Ο Μπλατ, οι (υπαρκτές) δικαιολογίες και ο Γουέμπερ από άλλο… πλανήτη
Μακριά από εν θερμώ αφορισμούς και… σταυρώσεις, επιχειρούμε να δούμε ψύχραιμα και αμιγώς μπασκετικά το ματς με τη Ζαλγκίρις και κατ’ επέκταση τη γενικότερη εικόνα του Ολυμπιακού στα τελευταία δέκα παιχνίδια στη Euroleague. Γράφει ο Γιώργος Ξανθόπουλος.
Τι φταίει;
Το συγκεκριμένο ερώτημα στριφογυρίζει στο μυαλό της συντριπτικής πλειοψηφίας των φίλων του Ολυμπιακού εδώ και αρκετές εβδομάδες, σε σχέση με την αγωνιστική κατάρρευση της μπασκετικής ομάδας. Μια κατάρρευση που είχε ως αποτέλεσμα τον πενιχρό απολογισμό των μόλις 2 νικών και 8 ηττών στα τελευταία δέκα παιχνίδια της στην κορυφαία διασυλλογική ευρωπαϊκή διοργάνωση.
Ολυμπιακός: Οι λύσεις που δίνει η επιστροφή του Ορτέγκα
Όχι, δεν θα ασχοληθούμε με τη διοίκηση του τμήματος. Τουλάχιστον όχι στο σημερινό blog. Για την ακρίβεια, επιλέγουμε να εκτιμήσουμε τη διαμορφωθείσα κατάσταση καθαρά και αποκλειστικά σε ό,τι έχει να κάνει με το αγωνιστικό της κομμάτι και όχι το εξωαγωνιστικό. Άλλωστε το τελευταίο σχετίζεται κυρίως με τις εγχώριες διοργανώσεις και όχι με τη Euroleague.
Το παιχνίδι της Παρασκευής με τη Ζαλγκίρις αποτελεί εξαιρετικό δείγμα για να βγάλουμε μπασκετικά συμπεράσματα. Συμπεράσματα που χαρακτηρίζουν τη συνολική προσπάθεια και εικόνα του Ολυμπιακού στην τελευταία δεκάδα αγώνων της Euroleague και δεν περιορίζονται μονάχα στη συγκεκριμένη αναμέτρηση.
Βλέποντας το ματς με τη Ζαλγκίρις με -όσο το δυνατόν- ψύχραιμη και αμιγώς μπασκετική ματιά, θα δούμε (τουλάχιστον) τρία πράγματα: Ευθύνες υπάρχουν και μάλιστα ξεκάθαρες. Όπως επίσης υπάρχουν και τρανταχτές δικαιολογίες.
Και τέλος, υπάρχει κι ένας άνθρωπος που ήρθε από το πουθενά και ενσαρκώνει απόλυτα τα χαρακτηριστικά που έκαναν τους φίλους του Ολυμπιακού να αγαπήσουν την ομάδα μπάσκετ της τελευταίας δεκαετίας.
Ξένοι, ψυχολογία και DNA
Η επιλογή των ξένων που ήρθαν το καλοκαίρι στον Ολυμπιακό ήταν του Ντέιβιντ Μπλατ, έτσι η ευθύνη της απόδοσής τους και της εν γένει εικόνας τους βαρύνει φυσιολογικά τον προπονητή του Ολυμπιακού. Οι Γκος, ΛεΝτέι, Τουπάν και Τίμα ντύθηκαν στα ερυθρόλευκα για να κάνουν τη διαφορά, όμως αντ’ αυτού θαρρείς πως συναγωνίζονται για αυτόν που θα… κατορθώσει να απογοητεύσει περισσότερο τους φίλους της ομάδας.
Σε ένα ματς «ζωής ή θανάτου» όπως αυτό με τη Ζαλγκίρις, ο Τουπάν ξέχασε πως είναι να ευστοχείς σε τζαμπ-σουτ (0/3 ελεύθερα τρίποντα και 0/1 ελεύθερο δίποντο), ο Γκος έχασε τρία ανενόχλητα λέι-απ στο ξεκίνημα του αγώνα, ο ΛεΝτέι σκόραρε μόνο με βολές και είχε περισσότερα φάουλ απ’ ό,τι πόντους, ενώ ο Τίμα… παίζει δανεικός στη Χίμκι.
