Η Άρτα με το ξακουστό γεφύρι

Η ιστορία της Άρτας με αξιοθέατο το ξακουστό γεφύρι και τον θρύλο, που το περιβάλει.

Η Άρτα με το ξακουστό γεφύρι

Η Άρτα είναι η πρωτεύουσα του νομού Άρτας και του δήμου Αρταίων, καθώς και η δεύτερη μεγαλύτερη πόλη της Ηπείρου μετά τα Γιάννενα με πληθυσμό 41.633 κατοίκους. Στην είσοδο της πόλης βρίσκεται το φημισμένο πέτρινο γεφύρι της Άρτας, σήμα κατατεθέν της πόλης, γνωστό από το ομώνυμο δημοτικό ποίημα. Η πόλη είναι χτισμένη στη θέση της αρχαίας Αμβρακίας.

Μετά την ίδρυση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, η περιοχή ακολούθησε την πορεία του Θέματος Νικοπόλεως. Περί το έτος 1000 μ.Χ. εμφανίζεται το όνομα Άρτα, από το λατινικό artus, arta, artum = στενός, στενή, στενό. Κατ’ άλλη άποψη του Σεραφείμ Ξενόπουλου του Βυζαντίου το όνομα προήλθε από το αρτίζομαι, και τη φράση «Άρτα αρτυμή του κόσμου» λόγω της παραγωγής σιτηρών που τάϊζε τον κόσμο

Στις 28 Μαρτίου 1881, η Θεσσαλία και η Άρτα περιέρχονται στην Ελλάδα: Ανακοινώνεται μετά από τη Συμφωνία της Κωνσταντινούπολης, η προσάρτηση της Θεσσαλίας και λωρίδας της Ηπείρου μέχρι και της Άρτας στο Ελληνικό Κράτος. Στο παλιό γεφύρι της Άρτας διατηρείται το Τουρκικό φυλάκιο-τελωνείο, που έχει μετατραπεί σήμερα σε Εθνογραφικό Λαογραφικό Μουσείο. Το έτος 1882 έγινε σύγκρουση τσιφλικάδων με κολίγους στην Άρτα, τριάντα χρόνια πριν τα παρόμοια γεγονότα στο Κιλελέρ της Θεσσαλίας.

Στις 21 και 22 Δεκεμβρίου 1944, κατά τη Μάχη της Άρτας, διεξάγονταν σφοδρές συγκρούσεις μεταξύ των ανταρτών του ΕΛΑΣ και του ΕΔΕΣ με αντικειμενικό σκοπό την κατάληψη της πόλης. Η έκβαση της μάχης απέβη υπέρ του ΕΛΑΣ και οι αντάρτες του ΕΔΕΣ αναγκάσθηκαν να εγκαταλείψουν την πόλη μαζί με πλήθος αμάχων. Οι απώλειες και για τις δύο πλευρές των ανταρτών ήταν βαρύτατες.

Μεταπολιτευτικά το σημαντικό έργο του Φράγματος Πουρναρίου της Δ.Ε.Η., κατασκευασμένο από Σοβιετικούς, αναβάθμισε οικονομικά την Άρτα. Είναι ενδιαφέρον ότι το κόστος κατασκευής του καλύφθηκε από εξαγωγές εσπεριδοειδών της Άρτας στην Σοβιετική Ένωση. Μια νέα οικονομική ώθηση δόθηκε μετά το 1977, οι επιχορηγήσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τα εσπεριδοειδή.

Το 1973 ιδρύθηκε η Αρχαιολογική Συλλογή Άρτας που στεγάστηκε στην ανακαινισμένη Τράπεζα της Μονής Παρηγορήτισσας. Η συλλογή αυτή περιελάμβανε ευρήματα από την Άρτα και την ευρύτερη περιοχή. Ωστόσο, ο τεράστιος όγκος των κινητών ευρημάτων από τις σωστικές ανασκαφικές έρευνες των τελευταίων δεκαετιών του 20ου αιώνα κατέστησε επιτακτική την ανάγκη ίδρυσης Αρχαιολογικού Μουσείου στην πόλη, τόσο για την παρουσίαση – έκθεση των σημαντικότερων από αυτά, όσο και για την ασφαλή φύλαξη των υπολοίπων. Έτσι, το 2009 λειτούργησε το νέο Αρχαιολογικό Μουσείο Άρτας που βρίσκεται κοντά στον ποταμό Άραχθο και το ιστορικό γεφύρι.

Το Παραποτάμιο Μητροπολιτικό Πάρκο έχει έκταση 165, περίπου στρέμματα και βρίσκεται δίπλα στον ποταμό Άραχθο, στην ανατολική άκρη της πόλης, πίσω από την πλατεία Κρυστάλλη (σταθμός ΚΤΕΛ).

Σήμερα η λίμνη αποτελεί ένα μικρό οικοσύστημα που έχει μεταμορφώσει μια, πρώην άχαρη περιοχή στην πλευρά αυτή της πόλης. Δίπλα στο ποτάμι και γύρω από τα τη λίμνη το πάρκο αποκτά φυσικό κάλος, που τα δειλινά ενισχύεται με τα χρώματα και τις αντανακλάσεις τους στα νερά. Τα διάφορα είδη που διαβιούν στη λίμνη (το ψάρεμα απαγορεύεται) μαζί με τις χήνες στις όχθες της συνθέτουν ένα ζωντανό υδροβιότοπο και ένα ευχάριστο περιβάλλον για βόλτα και αναψυχή.

Το γεφύρι της Άρτας

Η ιστορική έρευνα διατυπώνει ότι ο θρύλος έκρυβε πολλά χρόνια μία ιστορική αλήθεια για την περιοχή της Άρτας και γενικότερα της Ηπείρου. Όταν χρειάστηκε να περάσει από τη περιοχή μεγάλη δύναμη οθωμανικού στρατού ζητήθηκε η βοήθεια των κατοίκων για τη δημιουργία μιας γέφυρας. Τότε προσέτρεξαν πάρα πολλοί δηλώνοντας ότι γνωρίζουν να κτίζουν, προκειμένου να κερδίσουν κάποια εύνοια. Όταν όμως έμαθαν οι κάτοικοι τον σκοπό για τον οποίο θα περνούσε το τουρκικό ασκέρι πήγαιναν τη νύκτα και γκρέμιζαν ό,τι την προηγούμενη οι ίδιοι είχαν φτιάξει. Όταν οι Τούρκοι ζήτησαν να μάθουν γιατί αργεί τόσο πολύ το έργο εκείνοι απάντησαν ότι τελικά είναι στοιχειωμένο το μέρος πιστεύοντας ότι οι Τούρκοι ή δεν θα περνούσαν ή ότι θα επέστρεφαν.

Τότε ο Τούρκος διοικητής διέταξε τη σύλληψη του Πρωτομάστορα και της γυναίκας του και τη θανάτωσή τους. Τότε φοβούμενοι όλοι οι άλλοι εμπλεκόμενοι στο έργο της ανέγερσης για τη τύχη που θα τους περίμενε έσπευσαν και ολοκλήρωσαν το γεφύρι συνοδεύοντας με κατάρες το τουρκικό ασκέρι αναπολώντας την αλλοτινή δόξα της φυλής που επί Μεγάλου Αλεξάνδρου έφθασαν από τον Δούναβη μέχρι τον Ευφράτη.

Μετά όμως την εθνεγερσία του 1821 και αναμένοντας την απελευθέρωσή τους από τον ελληνικό στρατό οι προηγούμενες κατάρες έγιναν ευχές.