Μπούντβα: Την ίδρυσε ο Κάδμος πάνω σε ένα βόδι, έχει 35 παραλίες και πολλά καζίνο
Η Μπούντβα ή αρχαία Βουθόη είναι παραθαλάσσια, τουριστική πόλη του Μαυροβουνίου, που ιδρύθηκε από τον Κάδμο ως Βουθόη.
Η πόλη στην απογραφή του 2011 είχε πληθυσμό 13.338 κατοίκους. Αποτελεί έναν από τους αρχαιότερους οικισμούς της Αδριατικής ακτής που κατοικείται από τον 5ο αιώνα π.Χ.. και αναφέρεται ότι ιδρύθηκε από τον Κάδμο το Θηβαίο.
Ελληνικά αγγεία της Βουθόης (4ος - 2ος αιώνας π.Χ.)
Στις Βάκχες του Ευριπίδη αναφέρεται ότι ο Διόνυσος αποφάσισε να εξορίσει τον ιδρυτή και Βασιλιά της Θήβας, τον Κάδμο, και αυτός, αναζητώντας μία τοποθεσία για εκείνον και τη γυναίκα του Αρμονία, πήγε και ίδρυσε τη Βουθόη στην Ιλλυρία.
Το ζευγάρι εκδιώχθηκε από τη Θήβα πάνω στη ράχη ενός βοδιού, είτε ως τιμωρία του Αρη είτε για να βοηθήσει τους Εγχελείς εναντίον των Ιλλυριών τους οποίους υπέταξαν, ίδρυσαν την πόλη και έζησαν σε αυτήν, τη σημερινή Μπούντβα, και γέννησαν ένα γιο, τον Ιλλυριό.
Η περιπέτειά τους ωστόσο συνεχίστηκε στην Ηπειρο όπου μεταμορφώθηκαν σε φίδια και τέλος μεταφέρθηκαν από τους θεούς στα Ηλύσια Πεδία.
Ο Στέφανος ο Βυζάντιος, στο βιβλίο του Περί πόλεων του 5ου αιώνα, αναφέρει σχεδόν το ίδιο κείμενο, δηλαδή ότι η Βουθόη, σύμφωνα με τον Φίλωνα, ονομάστηκε έτσι επειδή ο Κάδμος ανέβηκε γρήγορα στην οδό για τους Ιλλυριούς πάνω σε ζευγάρι βοδιών, ενώ επισημαίνει ότι άλλοι θεωρούν ότι η πόλη πήρε το όνομα της Αιγύπτιας Βουτούς και μέσω παραφθοράς την είπαν Βουθόη.
Μετά τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο, ο σερβικός στρατός εισήλθε στην Μπούντβα, αφού την είχαν εγκαταλείψει οι αυστριακές δυνάμεις. Έπειτα, αποτέλεσε μέρος του Βασιλείου των Σέρβων, Κροατών και Σλοβένων και αργότερα της Γιουγκοσλαβίας.
Το 1941, κατά τη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, κατελήφθη από τις ιταλικές στρατιωτικές δυνάμεις. Η απελευθέρωσή της από τις δυνάμεις του Άξονα συνέβη στις 22 Νοεμβρίου του 1944 και ακολούθησε η ενσωμάτωσή της στη Σοσιαλιστική Δημοκρατία του Μαυροβουνίου.
Ένας καταστροφικός σεισμός χτύπησε τη Μπούντβα στις 15 Απριλίου 1979. Ένα μεγάλο μέρος της παλιάς πόλης καταστράφηκε, αν και μετέπειτα σχεδόν όλα τα κτίρια αποκαταστάθηκαν στην αρχική τους μορφή. Το Μαυροβούνιο έγινε ανεξάρτητο κράτος το 2006, με τη Μπούντβα να αποτελεί κύριο τουριστικό προορισμό του. Από την κεντρική πύλη των βενετσιάνικων τειχών θα απολαύσουμε τα αξιοθέατα που έχει η μικρή Μπούντβα. Τα ταβερνάκια με τις τοπικές νοστιμιές, θα πληρώσουμε οικονομικά σε ευρώ (το Μαυροβούνιο οικειοθελώς χρησιμοποιεί το ευρώ ως νόμισμα).