Να τονίσουμε εδώ ότι τα χαμένα σουτ των Γκος και Τουπάν ήρθαν πολύ νωρίς στο παιχνίδι, όταν η μπάλα ακόμα δεν «έκαιγε» και με την ομάδα μπροστά στο σκορ. Δικαιολογία, άρα, περί άγχους δεν υφίσταται.
Πέραν των ξένων, τα αποτελέσματα -και κυρίως η γενικότερη εικόνα της ομάδας- εδώ και αρκετά παιχνίδια δεν έχουν δικαιώσει σε καμία περίπτωση τις προσδοκίες. Οι «ερυθρόλευκοι» παραπαίουν, δεν θυμίζουν σε τίποτα τη μαχητική ομάδα με τη «never say die» μενταλιτέ των προηγούμενων ετών, δεν έχουν τη βοήθεια που θα έπρεπε από τους ξένους τους και καταρρέουν όποτε μένουν πίσω στο σκορ με περισσότερους από 7-8 πόντους.
Το έλλειμμα ψυχολογίας το οποίο ταλανίζει την ομάδα είναι εξόφθαλμο εδώ και μήνες. Διότι όταν παρατάς ένα παιχνίδι κι αφήνεις ομάδες τύπου Γκραν Κανάρια να σε κερδίζουν με 25 πόντους διαφορά, αυτό δεν σημαίνει ότι ξαφνικά ξέχασες το μπάσκετ, αλλά ότι δεν έχεις τα απαραίτητα ψυχικά αποθέματα για να αντιδράσεις και να «πολεμήσεις».
Και στην τελική, δεν χρειάζεται μπασκετικό ταλέντο για να μην ταπεινωθείς με 20άρες και 25άρες, αλλά ψυχολογία και διάθεση. Δύο στοιχεία που είναι ηλίου φαεινότερο ότι λείπουν από το «οπλοστάσιο» του φετινού Ολυμπιακού.
Αυτό ίσως να ακούγεται… σουρεαλιστικό για τους «ερυθρόλευκους» φιλάθλους, οι οποίοι έχουν συνηθίσει να βλέπουν μια ομάδα που δεν τα παρατάει ποτέ, δυστυχώς όμως είναι η πικρή αλήθεια. Έχουμε ξαναγράψει, άλλωστε, για την ξεκάθαρη πλέον αλλοίωση του DNA αυτής της ομάδας.
Και δυστυχώς, το πρώτο κρούσμα είχε προκύψει πολύ νωρίς στη σεζόν. Στην πρωτοφανή εντός έδρας συντριβή από την Αρμάνι στο Φάληρο, μόλις την 3η αγωνιστική της Euroleague. Όμως τότε η ομάδα κέρδιζε περισσότερο απ’ ό,τι έχανε, έτσι οι περισσότεροι χαρακτήρισαν τη συγκεκριμένη άσχημη ήττα ως απλά μια κακή παρένθεση…
Οι λαβωμένοι πυλώνες και ο καλύτερος σουτέρ
Δικαιολογίες, όμως, υπάρχουν. Και είναι τρανταχτές. Οι μεγαλύτερες έχουν να κάνουν με τα δύο βασικά όπλα των Πειραιωτών, τα οποία είναι υπεύθυνα για τις επιτυχίες της ομάδας την τελευταία οκταετία. Τον Βασίλη Σπανούλη και τον Γιώργο Πρίντεζη.
Πέρα από το γεγονός ότι αμφότεροι είναι πλέον στη δύση της καριέρας τους (36 και 34 ετών αντίστοιχα), τα ταλαιπωρημένα τους κορμιά δεν τους επιτρέπουν να δώσουν αυτό που θα μπορούσαν υπό ιδανικές συνθήκες. Ο Σπανούλης παίζει με προβλήματα τραυματισμού από την αρχή της σεζόν, τα οποία κορυφώθηκαν με τη ρήξη περονιαίου που υπέστη στο δεξί του πόδι στο πρόσφατο ματς με την Αρμάνι. Ο δε Πρίντεζης ταλαιπωρείται επίσης από τραυματισμούς, έστω και μικρότερης σοβαρότητας, ενώ κόντρα στη Ζαλγκίρις χρειάστηκε να παίξει εμπύρετος και με ένεση.
