«Σαλταδόρος», του Γενίτσαρη: Το ηχογράφησε ο Κατσαρός το 1947, το έκανε γνωστό ο Νταλάρας το 1980
Πολλά από τα τραγούδια που γράφτηκαν στην καρδιά της κατοχής, όπως ο περίφημος «Σαλταδόρος» του Μιχάλη Γενίτσαρη, πέρασε στη δισκογραφία, δεκαετίες μετά τη γέννησή του μέσα από τον μεγάλο δίσκο (LP) - αφιέρωμα «Τα Ρεμπέτικα Της Κατοχής» σε επιμέλεια του Κώστα Χατζηδουλή και με ερμηνευτή τον Γιώργο Νταλάρα (Minos, 1980).
Ο μελετητής του ρεμπέτικου Κώστας Χατζηδουλής κατέγραψε στον «Ρεμπέτικη Ιστορία 1 / Περπινιάδης – Γενίτσαρης – Μάθεσης – Λελάκης» (εκδ. Νεφέλη, χ.χ.), μαρτυρία του Μιχάλη Γενίτσαρη για τον «Σαλταδόρο» που γράφτηκε το 1942, μέρος της οποίας μεταφέρουμε: «(…) Λίγο μετά που ήρθανε οι Γερμανοί και κάνανε κατοχή, άρχισαν διάφοροι θαρραλέοι άνθρωποι και έκαναν ντου στους Γερμανούς και έκλεβαν ό,τι έβρισκαν.
Ολυμπιακός: Οι λύσεις που δίνει η επιστροφή του Ορτέγκα
Όπως πάγαιναν τα αυτοκίνητα τα γερμανικά στο δρόμο, φορτωμένα πράγματα, ο ένας ή οι δύο πήδαγαν απάνω και πετάγανε στο δρόμο τα πράγματα. Οι άλλοι της ομάδας, που την είχανε στήσει σε πόστα, αρχίζανε να τα μαζεύουν. Η δουλειά αυτή ήθελε τόλμη και γρηγοράδα απ’ όλους, αλλά το κυριότερο, έπρεπε, αυτός που πήδαγε στ’ αυτοκίνητα, να ’τανε σβέλτος. Αυτοί όλοι παίζανε τη ζωή τους κορώνα – γράμματα κάθε λεπτό, γιατί όποιον πιάνανε οι Γερμανοί τον σκοτώνανε αμέσως. Πολλοί τέτοιοι σκοτωθήκανε γιατί τους πήρανε χαμπάρι οι Γερμανοί. Επειδή λοιπόν σαλτάρανε στ’ αυτοκίνητα, τους λέγανε σαλταδόρους. Κανονίζανε την ώρα που θα σαλτάρουνε, όταν το αυτοκίνητο έφτανε σε ανηφόρα και αναγκαστικά, έκοβε ταχύτητα ο οδηγός. Ένα μεγάλο στέκι για σαλταδόρους ήτανε στον Περαία, εκεί στη "γέφυρα του Καλαμάκη". Εγώ γνώρισα πάρα πολλούς σαλταδόρους, και πολλοί ήτανε φίλοι μου.
Εκεί λοιπόν στο υπόγειο που δούλευα στην Κατοχή, το 1941-42, ερχόντουσαν πολλοί σαλταδόροι και πολλοί ήτανε φίλοι μου. Αυτοί ήτανε πάντα καλοντυμένοι, χορτάτοι και φτιαγμένοι στην πένα. Ένας σαλταδόρος φίλος μου, ένα βράδυ, μου ’κάνε παράπονα γιατί τον ζηλεύανε οι άλλοι, επειδή ήτανε κονομημένος πάντα και τον κατηγοράγανε. Μου ’πε ο άνθρωπος, ότι αυτή τη δουλειά δεν μπορεί να την κάνει όποιος – όποιος, γιατί θέλει ψυχή επειδή οι Γερμανοί δε χάριζαν. "Αφού δεν μπορούν να την κάνουν, έλεγε, γιατί ζηλεύουνε;". Τότες κι εγώ έγραψα το πρώτο στιχάκι, που λέω: "Ζηλεύουνε, δε θέλουνε ντυμένο να με δούνε, μπατίρη θέλουν να με δουν για να φχαριστηθούνε". Και ύστερα, αμέσως, έγραψα και τα άλλα στιχάκια. Το ρεφρέν που λέω: "Θα σαλτάρω, θα σαλτάρω, τη ρεζέρβα να τους πάρω", το έγραψα μετά από λίγες μέρες.
Κι όταν το έπαιξα και το τραγούδησα για πρώτη φορά στο μαγαζί, έγινε χαλασμός κόσμου. Το τι έγινε, δεν μπορεί να το βάλει το μυαλό σας! Το ’παιξα 20 φορές – το λιγότερο – σ’ ένα βράδυ. Όσοι το άκουγαν στο μαγαζί κι έφευγαν, το τραγούδαγαν στο δρόμο. Και όταν πήγαιναν στη γειτονιά τους, στα σπίτια τους, τα ίδια. Ο ένας το ’λεγε, ο άλλος το άκουγε, και το μάθαινε έτσι, όλος ο κόσμος. Σε λίγες μέρες το ’χε μάθει όλη η Αθήνα και όλος ο Πειραιάς. Σε λίγες βδομάδες, όλη η Ελλάδα! Στη Θεσσαλονίκη στα μαγαζιά και παντού, τραγουδάγανε το "Σαλταδόρο", το ξέρει ο Τσιτσάνης».
Το τραγούδι του Μιχάλη Γενίτσαρη ηχογραφήθηκε για πρώτη φορά το 1947 στις ΗΠΑ, παραλλαγμένο στον τίτλο και τους στίχους (τους παραθέτουμε), με τον ρεμπέτη Γιώργο Κατσαρό (Θεολογίτης, το πραγματικό του επώνυμο, 1888-1997), που έζησε στην Αμερική και τραγουδούσε μόνο με την κιθάρα του. Στο τέλος ακούγεται η τραγουδίστρια που τον συνοδεύει να αναφωνεί «Γεια σου, Κατσαρέ, γεια σου!».