχός. Κάτι που δεν βλέπουμε πρώτη φορά, αλλά μάλλον πρώτη φορά σε τόσο υπερβολικό βαθμό.
Ο πρωταγωνιστής Ντάνιελ Χιμένες Κάτσο, στον οποίο ο Ινιαρίτου έχει προσαρμόσει στο δικό του παρουσιαστικό, κάνει ό,τι μπορεί, αλλά εδώ ολόκληρη η ταινία μπαίνει κάτω από τον σκηνοθέτη, δεν θα έμπαινε ένας ηθοποιός;
ΜΕ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ... Το προσωπικό ταξίδι του Σιλβέριο, ενός διάσημου Μεξικανού δημοσιογράφου και δημιουργού ντοκιμαντέρ που ζει στο Λος Άντζελες, ο οποίος, έχοντας κερδίσει ένα διεθνές βραβείο μεγάλου κύρους, νιώθει την ανάγκη να επιστρέψει στην πατρίδα του, χωρίς να περιμένει ότι αυτό το απλό ταξίδι θα τον ωθήσει σε ένα υπαρξιακό όριο.
Κορσές
(«Corsage») Ιστορικό δράμα, αυστριακής και διεθνούς συμπαραγωγής του 2022, σε σκηνοθεσία Μαρία Κρούιτσερ, με τους Βίκι Κριπς, Κόλιν Μόργκαν, Μάνουελ Ρούμπι, Φλόριαν Τσιχμάιστερ, Άλμα Χάσον, Άαρον Φριτζ κα.
Θα μπορούσε να έχει και υπότιτλο «η πριγκίπισσα Σίσυ μεγάλωσε» ή και τα «δράματα μιας αυτοκρατόρισσας». Ο λόγος για το ιστορικό δράμα εποχής της Αυστριακής σκηνοθέτιδας Μαρία Κρούιτσερ, που κέρδισε τις εντυπώσεις στο Φεστιβάλ Καννών του 2022 και τιμήθηκε με το βραβείο ερμηνείας, στο Τμήμα «Ένα Κάποιο Βλέμμα», η έξοχη πρωταγωνίστριά της Βίκι Κριπς.
Ένα αντισυμβατικό φιλμ, που αποφεύγει τα γνώριμα κλισέ του είδους και βρίσκεται στον αντίποδα της θρυλικής πανέμορφης Σίσυ - Ρόμι Σνάιντερ, που είδε κάθε κοριτσόπουλο και οικογένεια τις προηγούμενες δεκαετίες. Ένα φιλμ που διαθέτει μία ιδιαιτέρως φροντισμένη παραγωγή - καλλιτεχνική διεύθυνση, κοστούμια, σκηνικά, φωτογραφία - αλλά δύσκολα μπορεί να πείσει ότι μία γυναίκα που ρούφηξε τη ζωή, τους έρωτες, την αποδοχή, έγινε ζωντανός θρύλος, μπορεί να μας συνεπάρει από το δράμα της μέσης ηλικίας της, τον εγκλωβισμό της σε μια γαλαζοαίματη πορεία. Και μάλιστα σε μια εποχή - που δείχνει να μην τελειώνει ποτέ - όπου η απλή γυναίκα τραβούσε τα πάνδεινα, παντρευόταν κατ' εντολήν, πέθαινε προσπαθώντας να αναστήσει τα παιδιά της, να ικανοποιήσει τις ορέξεις του άνδρα της, να ξεπλύνει τις λάσπες της καταραμένης φτώχειας από το σπιτικό της.
Η 40άρα Ελισάβετ στην ταινία, πρέπει να σφίξει όλο και περισσότερο τον κορσέ της, να κρύψει τα παχάκια της ηλικίας της, ενώ αντιλαμβάνεται ότι πρέπει να κάνει κάτι για να ξεφύγει από τα στερεότυπα του παλατιού και της εικόνας της, ταξιδεύοντας σε διάφορα μέρη για να ξανασυναντηθεί με την ορμή των νιάτων της, τον έρωτα, τον ενθουσιασμό που είχε νέα.
