Μαρσέλ Προυστ ή ο άνθρωπος που έσπασε την κλεψύδρα

Ποιητής και φιλόσοφος, πολέμιος της πρόζας, συνέβαλε εντούτοις όσο κανείς στην εξέλιξη του μυθιστορήματος στον εικοστό αιώνα

Μαρσέλ Προυστ ή ο άνθρωπος που έσπασε την κλεψύδρα

Σε αναζήτηση του Μεσσία

Στις αρχές του εικοστού αιώνα ήταν πια εδραιωμένη η αντίληψη στους διεθνείς λογοτεχνικούς κύκλους ότι η μυθιστορηματική υπερ-παραγωγή του προηγούμενου αιώνα δεν θα μπορούσε να επαναληφθεί. Θα έλεγε κανείς πως οι μεγάλοι δάσκαλοι του μυθιστορήματος πήραν μαζί τους τα μυστικά της απαράμιλλης τέχνης τους αφήνοντας τους επιγόνους με ένα αίσθημα ανίσχυρου θαυμασμού μπροστά στο έργο τους. Στο μεταξύ όμως η νέα εκατονταετία έφερνε μαζί της πρωτόγνωρες ιστορικές προκλήσεις καταγεγραμμένες εν μέρει στις πολιτικές και επιστημονικές θεωρίες. Η καινοτομία της ψυχανάλυσης, η κοινωνική διάσταση του δαρβινισμού, το δίκαιο του μαρξισμού και των άλλων προοδευτικών ιδεολογιών έθεταν νέα δεδομένα. Η συνεχιζόμενη εκβιομηχάνιση και η συνεπακόλουθη αστικοποίηση επέτειναν τη συσσώρευση τεράστιου δυναμικού έμψυχου και άψυχου, που αποτυπώθηκε στο εφιαλτικό σκηνικό δύο παγκοσμίων πολέμων. Η άνοδος και η πτώση των ναυτικών αυτοκρατοριών, του κοσμοπολιτισμού και της αποικιοκρατίας δημιούργησαν υβριδικές κοινωνίες που παρά την αναμφίλεκτη γοητεία τους κονιορτοποιήθηκαν από το ωστικό κύμα της Ιστορίας.

Βιρτζίνια Γουλφ


Στο περιθώριο των κοσμογονικών αλλαγών η πεζογραφία αναζητούσε το νέο της πρόσωπο. Στην αγγλόφωνη λογοτεχνία η διακριτική μεγαλοφυΐα του Χένρι Τζέιμς προετοίμαζε το έδαφος για τον μοντερνισμό των Τζόις, Βιρτζίνια Γουλφ και Ντ. Χ. Λόρενς.

Το έργο των Χέρμαν Μπροχ και Ρόμπερτ Μούζιλ εκτόξευε τη γερμανόφωνη λογοτεχνία την ίδια στιγμή που ο σεμνός Τσέχος γίγαντας, ο Φραντς Κάφκα εγκαινίαζε το σύγχρονο μυθιστόρημα.

Μέσα σε όλα αυτά η γαλλική διανόηση αναζητούσε τον Μεσσία της σε συγγραφείς τύπου Ανατόλ Φρανς και Ρομαίν Ρολάν ενώ ένας άσημος νεαρός με μεγάλα εκστατικά μάτια, ονόματι Μαρσέλ Προυστ ακροβατώντας μεταξύ ποίησης και φιλοσοφίας οικοδομούσε αθόρυβα τον καθεδρικό του μυθιστορήματος στον εικοστό αιώνα.