Ο τουρισμός είναι η βασική κινητήρια δύναμη της οικονομίας της Μπούντβα. Η πόλη αποτελεί ένα σημαντικό τουριστικό προορισμό των ανατολικών ακτών της Αδριατικής, και μακράν ο πιο δημοφιλής προορισμός στο Μαυροβούνιο. Κατά τη διάρκεια του 2013, καταγράφηκαν 668.931 τουριστικές επισκέψεις και 4.468.913 διανυκτερεύσεις, αντιπροσωπεύοντας έτσι το 44,8% των τουριστικών επισκέψεων στο Μαυροβούνιο και το 47,5% των διανυκτερεύσεων. Έχει μια εικόνα πολυσύχναστου παραλιακού θερέτρου, με ζωηρή και δραστήρια ατμόσφαιρα και πολύ έντονη νυχτερινή ζωή. Οι πρώτες ντισκοτέκ άρχισαν να εμφανίζονται κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1980, ως μέρος των ξενοδοχείων. Ωστόσο, κατά τη δεκαετία του 1990 και του 2000 τα κέντρα διασκέδασης πολλαπλασιάστηκαν, κυρίως στην παραλιακή ζώνη της πόλης. Υπάρχει, επίσης, ένας μεγάλος αριθμός από μπαρ, παμπ και εστιατόρια. Η Μπούντβα φημίζεται για τα διακοσμητικά αντικείμενα από ασήμι φιλιγκράν, καθώς και για τα περίτεχνα κοσμήματα.
Ανάμεσα στις 35 αμμώδεις παραλίες της Μπούντβα –οι 8 με μπλε σημαία– θα βρεθεί κάποια που θα σας γοητεύσει. Ασφαλείς και καθαρές έχουν συγκεντρώσει και τη νυχτερινή ζωή της πόλης και συχνά φιλοξενούν καλλιτεχνικές δραστηριότητες όπως θεατρικές παραστάσεις και μουσικές συναυλίες.
Η παραλία Στάρι Γκραντ είναι εκείνη της παλαιάς πόλης, οργανωμένη στη «σκιά» των καφέ και με πλήθος κόσμου, με φόντο τα αρχαία τείχη της πόλης. Στην αντίθετη πλευρά βρίσκεται η παραλία Μάσα. Πιο ήσυχη η παραλία Μόγκρεν. Η παραλία Σλοβένσκα είναι η κεντρική παραλία της Μπούντβα και βρίσκεται μετά τη μαρίνα, με αμέτρητες ομπρέλες και ξαπλώστρες στη σειρά. Λίγο έξω από την πόλη η παραλία Γιατζ, αμμώδης με γαλάζια νερά, φαίνεται εντυπωσιακή πάνω από τον δρόμο. Εκεί θα επιδοθείτε σε θαλάσσια σπορ, ενώ είναι πολύ δημοφιλής και για μεγάλες συναυλίες.
Η αρχή έγινε με τους Ρόλινγκ Στόουνς το 2007, ενώ το 2008 ακολούθησαν ο Λένι Κράβιτς και η Μαντόνα. Οι παραλίες Μπετσίτσι και Ραφαϊλόβιτσι μοιράζονται 1.950 μέτρα. Πέρα από τα θαλάσσια σπορ, από εκεί μπορείτε να πάρετε το καραβάκι για το νησάκι του Αγίου Νικολάου που απέχει ένα ναυτικό μίλι. Το ακατοίκητο αυτό νησί που οι ντόπιοι ονομάζουν χαρακτηριστικά «Χαβάη», πήρε το όνομά του από την ομώνυμη εκκλησία του 16ου αιώνα, ενώ στον περίβολό της βρίσκονται κάποιοι τάφοι κουρσάρων που εγκαταλείφθηκαν στο νησί πάσχοντας από ανίατη για την εποχή αρρώστια. Εκεί θα κολυμπήσετε σε τρεις αμμώδεις παραλίες και πολλούς μικρούς ορμίσκους.
