Στο Ghostbusters: Afterlife το παρελθόν συναντά το παρόν, αλλά αξίζει;
H κριτική για την ταινία «Ghostbusters: Afterlife» - Η επόμενη γενιά των «Κυνηγών Φαντασμάτων» είναι εδώ.
Μετά από αρκετές καθυστερήσεις λόγω της COVID-19, το Ghostbusters: Afterlife έφτασε τελικά στους κινηματογράφους. Την καινούργια ιστορία των «Κυνηγών Φαντασμάτων» αναλαμβάνει να την διηγηθεί ο Jason Reitman, ο γιος του Ivan Reitman, ο οποίος σκηνοθέτησε τις δύο πρώτες ταινίες του εμβληματικού franchise την δεκαετία του ‘80, και θα πρωταγωνιστούν οι Carrie Coon, Finn Wolfhard, Paul Rudd και McKenna Grace, μαζί τους, θα δούμε την επιστροφή των Bill Murray, Ernie Hudson, Dan Aykroyd, Sigourney Weaver και Annie Potts, στους εμβληματικούς ρόλους τους. Συν-σεναριογράφος του Reitman είναι ο Gil Kenan, γνωστός για την δουλειά του στην ταινία κινουμένων σχεδίων, Monster House (Τερατόσπιτο) του 2006.
Όσο αφορά την πλοκή, αυτή εξελίσσεται περίπου 30 χρόνια μετά τα γεγονότα που συντάραξαν την πόλη της Νέας Υόρκης. Η Callie, και τα δύο της παιδιά, Trevor και Phoebe, αναγκάζονται να φύγουν από το παλιό τους διαμέρισμα και να μετακομίσουν σε μία μικρή κωμόπολη της Οκλαχόμα. Όταν η μικρή αυτή πόλη αρχίζει να βιώνει μία σειρά από μυστήριους και ανεξήγητους σεισμούς, τότε, ο Trevor και η Phoebe, θα ανακαλύψουν τις σχέσεις που έχει η οικογένεια τους με την αρχική ομάδα των Ghostbusters.
Ολυμπιακός: Οι λύσεις που δίνει η επιστροφή του Ορτέγκα
Το βασικότερο ζήτημα των δημιουργών σε πρότζεκτ τέτοιου τύπου, όπως, sequels, remakes ή reboots, είναι η σωστή διαχείριση του παράγοντα νοσταλγία, πρέπει δηλαδή, να χρησιμοποιήσουν το fan service με τον κατάλληλο τρόπο ώστε αυτό να μην λειτουργήσει ως αυτοσκοπός αλλά ως ένα επιπλέον στοιχείο που θα συνδυάζει και την ευχαρίστηση των θαυμαστών αλλά και μία διασκεδαστική επιλογή για να ειπωθεί η ιστορία. Αυτό που συνήθως βλέπουμε να συμβαίνει όμως είναι μία λανθασμένη αντιμετώπιση του σημαντικού αυτού στοιχείου, με τις παραγωγές να πιέζουν τους δημιουργούς να ευχαριστήσουν το πιο σκληροπυρηνικό κοινό των ταινιών που αγαπήθηκαν στο παρελθόν.
Το αποτέλεσμα αυτής της διαδικασίας είναι γνωστό σε όλους μας, ταινίες κενές, “άψυχες” στον πυρήνα τους που δεν έχουν απολύτως τίποτα καινούργιο να προσθέσουν ούτε στους χαρακτήρες αλλά ούτε και στην ιστορία, οι οποίες μάλιστα, αρκετές φορές, καταλήγουν να δυσαρεστήσουν και το κοινό το οποίο στόχευαν να ευχαριστήσουν εξαρχής, τους fans δηλαδή. Παραδείγματα από τέτοιες αποτυχημένες προσπάθειες -μερικές από αυτές κατέστρεψαν θρυλικά franchises- είναι πραγματικά αμέτρητα εκεί έξω. Η σωστή διαχείριση του συγκεκριμένου στοιχείου από τους σκηνοθέτες και τους συγγραφείς λοιπόν, είναι το σημαντικότερο και πιο κρίσιμο εμπόδιο που καλούνται να ξεπεράσουν.
Το Ghostbusters: Afterlife, όπως ήταν αναμενόμενο, έχει προκαλέσει την μεγαλύτερη κουβέντα και σημείο διαφωνίας στο συγκεκριμένο αυτό κομμάτι. Τελικά, χρησιμοποιείται ο παράγοντας νοσταλγία με τέτοιο τρόπο ώστε να προσθέτει μία επιπλέον απόλαυση στη θέαση της ταινίας ή απλά πετάει άγαρμπα αναφορές δεξιά και αριστερά χωρίς αυτές να έχουν καμία σημαντική επίδραση στην ιστορία αλλά και στους χαρακτήρες;
Η αλήθεια είναι ότι ο Jason Reitman, καταφέρνει να κρατήσει την κατάλληλη ισορροπία μεταξύ των δυο, οι αναφορές και οι κρυφές ματιές που ρίχνει ο σκηνοθέτης στο παρελθόν και στην κληρονομιά που έχουν αφήσει πίσω τους οι πιο διάσημοι «κυνηγοί φαντασμάτων» στην ιστορία του κινηματογράφου, είναι αρκετές.
Αυτό όμως το αφήνει να εξελιχθεί οργανικά και ομαλά μέσα από την πλοκή. Όσο και αν μοιάζει σε σημεία να υπερφορτώνεται με το στοιχείο αυτό, η ιστορία δεν θα μπορούσε να ειπωθεί με διαφορετικό τρόπο. Ήταν επιτυχία του σκηνοθέτη αλλά και του σεναριογράφου ο τρόπος που το διαχειρίστηκαν, μετατρέποντας το σε μία απαραίτητη προσθήκη και κάνοντας το σημαντικό κομμάτι της αφήγησης.
Σε αυτό φυσικά βοήθησε και ο χαρακτήρας της Mckenna Grace, Phoebe, όπου, κυρίως, μέσα από αυτή οδηγούμαστε στις σημαντικές αποκαλύψεις που συνδέουν το παρελθόν με το παρόν, αλλά και την παλαιότερη γενιά των «Ghostbusters» με την νεότερη.
Παρόλα αυτά, η πικρή αλήθεια είναι ότι κανένα sequel, reboot ή remake του συγκεκριμένου franchise δεν πρόκειται να φτάσει στα επίπεδα που είχαν φτάσει οι ταινίες του Reitman τη δεκαετία του ’80. Κυρίως μετά την εμπορική και καλλιτεχνική αποτυχία της ταινίας του Paul Feig το 2016, ήταν αναγκαίο να υπάρξει μία καλύτερη συνέχεια στην κληρονομιά του.
Το Ghostbusters: Afterlife, με ξεκάθαρο στόχο τις καινούργιες γενιές θεατών αλλά σεβόμενο παράλληλα και τους παλιότερους θαυμαστές, καταφέρνει να κάνει αυτό ακριβώς, να προσφέρει δηλαδή ένα αν μη τι άλλο αξιοπρεπές κινηματογραφικό sequel.