Dying Light 2: Stay Human Review - Το zombie parkour λούνα παρκ της Techland! (vid)
Μία ανάλυση στο sequel των Πολωνών, με τις πολλές αναφορές στο σήμερα αλλά και το... γράπωμα στο εχθές.
Υπάρχουν παιχνίδια, που παρόλο που δεν ανήκουν σε τεράστια εμπορικά franchises, ούτε έχουν μεγάλες οικονομικές πλάτες για την προώθησή τους, κατέχουν μία ιδιαίτερη θέση στη καρδιά των gamers. Το Dying Light είναι ακριβώς μία τέτοια περίπτωση. Ο τίτλος του 2015, δειλά-δειλά, κατάφερε να δημιουργήσει μία τίμια βάση παικτών που πίνουν «νερό» στο όνομά του.
Οι Πολωνοί της Techland, έκτοτε, άδραξαν την ευκαιρία και βούτηξαν με τα μούτρα στην ανάπτυξη ενός sequel. Δεν υπολόγισαν, όμως, στις αναποδιές και τα…παρατράγουδα, με αποτέλεσμα η δημιουργία του δεύτερου Dying Light να αργήσει πολύ. Το παιχνίδι χρειάστηκε, πάνω-κάτω, έξι χρόνια για να γίνει χρυσό, αλλά τουλάχιστον τα κατάφερε.
Ολυμπιακός: Τι πρέπει να αλλάξει ο Ζέλσον
Η επικοινωνία του Dying Light 2: Stay Human έγινε από πολύ νωρίς. Πέραν της τεράστιας προβολής σε προηγούμενες εκθέσεις, όπως είναι η Gamescom και η E3, η Techland έδινε διαρκώς updates για την πορεία της ανάπτυξης, τις αλλαγές και την εξέλιξη του τίτλου. Εν τέλει, φτάσαμε στο 2022 και λάβαμε, επιτέλους, κωδικό για τα PC και PS5. Για πρακτικούς λόγους, ασχολήθηκα με την PS5 έκδοση και μετά από 40 περίπου ώρες παρέα με το πόνημα των πολωνών, ακολουθούν οι αναλυτικές μου εντυπώσεις.
Το παιχνίδι λαμβάνει χώρα σχεδόν δύο δεκαετίες μετά τα γεγονότα του αρχικού Dying Light, σε μία ευρωπαϊκή πόλη ονόματι Villedor. Βρισκόμαστε σε ένα μετα-αποκαλυπτικό σκηνικό, αφού ένας ιός που ξεκίνησε από την πόλη Harran, έχει διαλύσει την ανθρωπότητα και έχει μετατρέψει ένα τεράστιο μέρος του πληθυσμού σε αιμοδιψή ζόμπι. Ο παίκτης μπαίνει στα παπούτσια του Aiden Caldwell, ενός οδοιπόρου που ψάχνει την αδερφή του, Mia, της οποίας τα ίχνη χάθηκαν πολλά χρόνια πριν. Όλες οι πληροφορίες που έχει συλλέξει ο Aiden, οδηγούν στην Villedor και εκεί ξεκινάει το ταξίδι του προς το…φως.
Στην μισοκατεστραμμένη πόλη, οι άνθρωποι έχουν χωριστεί σε μικρές ή μεγαλύτερες κοινωνίες και απλά επιβιώνουν, πολλές φορές με «αίμα» στα χέρια τους. Ο Aiden γρήγορα θα χωθεί σε αυτές τις κοινωνίες και εκπληρώνοντας χάρες για τα μέλη τους, προσπαθεί να ξεδιπλώσει το κουβάρι του μυστηρίου της υπόθεσης στην οποία εμπλέκεται η αδερφή του, αλλά και ο ίδιος.
Μετά από μία αρκετά πιο σφιχτή, γραμμική και ατμοσφαιρική εισαγωγή περίπου δύο ωρών, ξεκινάει το πραγματικό open-world και ενεργοποιούνται οι RPG μηχανισμοί, ανοίγει η δομή και δίνεται απλόχερα ο χάρτης στα χέρια του παίκτη. Από διάφορα safehouses, ο Aiden θα μπορεί να αποκτήσει πρόσβαση σε αποστολές, τόσο κύριες, όσο και δευτερεύουσες.