Εκτός των δύο βασικότατων πυλώνων των επιτυχιών του Ολυμπιακού, ο Μπλατ έχει την ατυχία να στερείται συχνά-πυκνά και των υπηρεσιών του πλέον σταθερού και αξιόπιστου γκαρντ που διαθέτει στο ρόστερ. Ο Γιάνις Στρέλνιεκς, ο καλύτερος σουτέρ των Πειραιωτών, λείπει από το παρκέ επίσης λόγω τραυματισμού και λείπει και αφόρητα από το «ερυθρόλευκο» ροτέισον.
Δεν είναι τυχαίο, λοιπόν, που στα τελευταία ματς η ομάδα «τα σπάει» συστηματικά από την περιφέρεια και δεν έχει κάποιον να τη βγάλει από το τέλμα στα κρίσιμα σημεία που «κολλάει» στο μακρινό σουτ. Ουδείς έχει την απαίτηση από τον Γκος να σουτάρει αίφνης σαν τον Λετονό, ούτε από τον Βεζένκοφ να σκοράρει με τη συνέπεια και την πλαστικότητα του Πρίντεζη.
Η «όαση» Μπριάντε Γουέμπερ
Μέσα σε όλα αυτά, βέβαια, υπάρχει και μια αχτίδα ελπίδας. Όχι τόσο για τούτη τη σεζόν, αλλά για την επόμενη. Και η αχτίδα αυτή λέγεται Μπριάντε Γουέμπερ.
Ο Αμερικανός που ήρθε στον Ολυμπιακό ως μετρ της άμυνας, έχει εξελιχθεί σε μπροστάρη των «ερυθρόλευκων» στον επιθετικό τομέα. Τα πολλά λόγια είναι περιττά για τα κατορθώματα αυτού του απίθανου «ρολίστα», που μόνο ως ρολίστας δεν αγωνίζεται από τότε που έπιασε Λιμάνι: 26 πόντοι με 10/16 σουτ εντός παιδιάς.
Για να καταλάβουμε τι πέτυχε ο Γουέμπερ το βράδυ της Παρασκευής να αναφέρουμε απλά ότι αν εξαιρέσουμε τον επίσης συγκινητικό Μιλουτίνοφ (18 πόντοι και 12 ριμπάουντ με 6/8 σουτ), οι υπόλοιποι οκτώ παίκτες που αγωνίστηκαν είχαν όλοι μαζί 24 πόντους με 8/37 σουτ, ήτοι 21,6%.
Το πλέον σημαντικό, όμως, για τον Γουέμπερ δεν ήταν οι αριθμοί του στο παιχνίδι της Παρασκευής. Ήταν η εικόνα του στο γήπεδο από το πρώτο δευτερόλεπτο ως το φινάλε του αγώνα, το οποίο τον βρήκε να κλαίει απαρηγόρητος στο παρκέ του ΣΕΦ.
Αυτή τη στιγμή, ο Γουέμπερ, ο Αμερικανός που ήρθε την τελευταία στιγμή μεσούσης της περιόδου, ενσαρκώνει όλα όσα λείπουν από τη συντριπτική πλειοψηφία του υπόλοιπου ρόστερ και χαρακτήριζαν τις ομάδες του Ολυμπιακού τα προηγούμενα χρόνια: Το πάθος, την ενέργεια, τη διάθεση, το μαχητικό πνεύμα. Και όλα αυτά στον υπερθετικό.
Το κακό της υπόθεσης, είναι ότι η παρουσία του Γουέμπερ υπογραμμίζει ακόμα περισσότερο το έλλειμμα των παραπάνω στοιχείων από τη νυν ομάδα του Ολυμπιακού…
ΥΓ: Όπως αναφέρουμε τα αρνητικά, έτσι οφείλουμε να κάνουμε και για τα θετικά στο κομμάτι των ευθυνών του Μπλατ για τις επιλογές των ξένων. Να υπενθυμίσουμε, λοιπόν, ότι ο Γουέμπερ αποτελεί καθαρά επιλογή του Αμερικανού τεχνικού.
Ο οποίος μάλιστα τον περίμενε μέχρι την τελευταία στιγμή προκειμένου να τον φέρει στον Πειραιά και δικαιώνεται πλήρως. Όμως όσο λαμπερή κι αν είναι η παρουσία του Μπριάντε, δεν είναι αρκετή για να επισκιάσει τις αστοχίες με τους άλλους ξένους του φετινού ρόστερ…