Το μαγεμένο ημερολόγιο

Η αίσθηση που αποκομίζει ο μέσος αναγνώστης από το Αναζητώντας τον Χαμένο Χρόνο είναι πως διαβάζει ένα αχανές ημερολόγιο ανακτημένο εκ των υστέρων με τη βοήθεια μιας ελεφάντινης μνήμης η οποία είναι σε θέση να ανακαλέσει ασύλληπτες λεπτομέρειες. Ο δημιουργός του καταρρίπτοντας κάθε ευτελές αίτημα για ευρήματα πλοκής συντάσσει τη διαθήκη των εμπειριών του επιστρατεύοντας αρχετυπικούς χαρακτήρες καθώς και ψυχολογικές και κοινωνικές παρατηρήσεις σπάνιας ομορφιάς.
Όλα αυτά θα μπορούσαν να θυμίζουν κλασικό ανάγνωσμα του δεκάτου ενάτου αιώνα, καθώς μάλιστα η σκιά του Μπαλζάκ πέφτει βαριά πάνω στις πυκνές παραγράφους. Λείπει ωστόσο η κινηματογραφική δράση, κι αυτό γιατί ο περίτεχνος μακροπερίοδος λόγος καθυστερεί την εξέλιξη εστιάζοντας σε αργά πλάνα. Η απεραντολογία του έργου ανατρέπει άρδην τα δεδομένα της μυθιστοριογραφίας. Η σημασία του γεγονότος υποχωρεί θεαματικά στην αφήγηση. Δεν ενδιαφέρει τόσο αν αυτό που συμβαίνει είναι κάτι ορατό από όλους, καθώς η εσωστρέφεια της ανθρώπινης σκέψης ανάγεται σε κυρίαρχο στοιχείο. Ο εκκωφαντικός ήχος των εντυπώσεων που συνωστίζονται στην συνείδηση του αφηγητή είναι αρκετός για να καλύψει την πολύβουη πραγματικότητα. Η δράση μεταφέρεται στο μικρόκοσμο της ανθρώπινης ψυχής. Ένας είδος εσωτερικού μονολόγου παράλληλου με εκείνο των μοντερνιστών αναπαράγεται διαρκώς στις σελίδες του μυθιστορήματος.

Είναι σαφές ότι οι αρχικές προθέσεις του συγγραφέα υπερκεράστηκαν από τη δυναμική της ίδιας του της αφήγησης. Η εξομολογητική του διάθεση καταλήγει ένα πολύτομο πόνημα που παραπέμπει στο αχανές πλαίσιο της Ανθρώπινης κωμωδίας. Ο Προυστ αναζητώντας τον δικό του οδηγό στην κόλαση αυτή του Δάντη που λέγεται μυθοπλασία δεν εμπιστεύεται παρά μόνο τον μεγάλο προκάτοχό του, τον Ονορέ ντε Μπαλζάκ. Αντιλαμβάνεται αυτό που αγνοεί η λογοτεχνική κριτική της εποχής του. Όσα κι αν προσάψει κανείς στον Μπαλζάκ είναι ο μόνος μεγάλος Γάλλος συγγραφέας που διασώζεται αυτούσιος στον εικοστό αιώνα. Μέσα από την ογκώδη και άνιση λογοτεχνική του παραγωγή κατόρθωσε όσο κανείς άλλος να εκφράσει την αντιφατική πολυσημία της ανθρώπινης ύπαρξης την οποία τώρα επιβεβαίωνε όχι μόνο η επιστήμη αλλά κι η ίδια η πραγματικότητα. Με σύμμαχο τις καινοφανείς αντιλήψεις ο Προυστ προχωρά ακόμα περισσότερο, απαλλάσσοντας τους ήρωές του από κάθε τάση αυτολογοκρισίας.

Δοκιμάζω άρα υπάρχω

Ο τύπος του νέου χαρακτήρα δεν έχει την πολυτέλεια να εκχωρήσει στην κοινωνική ηθική ούτε σπιθαμή εμπειρίας. Μέσα στη χαυνωμένη του σεξουαλικότητα έχει το δικαίωμα να προβεί σε οποιοδήποτε πιθανό συνδυασμό αρκεί να γευθεί τη μέγιστη δυνατή ηδονή. Οι φυσικές ανάγκες του ανθρώπου τίθενται σε ύψιστη προτεραιότητα εκτοπίζοντας κάθε είδους κοινωνική ή ιστορική σκοπιμότητα. Ακόμα και οι ολοζώντανοι χαρακτήρες της Ανθρώπινης κωμωδίας δείχνουν αφελείς, σεμνότυφοι και ανεπίτρεπτα αθώοι σε σύγκριση με τον ετερόκλιτο Προυστικό θίασο. Από το ορθόδοξο πάθος του Σουάν για την Οντέτ έως την αμφισεξουαλικότητα της Αλμπερτίν και του Σαρλύς υπάρχει χάσμα αγεφύρωτο που μόνο η καλίμπρα της αφήγησης μπορεί να γεφυρώσει.