Πράγματι, ένα καλογυρισμένο δράμα εποχής, που ξεφεύγει από τα στερεότυπα, φτιάχνοντας ένα στιβαρό πορτρέτο μιας γυναίκας που αποζητά την ελευθερία, σπάζοντας τα χρυσά δεσμά της. Περισσότερο, όμως, μια λάθος επιλογή προσώπου, για τη χειραφέτηση της γυναίκας. Γιατί πάντα δυστυχώς θα υπάρχουν οι γυναίκες που χρειάζονται τον σφιγμένο κορσέ και εκείνες που δεν έχουν μαντήλι να κλάψουν.
Παρά ταύτα, η ερμηνεία της Βίκι Κριπς είναι εξαιρετικά πειστική, μπαίνει και βγαίνει εύκολα από τον κορσέ, δίνοντας μαθήματα ερμηνείας, ενώ ικανοποιητικό είναι και το υπόλοιπο καστ.
ΜΕ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ... Το 1877 η Αυτοκράτειρα της Αυστρίας Ελίζαμπεθ γιορτάζει τα 40ά της γενέθλια και θα πρέπει να παλέψει για να διατηρήσει την εικόνα της, σφίγγοντας όλο και περισσότερο τον κορσέ της. Ο θρύλος της έχει αρχίσει να ξεθωριάζει - παρά τη θέλησή της - ενώ πλέον έχει διακοσμητικό ρόλο, παρότι λαχταρά για γνώση και για ζωή. Στη Βιέννη ασφυκτιά και έτσι παίρνει την απόφαση να ταξιδέψει στη Βρετανία και τη Βαυαρία, για να επισκεφτεί πρώην εραστές και παλιούς φίλους, αναζητώντας τον ενθουσιασμό και τον σκοπό που είχε στα νιάτα της.
Το Μενού
(«The Menu») Κωμωδία τρόμου, αμερικάνικης παραγωγής του 2022, σε σκηνοθεσία Μαρκ Μάιλοντ, με τους Ρέιφ Φάινς, Άνια Τέιλορ-Τζόι, Χονγκ Τσάου, Νίκολας Χουλτ, Τζάνετ ΜακΤιρ κα.
Τρομαχτικά πικάντικο φιλμ του Μαρκ Μάιλοντ, ενός σκηνοθέτη με τηλεοπτική εμπειρία («Succession» και κάποια επεισόδια του «Game of Thrones») και με σεφ τον Ρέιφ Φάινς.
Μία μαύρη κωμωδία τρόμου ή καλύτερα μία θανατερή σάτιρα για την τοξικότητα των πλουσίων, την ανικανοποίητη αδηφαγία τους και το χάσμα που τους χωρίζει με τους απλούς ανθρώπους.
Σε ένα πολυτελές μοντέρνο εστιατόριο, που βρίσκεται σε ένα απομονωμένο νησί, πάμπλουτοι πελάτες πληρώνουν ένα σκασμό λεφτά για να γευτούν τα γαστρονομικά έργα τέχνης του παγκοσμίου φήμης σεφ Σλόβικ. Μόνο που το μενού που επιφυλάσσει στους θαμώνες ο σεφ δεν είναι μια απλώς εμπειρία πολλών πιάτων, αλλά μία τρομαχτική τιμωρία της λαιμαργίας τους.
Μια ενδιαφέρουσα ιδέα για την ανάδειξη της μεγαλοαστικής παρακμής, που μπορεί να εμπνέεται- συγγνώμη για την ιεροσυλία - από το «Μεγάλο Φαγοπότι» του Φερέρι και να διαθέτει μια πολλά υποσχόμενη αρχή αλλά η εξέλιξη, δεν έχει την ίδια συνέχεια, καθώς οι χαρακτήρες είναι επιφανειακοί, το χιούμορ δεν λειτουργεί αποτελεσματικά, ενώ οι σάλτσες του σεναρίου πολλές φορές μπορεί να βρίσκουν στόχο, αλλά τις περισσότερες είναι προσχηματικές και ξινίζουν, με την ιδιότροπη αφήγησή τους.
Εν κατακλείδι, μια ενδιαφέρουσα ιδέα που μένει αναξιοποίητη, καθώς τα φρέσκα υλικά είναι μια καλή αρχή για το μενού, αλλά είναι στο χέρι του μάγειρα να τα αναδείξει, να βγάλει τα αρώματα και να μην τα κρύψει κάτω από πικάντικες σάλτσες και αχρείαστα καρυκεύματα.
