ΟΙ ΘΑΛΑΣΣΕΣ ΠΟΥ ΑΓΑΠΗΣΑΜΕ: Το Μερσινίδι στη Χίο
Ξέμακρα από τη χώρα της Χίου, κατά το βορά, στο χείλος ενός κάθετου βράχου, απλώνεται η μικρή παραλία του Μυρσινιδιού. Την ονόμασαν έτσι οι ντόπιοι από το κοντινό μοναστήρι, που είναι αφιερωμένο στην Παναγιά τη Μυρσινιδιώτισα.
Κάποτε ήταν απρόσιτη στους πολλούς. Δεν γινόταν να ανέβεις και να κατέβεις δίχως να γδαρθείς πάνω στο βράχο. Τώρα πια έχει χαραχτεί μονοπάτι στην πλαγιά, είναι προσβάσιμη για όλους, γι’ αυτό και μαζεύει περισσότερο κόσμο.
Εδώ, επισκέπτη, δεν θα βρεις μπαρ, ξαπλώστρες, μουσική και φασαρία. Μήτε ατέλειωτα μέτρα αμμουδιάς για να παίξεις ρακέτες. Αλλού βρίσκεται η γοητεία του τόπου. Στις στιγμές που θα ζήσεις, στις μνήμες που θα πάρεις μαζί σου.
Στενή στο πλάτος, κοντή στο μήκος, σπαρμένη με χοντρό βότσαλο, αντικρίζει τα μικρασιατικά παράλια από όπου το ’22 ήρθαν στο νησί χιλιάδες πρόσφυγες κυνηγημένοι από το μαχαίρι του Τούρκου ενώ την αντίστροφη διαδρομή έκαναν στην Κατοχή εκατοντάδες Χιώτες για να γλιτώσουν από την πείνα.
Μ’ αρέσει να πηγαίνω τα απογεύματα στο Μερσινίδι. Είναι η καλύτερη ώρα γιατί ο ήλιος έχει τραβηχτεί και το βουνό ρίχνει τη σκιά του στη παραλία, αφήνοντας μόνο τη θάλασσα λουσμένη στο φως να σε προσκαλεί για να βυθιστείς μέσα της.
Δεν αργώ. Αφήνω το βραχάκι στο οποίο συνήθως ραχατεύω, βουτώ στο κρύο νερό και με γερές απλωτές τραβώ για τη σπηλιά που ανοίγεται στον κόρφο του βράχου. Μόλις φτάσω, πέφτω ανάσκελα πάνω στο βοτσαλωτό να πάρω ανάσα. Βάζω τα χέρια μαξιλάρι, διώχνω κάθε σκέψη από το μυαλό κι αφήνω το νερό να μου γλύφει τα πόδια.
Μένω αρκετή ώρα έτσι. Ύστερα γυρίζω πίσω, να προλάβω, μη με βρει μέσα στο νερό το χτύπημα της καμπάνας του μοναστηριού που βαράει πάντα την ίδια ώρα. Ακουμπάω με την πλάτη στο βραχάκι και πιάνω μια άλλη αγαπημένη μου συνήθεια. Να σκαλίζω τις πέτρες και να ξεχωνιάζω κοχυλάκια, «κοπέλες» όπως τις λέει η φίλη μας η Βρονταδούσαινα, που επιδίδεται επίσης στο σπορ, ιδιαίτερα χαλαρωτικό και συνάμα άκρως εξασκητικό για την όραση που ατονεί με τα χρόνια.
Κι όσο ψάχνω, έχω το νου μου στα ανοιχτά, μήπως είμαι τυχερός και φανεί κανένα πλοίο που να’ χει καπετάνιο Χιώτη, ώστε να δω και ν' ακούσω τον χαιρετισμό που θα κάνει με τον καλόγερο του μοναστηριού. Κι είναι αυτή μια επικοινωνία μυστηριακή και βαθιά συγκινητική μια-δυο φορές που την έζησα. Όπως ακριβώς την «υμνεί» ο Γιάννης Μακριδάκης στο βιβλίο του «Η δεξιά τσέπη του ράσου».
Ο καπετάνιος όπως κάθε απόγευμα, την ίδια πάνω κάτω ώρα, περνούσε ανοιχτά από το μοναστήρι. Ξέμακρα ακόμη, έστειλε τους τρεις μακρόσυρτους μεγαλειώδεις χαιρετισμούς του στον μοναχό. Μόλις απόσωσε το σινιάλο, έπιασε ο καλόγερος να τραβά μ’ όλη του τη δύναμη τα σκοινιά. Σημάνανε οι καμπάνες μαζί κι οι δυο. Τρεις, τρεις, εφτά λαλιές, ξανά και ξανά…