Πολλά ξενοδοχεία διαθέτουν καζίνο. Το ξενοδοχείο Μαέστραλ είναι ιδιαίτερα δημοφιλές μεταξύ των παικτών τυχερών παιχνιδιών. Το 2006 η ταινία Καζίνο Ρουαγιάλ γυρίστηκε εν μέρει σε δημοφιλές καζίνο του Μαυροβουνίου, κάτι που έδωσε περισσότερη ώθηση στο προφίλ της Μπούντβας ως προορισμό για τυχερά παιχνίδια.
Η πρωτεύουσα της χώρας Ποντγκόριτσα απέχει 60 χιλιόμετρα από την Μπούντβα. Η Αδριατική Οδός την συνδέει με τις γύρω παραλιακές πόλεις και με την Κροατία. Εξυπηρετείται αεροπορικώς με το αεροδρόμιο της Τίβακ, που απέχει 20 χιλιόμετρα μακριά, και με το αεροδρόμιο της Ποντγκόριτσα, που απέχει 65 χιλιόμετρα. Ο πλησιέστερος σιδηροδρομικός σταθμός είναι στο Σουτομόρε, περίπου 35 χιλιόμετρα από το κέντρο της Μπούντβα.
Στην Μπούντβα υπάρχει άφθονο ψάρι και οστρακοειδή (μπαρμπούνια, σαρδέλες, καλαμάρια, χταπόδια, αστακούς, γαρίδες, όστρακα, μύδια κ.ά.), αλλά και προϊόντα της ενδοχώρας, όπως ποταμίσια ψάρια, πέστροφες, χέλια, διάφορα χωριάτικα τυριά με πρώτο το λαδοτύρι, ελιές, αλλά και τα χωριάτικα λουκάνικα και το περίφημο προσούτο «πρσουτ».
Φυσικά θα δοκιμάσετε την τοπική εκδοχή από τα γνωστά μας γιαπράκια και σαρμαδάκια, τις γεμιστές πιπεριές, το πιλάφι, το βραστό κρέας, αλλά και τα διάφορα ψητά κεμπάπ. Την ψητή πατάτα που συνοδεύεται από τυρί και ξινολάχανο και την παραλλαγή της, την «τσιτσβάρα» που είναι πατάτα στην κατσαρόλα με αλεύρι και τυρί και συνοδεύεται από ξινόγαλο.
Διάσημο το «ποπέτσι» που κατάγεται από την Ποντγκόριτσα. Πρόκειται για κομματάκια ψητού κρέατος γεμιστά με ξερό τυρί «κατζμάκ» που αφού τυλιχτούν με φέτες πρσουτ τηγανίζονται σε καυτό λάδι.
Σπεσιαλιτέ της περιοχής είναι το αρνάκι μαγειρεμένο στο γάλα, με διάφορα μπαχαρικά και μυρωδικά και πατάτες, και το «κατσαμάκ» που πήρε το όνομά του από το τυρί κατσμάκ. Πρόκειται για έναν χυλό από διάφορα δημητριακά με τυρί και ξινόγαλο, πολύ πλούσιο σε θερμίδες, που αγαπούν περισσότερο οι αγρότες των γύρω χωριών.
Οι ντόπιοι ξεκινούν το γεύμα με «ρακίγια», τη γνωστή μας ρακή, είτε σκέτη είτε αρωματισμένη, και μεζέ. Δοκιμάστε επίσης τη δημοφιλή μπίρα του Μαυροβουνίου Νικσίκ, τις ποικιλίες ντόπιων λευκών κρασιών Κρστατς, Σαρντονέ και Σοβινιόν, και των κόκκινων Βρανάκ, Μερλό και Καμπερνέ.
ΦΩΤΟ: wikipedia.org