Έργο του Σ. Νταλί


Αναζητώντας κανείς όχι τον χαμένο χρόνο αλλά τον πραγματικό πρωταγωνιστή του μυθιστορήματος βρίσκεται αντιμέτωπος με το αμφίσημο μειδίαμα του συγγραφέα του που με το βλέμμα του δείχνει προς τη μεριά του χρόνου κι είναι σαν να μας λέει: «Τι νομίσατε λοιπόν! Δεν συμπεριέλαβα τυχαία τη λέξη αυτή στον τίτλο». Ο ίδιος ο τίτλος φαντάζει μαθηματική εξίσωση επινοημένη για να υποστηρίξει τη θεωρία της σχετικότητας που θα εμφανιζόταν τα επόμενα χρόνια στη διεθνή επιστημονική σκηνή. Ο μυθιστορηματικός λόγος είχε ανέκαθεν μια αριθμητική λογική· οι εκτεταμένες αφηγήσεις έμοιαζαν με σύνθετες μαθηματικές πράξεις με τη διαφορά ότι δεν κατέληγαν ποτέ σε κάποιο αποτέλεσμα. Παρέμεναν ανοικτές όπως κι όλα τα μυθιστορήματα. Η διήγηση δεν έχει σύνορα, η έννοια της αρχής και του τέλους είναι απλώς επινοημένη, κι ο χρόνος, που αποτελεί τη μοναδική αφηγηματική συντεταγμένη, δεν είναι παρά μια σύμβαση. Ο Προυστ είναι ο συγγραφέας που σταμάτησε το χρονόμετρο ή αλλιώς έσπασε την κλεψύδρα. Διηγείται από τη στιγμή που ο χρόνος παύει να κυλά, επιστρατεύοντας τον μετρονόμο της μνήμης που έχει την ίδια ανελέητη ακρίβεια.

Ο πρωταγωνιστής χρόνος

Έτσι ο χρόνος δεν είναι πια ο άχαρος βαστάζος προσώπων και καταστάσεων. Η νοσταλγική διάθεση της ανάκτησής του τον προσωποποιεί, καθιστώντας τον «αφανή» ήρωα μιας μυθοπλασίας εμπειριών που εμφανίζονται υπό την μορφή αναμνήσεων. «…Και ξαφνικά η ανάμνηση μού φανερώθηκε. Αυτή η γεύση, ήταν εκείνη από ένα κομματάκι μαντλέν που τα κυριακάτικα πρωινά στο Κομπρέ…». Ο Προυστ επιχειρεί να διαμορφώσει μια νέα επινοημένη πραγματικότητα δια μέσου της μνήμης. Δεν μπορεί όμως να «ψηλαφίσει το τεράστιο οικοδόμημα της θύμησης» παρά μόνο χάρις σε ανακτημένες εμπειρίες. Στην εποχή του η εμπειρία γίνεται το κυρίαρχο στοιχείο της ανθρώπινης ύπαρξης που φιλοσοφικά θα οδηγήσει στον υπαρξισμό, πολιτικά στις επαναστατικές θεωρίες και κοινωνικά στη θρησκεία του καταναλωτισμού. Το γεγονός υποκαθίσταται από τη βιωμένη εμπειρία. Δεν χρειάζεται να συμβαίνει κάτι για να διηγηθούμε. Το νέο σύνθημα είναι «Δοκιμάζω άρα υπάρχω». Κι ο μυθιστορηματικός χρόνος συρρικνώνεται δραστικά. Οι μεταμφιεσμένες σε αναμνήσεις εμπειρίες αποτελούν ύψιστη αφηγηματική προτεραιότητα αλλιώς δεν θα έφτανε ο Καμύ να γράψει στον Ξένο του: «Έστω και μια μέρα αν έχει ζήσει κανείς, θα μπορούσε, χωρίς πρόβλημα, να περάσει εκατό χρόνια μες στη φυλακή. Θα είχε ένα σωρό αναμνήσεις για να μην βαρεθεί».

Φυλλομετρώντας τον έρωτα

Στο μεταξύ το Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο φαντάζει ένας τεράστιος αυτοσχεδιασμός καμωμένος με την αμεριμνησία των προπατόρων του μυθιστορήματος, του Ραμπελαί ή του Θερβάντες. Τα δαιδαλώδη μυθιστορηματικά προσχέδια που εκπονούσαν ο Μπαλζάκ ή ο Ντοστογιέφσκι εγκαταλείπονται και ο Προυστ ξετυλίγει τη διήγησή του χωρίς ίχνος συγγραφικής υστεροβουλίας. Τον βοηθά άλλωστε το γεγονός ότι αφηγείται σε νεκρό χρόνο. Πράγματι ο χρόνος δεν υπάρχει σε αυτό τον μυθιστόρημα-Λεβιάθαν. Ο αφηγητής τον έχει εκ των προτέρων βαλσαμώσει κι έτσι δεν υποχρεώνεται να επιταχύνει ή να επιβραδύνει την αφήγηση. Από την άλλη όμως ο τεθνεώς χρόνος γίνεται αίφνης ο πρωταγωνιστής. Κι ο Προυστ δεν παύει να επισημαίνει πως έστω και νεκρός ο χρόνος διέπει την αφήγηση, γιατί ακόμα και σε στιγμές-απολιθώματα εγκαταβιώνουν γεγονότα που καλούμαστε να διηγηθούμε, να καλύψουμε με την εμμονή ενός ρεπόρτερ.