Η προσωπικότητα του Ρέιφ Φάινς κυριαρχεί, αν και ορισμένες φορές δείχνει έξω από τα νερά του, ενώ καλά τα πάει και η Άνια Τέιλερ Τζόι, όπως και η Τζάνετ ΜακΤίρ, στο ρόλο της κριτικού τροφίμων.
ΜΕ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ... Ένα νεαρό ζευγάρι ταξιδεύει σε ένα απομακρυσμένο νησί για να γευματίσει σε ένα πριβέ εστιατόριο όπου ο σεφ έχει ετοιμάσει ένα πλουσιοπάροχο μενού, με μερικές εκπλήξεις που... σοκάρουν.
Στο Σύρμα
Ιστορικό δράμα, ελληνικής παραγωγής του 2022, σε σκηνοθεσία Λεωνίδα Παπαδόπουλου, με τους Γιώργο Χρανιώτη, Γιάννη Φωτεινόπουλο, Γιώργο Γιαννόπουλο, Εύη Γιαννακοπούλου, Περικλή Αλμπάνη, Βασίλη Κολοβό, Γιώργο Ιατρόπουλο, Στράτη Καΐκη κα.
Όταν ζωντανεύουν οι μνήμες ενός λαού για ανθρώπους που δεν παραδόθηκαν στους φασίστες, δεν πρόδωσαν τις ιδέες τους, την πίστη τους στην ελευθερία, προτιμώντας τον θάνατο ή ακόμη χειρότερα τα απάνθρωπα βασανιστήρια, τότε το εγχείρημα έχει πετύχει. Όπως στην ταινία του Λεωνίδα Παπαδόπουλου, ο οποίος έχει διασκευάσει το δυνατό ομώνυμο θεατρικό κείμενο του Αντώνη Κατσά, για τα τραγικά γεγονότα στην Μακρόνησο, τόπο μαρτυρίου, εξορίας και εξόντωσης χιλιάδων αγωνιστών που δεν λύγισαν και εκατοντάδες έδωσαν τη ζωή τους, υποκύπτοντας στα βασανιστήρια ή δολοφονήθηκαν από τα ανθρωποειδή που παρίσταναν τους υπερασπιστές του έθνους.
Ο Λεωνίδας Παπαδόπουλος, με θεατρική καταγωγή, κάνει μία ταινία καλών προθέσεων και ευγενικών αισθημάτων, αλλά δεν αποφεύγει τη θεατρικότητα, ειδικά στις ερμηνείες που ορισμένες φορές είναι ιδιαίτερα υπερβολικές, βγαλμένες από το παρελθόν, θυμίζοντας έναν κινηματογράφο ξεπερασμένο. Το πολυπρόσωπο καστ, άλλες φορές μεταδίδει τη συγκίνηση και άλλες προκαλεί τουλάχιστον αμηχανία, ενώ γενικότερα η ταινία, εκτός από ελάχιστες στιγμές, θυμίζει κινηματογράφο των δεκαετιών του '60-'70, αποδυναμώνοντας το δράμα. Ωστόσο, οι ευγενικές προθέσεις του σκηνοθέτη, που υπογράφει και τη φωτογραφία και το μοντάζ, αλλά και των υπόλοιπων συντελεστών, σε μια εποχή γενικευμένης λήθης, είναι καλοδεχούμενες, παρά τις όποιες ενστάσεις πάνω στην κινηματογραφική φόρμα και την αφήγηση της ταινίας.
Οι ερμηνείες αν μη τι άλλο είναι άνισες. Υπάρχουν ηθοποιοί που υποδύονται ικανοποιητικά τους χαρακτήρες και ηθοποιοί που παίζουν τους ρόλους τους, ακολουθώντας την τηλεοπτική ή θεατρική μανιέρα τους.
ΜΕ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ... Ο Δημήτρης ανάμεσα σε άλλους αγωνιστές, εξορίζεται στην Μακρόνησο. Εκεί, ο σκληρός βασανιστής Κοθράς προσπαθεί μάταια να τον σπάσει ώστε να υπογράψει δήλωση. Μετά από 10 χρόνια κι ενώ καθένας τους νομίζει τον άλλο νεκρό, συναντιούνται τυχαία στο παγκάκι ενός πάρκου. Πέρα από την αμφότερη έκπληξη και από την απορρέουσα συζήτηση, σιγά σιγά θα ανακαλύψουν ότι η ζωή τους έχει παίξει κι ένα απρόσμενο παιχνίδι.
ΑΠΕ-ΜΠΕ