Το main story, η διάρκεια του οποίου αγγίζει τις 30 ώρες, έχει έντονα σκαμπανεβάσματα ως προς το ενδιαφέρον και το ρυθμό του και κλείνει με ένα, κατά την άποψή μου, κλισέ και άνοστο φινάλε. Παρόλο που σε γενικές γραμμές υφίσταται μια ενδιαφέρουσα ποικιλία σε αποστολές, θα υπάρξουν και μερικές έντονες επαναλήψεις ως προς το είδος των quests, ενώ εκνευριστικό βρίσκω το θέαμα fetch quests που εν έτει 2022 σου ζητάνε να «μιλήσεις με τον τάδε, για να μπορέσεις να βρεις τον δείνα, ώστε να φτάσεις στον άλλον». Από την άλλη πλευρά, δεν σας κρύβω πως ουκ ολίγες φορές βίωσα έντονες, επικές στιγμές κατά τη διάρκεια του campaign, με set-pieces που με εξέπληξαν και εν τέλει μου έμειναν με θετικό πρόσημο χαραγμένα στη μνήμη μου.
Το σενάριο προσωπικά με βρίσκει αμφιταλαντευόμενο. Αφενός, υπάρχουν στιγμές που παρουσιάζει ενδιαφέρον, έχεις τις ευαισθησίες του, έχει τις ανατροπές του και αφήνει συγκινήσεις, αφετέρου δείχνει και πολλές αδυναμίες, κλισέ εκβάσεις και αλλόκοτα σκηνικά που απογοητεύουν. Τα ίδια επίθετα θα χρησιμοποιήσω για να περιγράψω και τους χαρακτήρες που γνώρισα στο ταξίδι μου στη Villedor. Κάποιοι με κέρδισαν, κάποιοι άλλοι όχι και τόσο. Το σίγουρο είναι πως ο Aiden είναι ισορροπημένος και προσγειωμένος σαν άτομο και με ικανοποίησε πολύ ο τρόπος που διαχειριζόταν τις καταστάσεις. Σε δύο ταχύτητες κινούνται, όμως, και οι ερμηνείες των voice actors. Κάποιες φορές είναι καλές, κάποιες φορές είναι…άβολες.
Ένα από τα πολυσυζητημένα στοιχεία του Dying Light 2: Stay Human είναι το σύστημα των επιλογών. Ο τίτλος δίνει μεγάλη έμφαση στις επιλογές του παίκτη και σε μεγάλο βαθμό θαρρώ πως τα καταφέρνει μια χαρά. Δεν έχει κάτι τρομερά επαναστατικό που να το θέτουν πολύ ξεχωριστό στο χώρο των RPGs, αλλά τουλάχιστον εκπληρώνει τις υποσχέσεις του, παρά το γεγονός ότι μερικές από τις αποφάσεις είναι οι πλέον προφανείς. Κλήθηκα αρκετές φορές να αποφασίσω για τη μοίρα ανθρώπων και για την έκβαση των γεγονότων και τις επιλογές μου τις «βρήκα μπροστά μου». Γενικότερα, η εξέλιξη της ιστορίας δύναται να πάρει πολλές μορφές και θεωρώ πως ο κάθε παίκτης θα δει και αισθητά διαφορετικό παιχνίδι. Τέλος, ο Aiden θα βρεθεί στη μέση του πολέμου των δύο μεγαλύτερων «στρατοπέδων» της πόλης που μάχονται για την κυριαρχία τους στην περιοχή, με αποτέλεσμα να πρέπει να αποφασίσει για το ποιους θα βοηθήσει. Κάθε απόφασή του, εκτός από σοβαρό αντίκτυπο στην ιστορία και την εξέλιξή της, δίνει και διαφορετικά προνόμια ακόμη και στη διαμόρφωση της πόλης.
Η Techland ισχυρίζεται πως για να τα δει όλα κάποιος στο παιχνίδι θα χρειαστεί 500 ώρες από τη ζωή του. Το νούμερο δε μπορώ να το επιβεβαιώσω (διότι δε μου βρίσκονται 500 ώρες η αλήθεια είναι), αλλά σίγουρα μπορώ να επιβεβαιώσω πως ο χάρτης είναι ασφυκτικά γεμάτος με δευτερεύουσες αποστολές και μικρές δραστηριότητες, για τις οποίες θα χρειαστείτε πράγματι άπλετο χρόνο. Για να είμαι ειλικρινής οι όποιες δευτερεύουσες αποστολές βρέθηκαν μπροστά μου, δεν είχαν κάτι να μου πουν, αλλά ίσως έτυχε να πέσω στις πιο αδιάφορες.