Τι κάνει όμως τον Προυστ τόσο σημαντικό ύστερα από ένα αιώνα γαλλικής ηγεμονίας στον πεζό λόγο; Το κολοσσιαίο του μυθιστόρημα αποτελεί συνάμα μια ερωτική εξομολόγηση όχι όμως ενώπιον του αγαπημένου προσώπου αλλά ενώπιον του αναγνώστη ο οποίος έχει την μοναδική ευκαιρία να «φυλλομετρήσει» όλες τις πιθανές εκδοχές του έρωτα, κάποιες από τις οποίες λογόκρινε η μυθιστοριογραφία του δέκατου ένατου αιώνα. Ο σαρκικός έρωτας νομιμοποιείται επιτέλους έστω και ως ανεκπλήρωτος πόθος ακόμα και στις πιο αιρετικές εκφάνσεις του. «..Μπόρεσα να σκεφτώ πως ο κύριος ντε Σαρλύς θύμιζε γυναίκα: γιατί ήταν! Ανήκε στη φυλή των ανθρώπων που είναι λιγότερο αντιφατικοί απ’ όσο φαίνονται, που το ιδανικό τους είναι ανδρικό ακριβώς επειδή η ιδιοσυγκρασία τους είναι γυναικεία και που στη ζωή τους είναι όμοιοι, μόνο φαινομενικά με τους άλλους άντρες…».

Αλλά δεν είναι μόνο ο έρωτας με τις ποικίλες εκφάνσεις του που αναδεικνύεται στο πολύτομο μυθιστόρημα. Μια σειρά σπάνιων ψυχολογικών παρατηρήσεων αποθησαυρίζονται στις σελίδες του, σκέψεις και σχόλια για την Τέχνη και τον άνθρωπο, για τις «μαύρες τρύπες» της ψυχής μας. Πρόκειται για τον νέο Καταστατικό Χάρτη της ανθρώπινης ύπαρξης που από τον Προυστ και μετά θα συνεχίσει να μας απασχολεί. Ο μυθιστοριογράφος, αυτός ο μέγας νομοθέτης της εποχής του, αναλαμβάνει στο εξής να καταγράψει την ιστορία των ανθρώπινων παθών.

Ντοστογιέφσκι


Ο Ντοστογιέφσκι μας είχε ήδη διδάξει πως οι πιο μεγάλες, οι πιο σφοδρές μάχες δεν δίνονται πουθενά αλλού παρά μέσα στην ψυχή μας. Ο Προυστ υιοθετώντας την κλασική συνταγή του μυθιστορήματος, επιτρέπει στον εαυτό του αναρίθμητες παρεκβάσεις που ακυρώνουν τη γραμμική ισχύ του χρόνου, με αναδρομές και παραλληλισμούς. Στο Αναζητώντας τον Χαμένο Χρόνο, ο ίδιος ο χρόνος είναι απών, και αναζητείται, όπως ακριβώς θα συνέβαινε σ’ ένα αστυνομικό μυθιστόρημα με κάποιον αγνοούμενο. Ο Προυστ σκοτώνει συνειδητά τον μυθιστορηματικό χρόνο, ή σταματά το χρονόμετρο, ή αλλιώς σπάει την κλεψύδρα. Χωρίς την τυραννία του χρόνου, όλα τώρα πια είναι εφικτά. Ανατρέποντας το μοναδικό απαραβίαστο κανόνα της αφήγησης, καλούμαστε να τον υποκαταστήσουμε με κάποιον άλλο. Ο Κάφκα υπολογίζει την αφήγηση με βάση τον ονειρικό χρόνο, η Βιρτζίνια Γουλφ με βάση τον συνειρμικό κ.ο.κ.

Η ασίγαστη γοητεία του Προυστ δικαιώνει όσους πιστεύουν στο μεγαλείο των χαρακτήρων. Σε όλο τον εικοστό αιώνα η απανταχού διανόηση σχολιάζει εκστασιασμένη τους ήρωές του. Όλες αυτές οι απίθανες φιγούρες που βουλιάζουν νωχελικά στο βαλσαμωμένο χρόνο της αφήγησης ζωντανεύουν χάρις στον μνημειώδη εσωτερικό μονόλογο ενός υποχόνδριου αφηγητή. Κανείς και τίποτε δεν επιστρέφει από τον χαμένο χρόνο εκτός ίσως από τη μεγαλοφυΐα.