Μέρες Ρεμπέτικου: Πώς ο Μπαγιαντέρας έδειρε τον Μάθεση μια μέρα στο κέντρο του Πειραιά

Τον Δημήτρη Μπαγιαντέρα ή Γκόγκο τον έτρεμαν όλοι κι όποιος επιχείρησε να του πουλήσει μαγκιά, βρήκε τον διάολό του

Μέρες Ρεμπέτικου: Πώς ο Μπαγιαντέρας έδειρε τον Μάθεση μια μέρα στο κέντρο του Πειραιά

Ο Δημήτρης Γκόγκος ή Μπαγιαντέρας ήταν σκληρό καρύδι κι όπως έλεγαν όσοι τον γνώριζαν: «Όσο μπόι του έλειπε τόση καρδιά είχε». Στην Πειραιώτικη κοινωνία κυκλοφορούσαν πολλοί μάγκες που δεν το είχαν σε τίποτε να σε προσβάλλουν ή να σε χτυπήσουν προκειμένου να σου πάρουν τον αέρα. Ένας από αυτούς ήταν και ο ξακουστός Νίκος Μάθεσης ή Τρελάκιας. Ο Μπαγιαντέρας αφηγείται ένα επεισόδιο με αυτό τον ανεκδιήγητο νταή του ρεμπέτικου. Όλα ξεκίνησαν από μια παρεξήγηση στο μαγαζί του Βλάχου στο Δαφνί όπου δούλευε ο Μπαγιαντέρας.

Κείνη τη βραδιά είπαμε βαριές κουβέντες. Μπήκαν στη μέση και μας χωρίσανε. Μετά λίγες μέρες με την τότε αρραβωνιαστικιά μου, και σημερινή σύζυγό μου, τη Δέσποινα, καταβήκαμε στην αγορά του Πειραιά να ψωνίσουμε. Γεμίσαμε ένα δίχτυ ψώνια, ψάρια και παντζάρια και πηγαίναμε για το σπίτι μας. Ξαφνικά τρώω ένα χαστούκι που αστράψανε τα μάτια μου. Ήταν ο Μάθεσης με δυο φίλους του, αδέρφια, που ήταν καλά παιδιά. Αυτός νόμιζε πως θα το έβαζα στα πόδια. Συνήλθα αμέσως και του είπα πως για αυτό που έκανες θα σε τιμωρήσω.

Του δίνω λοιπόν μια γροθιά, ένα ντιρέκτ να πούμε, στο πρόσωπο και τον ξαπλώνω φαρδύ-πλατύ στον δρόμο. Τον έπιασε η πρώτη μου μπουνιά. Τον καβάλησα, τον έψαξα πρώτα. Φοβήθηκα μην είχε τίποτα πάνω του. Πέσαν οι άλλοι. Μη, Μήτσο, μη. Την ώρα που σηκώθηκα του έδωσα και μια μπουνιά και μια κλωτσιά όπως ήταν κάτω. Βέβαια αυτό δεν ήταν σωστό. Σηκώθηκα επάνω και μου μάζεψαν αυτοί τα πράγματα. Από τότε όταν με έβλεπε, άλλαζε δρόμο...

Ο Μπαγιαντέρας ήταν από καλή και πολυμελέστατη οικογένεια. Είχε είκοσι ένα αδέρφια. Σπούδασε ηλεκτρολόγος αλλά δεν άσκησε το επάγγελμα. Στα νιάτα του υπήρξε παλαιστής της ελληνορωμαϊκής και ελεύθερης πάλης. Με τη μουσική ασχολήθηκε από πολύ μικρός, έκανε σπουδές κι έμαθε μαντολίνο και βιολί. Αργότερα ασχολήθηκε με το μπουζούκι. Το 1925 διασκεύασε την λαϊκή οπερέτα «Μπαγιαντέρα» για λαϊκή ορχήστρα κι έμεινε έκτοτε γνωστός με το παρατσούκλι Μπαγιαντέρας. Έγραψε μερικά από τα καλύτερα ρεμπέτικα τραγούδια. Τυφλώθηκε ξαφνικά τους πρώτους μήνες της Κατοχής ενώ έπαιζε πάνω στο πάλκο. Δεν σταμάτησε ωστόσο να εργάζεται ως μουσικός και στο τέλος έβγαινε στα μαγαζιά από ταβέρνα σε ταβέρνα με τη βοήθεια της κόρης του.



Αριθμός Πιστοποίησης Μ.Η.Τ. 232110