Ο χάρτης είναι, σύμφωνα με τους Πολωνούς, τέσσερις φορές μεγαλύτερος από τον αντίστοιχο του πρώτου παιχνιδιού. Όντας αισθητά πιο αστικός ο χαρακτήρας του κόσμου, υπάρχουν πολλές περισσότερες περιοχές για εξερεύνηση. Το παιχνίδι έχει ένα real-time κύκλο νύχτας-μέρας και όπως και στο πρώτο Dying Light, έτσι και εδώ, η ώρα της ημέρας που κάνεις τις «βρωμοδουλειές» σου, παίζει καθοριστικό ρόλο. Την ημέρα τα ζόμπι είναι «ζαβλακωμένα» και λιγότερο επιθετικά, ενώ το βράδυ αποτελούν σοβαρότερο κίνδυνο. Συγκεκριμένα, υπάρχουν είδη από απέθαντους που αν σε ακούσουν ή σε δουν τη νύχτα, ουρλιάζουν και καλούν σε ομαδικό κυνήγι όλα τα τριγύρω τους.
Έτσι, ξεκινάει ένα Chase, αγχωτικό και ψυχοφθόρο. Ο μοναδικός τρόπος για να σωθείς (το να κρυφτείς σπάνια βοηθάει) είναι να τρέξεις προς κάποια πηγή UV ακτινοβολίας (black light), που για κάποιο λόγο τα ζόμπι δε θέλουν ούτε να βλέπουν. Το UV light, εκτός από το γεγονός ότι απομακρύνει τα αιμοβόρα πλάσματα, γεμίζει και το immunity bar σου, το οποίο τη νύχτα πέφτει και σε θέτει σε επιπλέον κίνδυνο. Πιο συγκεκριμένα, ο Aiden αλλά και οι περισσότεροι άνθρωποι είναι ήδη μολυσμένοι από τον ιό, απλά έχουν βρει τρόπο να κρατούν την ασθένεια σε ελεγχόμενα επίπεδα. Έτσι, προστίθεται ένα ακόμη άγχος και πίεση του χρόνου κατά τις νυχτερινές περιηγήσεις, γι’ αυτό και θα πρέπει να κινείσαι γρήγορα, αλλά κυρίως να έχεις εικόνα για το πόσο κοντά βρίσκεται μια UV λάμπα.
Το Dying Light έγινε γνωστό για το parkour του. Το δεύτερο μέρος συνεχίζει το legacy και μάλιστα το εξελίσσει υπέροχα. Η περιήγηση στην πόλη γίνεται αποκλειστικά και μόνο τρέχοντας. Δεν υπάρχει fast travel, ούτε μεταφορικό μέσο (πλην ενός paraglide που αποκτάει ο πρωταγωνιστής στη μέση του campaign). Το parkour λειτουργεί άμεσα, ομαλά, χωρίς «κολλήματα» και δίχως σοβαρά εμπόδια. Αν και τα κύρια κομμάτια τα οποία ο Aiden μπορεί να σκαρφαλώσει επιδεικνύονται με κίτρινο χρώμα, ό,τι αντικείμενο, μικρό ή μεγάλο, βρίσκεται στο διάβα του, δύναται να προσπελαστεί. Το όμορφο είναι ότι, τόσο ο παίκτης, όσο και ο πρωταγωνιστής, μπαίνουν σιγά-σιγά στη νοοτροπία του parkour και η εξέλιξη γίνεται σταδιακά. Το στοιχείο αυτό πολλές φορές αποτελεί και βασικό κομμάτι μιας αποστολής, όπως για παράδειγμα το να σκαρφαλώσεις στο υψηλότερο radio tower της πόλης ή τον εκθαμβωτικό Καθεδρικό Ναό.
Ωστόσο, parkour θα χρειαστεί να επιστρατευτεί και στις μάχες με εχθρούς, είτε αυτοί είναι ζόμπι, είτε ανθρώπινοι, μιας και τα ακροβατικά αποτελούν την αμυντική γραμμή του Aiden. Οι μάχες, ως επί το πλείστων, είναι melee και κατά την άποψή μου έχουν μια στιβαρή ραχοκοκαλιά. Αν εξαιρέσουμε τη λίγο φτωχή φύση του όταν έχουμε να κάνουμε με ανθρώπινους αντιπάλους, το melee combat είναι έντονο, βίαιο και πολλές φορές εθιστικό. Τα όπλα, πέραν των τόξων που λειτουργούν συμπληρωματικά, κυμαίνονται από πόδι καρέκλας και μεταλλικούς σωλήνες, μέχρι κατάνα, τσεκούρια και σφυριά.
