Ένας υδραυλικός έκανε γνωστό τον Θεοδωράκη στην Ελλάδα
Πίσω από τους μύθους υπάρχουν μικρές απίστευτες ιστορίες
Στη λογική του «αν έχεις τύχη διάβαινε» έχουν γίνει θαυμαστά πράγματα σε αυτό τον κόσμο. Μεταφερόμαστε στο λυκαυγές της δεκαετίας του '60. Ύστερα από μια δεκαετία πολιτικής αμηχανίας η χώρα παλεύει ακόμα να σταθεί στα πόδια της. Ένας νεαρός συνθέτης άρτι αφιχθείς εκ Παρισίων, προσπαθεί να βρει το χώρο του στην ελληνική μουσική σκηνή που αναδιαμορφώνεται συνεχώς. Το όνομά του είναι Μίκης, Μίκης Θεοδωράκης. Ανάμεσα στις ιδέες που κλωθογυρίζουν στο μυαλό του είναι και η μελοποίηση του εμβληματικού «Επιτάφιου», του Γιάννη Ρίτσου.
Οι στίχοι του ποιητή ρίχνουν ένα παράξενο βάρος πάνω στην περιρρέουσα ατμόσφαιρα. Η πρώτη ηχογράφηση με τη φωνή της ανερχόμενης Νανάς Μούσχουρη και την κλασικότροπη ενορχηστρωτική ματιά του Χατζιδάκι δεν τον ικανοποιεί. Στρέφεται στον γίγαντα της εποχής την Columbia. Η σκέψη είναι να δοθεί ένα λαϊκό χρώμα στα τραγούδια. Επιστρατεύεται ο Μανώλης Χιώτης. Τραγουδιστής ποιος; Ο διευθυντής της εταιρίας Τάκης Λαμπρόπουλος προτείνει διάφορα ονόματα στη σειρά, ανάμεσά τους τον Γαβαλά και την Πόλυ Πάνου. Ο Θεοδωράκης δεν συμφωνεί. Ανασκαλεύοντας τις αναμνήσεις του στη Μακρόνησο, φτάνει σ' εκείνη την ξύλινη, απέριττη φωνή ενός μουσικού με τον οποίο είχαν αναπτύξει κάποια φιλία. Λέει το όνομά του στον διευθυντή. «Μα αυτός είναι έτοιμος να μεταναστεύσει στον Καναδά. Θα ασχοληθεί με τα υδραυλικά. Μάθε τέχνη κι άστηνε!» Αν είναι αλήθεια αυτό, τον προλαβαίνει την τελευταία στιγμή και τον κρατάει στη χώρα. Αρχίζουν οι πρόβες. Λίγο πριν από την ηχογράφηση Χιώτης δείχνει στον ερμηνευτή πώς να χειριστεί τα τραγούδια. Ο δίσκος ολοκληρώνεται, κυκλοφορεί και κάνει μεγάλη επιτυχία. Ο υδραυλικός, που δεν ήταν άλλος από τον Γρηγόρη Μπιθικώτση, συστήνει τον Μίκη Θεοδωράκη σε ένα ολόκληρο λαό. Και αυτό είναι μόνο η αρχή...