Το Dying Light 2 έχει ένα πλούσιο RPG σύστημα αναβάθμισης, τόσο του χαρακτήρα, όσο και του οπλοστασίου του. Τα skill trees του Aiden, περιορίζονται σε δύο κατηγορίες, το Combat και το Parkour, και η αλήθεια είναι ότι τα περισσότερα από τα skills τα βρήκα λιγάκι άστοχα, χωρίς να με βοηθούν πραγματικά στην «καθημερινότητά μου» στο παιχνίδι. Περίμενα δηλαδή περισσότερη πρακτικότητα της εξέλιξης με πραγματικό αντίκτυπο στις μάχες και στο parkour. Υπάρχει crafting σύστημα, όχι τόσο πλούσιο, ούτε τόσο ευφάνταστο όπως άλλα παιχνίδια, αλλά δε μπορώ να πω ότι δε με ικανοποίησε. Αυτό που σίγουρα με απογοήτευσε είναι το stealth κομμάτι του τίτλου, το οποίο είναι πολύ απλό, φτωχό και ξεπερασμένο.
Σε ό,τι αφορά τον τεχνικό τομέα, όπως προανέφερα, ασχολήθηκα ενδελεχώς με την έκδοση του PlayStation 5, η οποία δυστυχώς δεν εντυπωσιάζει οπτικά. Δε συνάντησα σοβαρά bugs ή glitches, ωστόσο η μηχανή γραφικών, στις κονσόλες νέας γενιάς δεν δείχνει και τόσο ελκυστική όσο θα περίμενε κανείς από ένα παιχνίδι της Techland. Υπάρχουν τρία graphic modes: το 1) Performance, το οποίο είναι το μοναδικό που χαρίζει 60fps, αλλά η ανάλυση πέφτει αισθητά (1080p), ενώ λείπουν και τεχνολογίες όπως τα Ray-Tracing Shadows και Ambient Occlusion, το 2) Quality (ίδια ανάλυση, 30fps αλλά με τις προαναφερθείσες τεχνολογίες ενεργοποιημένες) και το 3) Resolution mode, το οποίο έχει ανάλυση 3200x1800, 30fps ρυθμό ανανέωσης, χωρίς RT Shadows και Ambient Occlusion. Τα πράγματα είναι σαφέστατα καλύτερα στην έκδοση του PC, που και πάλι είναι η φύση της μηχανής γραφικών τέτοια που δε δίνει περιθώρια για να ρίξει σαγόνια.
Σε αντίθεση με τα γραφικά, η μουσική είναι ένα από τα πολύ δυνατά σημεία του τίτλου και υπεύθυνη για πολλές από τις πιο εντυπωσιακές στιγμές του παιχνιδιού. Το soundtrack είναι ταιριαστό σε κάθε περίσταση και γεμίζει φανταστικά τη δράση, είτε αυτή είναι γρήγορη, είτε όχι. Ο τίτλος υποστηρίζει και online co-op μεταξύ τεσσάρων παικτών, το οποίο μέχρι και μια μέρα πριν τη σύνταξη του παρόντος κειμένου, δεν ήταν διαθέσιμο, οπότε δεν κατάφερα να το δοκιμάσω. Μπορώ, όμως, να φανταστώ πως θα ήταν μια πολύ καλή περίπτωση για ατελείωτη εξερεύνηση αυτού του χαοτικού κόσμου παρέα με φίλους.
Συνοψίζοντας : Το Dying Light 2: Stay Human είναι στη βάση του ένα καλό παιχνίδι, αλλά με αδυναμίες. Πολλές φορές χάνει τον προσανατολισμό του, πάσχει από επαναληψιμότητα, το σενάριο έχει σκαμπανεβάσματα αλλά δεν παύει να είναι ένα απολαυστικό RPG, με στιβαρούς μηχανισμούς, ατελείωτο περιεχόμενο προς εξερεύνηση και έντονες στιγμές…άγχους. Οι λάτρεις των ζόμπι αλλά και του πρώτου Dying Light, επενδύστε.