Ποιος είναι ο «πεχλιβάνης» στο τραγούδι του Θανάση Παπακωνσταντίνου
Ο Θανάσης Παπακωνσταντίνου μιλάει για αέρα πεχλιβάνη, δηλαδή αέρα που είναι ατίθασος, ηρωϊκός, θαρραλέος, ατρόμητος.
Η λέξη είναι δανεισμένη από τους παλαιστές, που ονομαζόταν πεχλιβάνηδες, αυτούς που αλείφονται με λάδι και παλεύουν μέχρι η πλάτη του αντιπάλου να ακουμπήσει στο έδαφος.
Φοράνε χειροποίητα παντελόνια από δέρματα ζώων και η ιστορία τους ξεκινά από το 2650 π.Χ. στην Αρχαία Αίγυπτο. Αργότερα, όταν οι Πέρσες κατέλαβαν την Αίγυπτο, η πάλη με λάδι μεταφέρθηκε στο Ιράν.
Κατά τη διάρκεια της οθωμανικής αυτοκρατορίας, η πάλη με λάδι εξαπλώθηκε στα Βαλκάνια και στη Μικρά Ασία. Το 1362, όταν η Ανδριανούπολη καταλήφθηκε από τον Οθωμανό Σουλτάνο Μουράτ Α, καθιερώθηκε επίσημα ως άθλημα. Σύμφωνα με την παράδοσή, ο προφήτης Μωάμεθ είχε παλέψει με έναν άνδρα που λεγόταν Ρουκάναχ. Ο Μωάμεθ τον νίκησε και ο Ρουκάναχ πείστηκε να ασπαστεί το Ισλάμ.
Κάθε χωριό και πόλη είχε τον δικό της πρωταθλητή. Μία φορά τον χρόνο οι πρωταθλητές συγκεντρώνονταν στην πόλη Κιρκπινάρ λίγο έξω από την Ανδριανούπολη, όπου διεξάγονταν επίσημοι αγώνες.
Οι πεχλιβάνηδες προπονούνταν σε ειδικούς χώρους, που έμοιαζαν με γυμναστήρια. Οι προπονητές τους ενθάρρυναν να απέχουν από τη σεξουαλική επαφή και την υπερβολική κατανάλωση φαγητού, καθώς πίστευαν ότι μειώνουν τη σωματική δύναμη.
Το πρωτάθλημα στο Κιρκπινάρ διοργανώνεται μέχρι σήμερα και το 2010 συμπεριλήφθηκε στον Κατάλογο της Άυλης Πολιτιστικής Κληρονομιάς της UNESCO. Στην Ελλάδα αγώνες πάλης με λάδι οργανώνονται σε πανηγύρια στη Ροδόπη και στις Σέρρες.
Στο τραγούδι ο Θανάσης Παπακωνσταντίνου χρησιμοποίησε την λέξη για να χαρακτηρίσει έναν ορμητικό άνεμο.
Όπως είχε πει σε συνέντευξή του «Το έγραψα όταν είδα ότι οι δικοί μου ήταν αποσβολωμένοι από την τηλεόραση. Το αυτί είναι δύστροπο σαν όργανο, το μάτι όμως είναι πιο δεκτικό κι ανεκτικό. Οι δικοί μου λοιπόν κόλλησαν με αυτήν κι ιδίως με κάτι σαβούρες σαν τις βραζιλιάνικες σαπουνόπερες. Πολύ αστείο είναι να ηχογραφήσετε ατάκες από τέτοια σίριαλ, το τι πλάκα πέφτει είναι άνευ προηγουμένου. Η γιαγιά μου έχει Αλτζχάιμερ και συζητάει με τους ηθοποιούς που παίζουν. Γύρισα κάποια στιγμή –ήμουν στο στρατό κι είχα καιρό να τους δω– και μπαίνω που λέτε μέσα στο σπίτι λέω γεια, μου λένε ένα ξερό γεια και γυρίζουν στην τηλεόραση ξανά. Κάθισα και σκέφτηκα να ερχόταν ο αέρας από το βουνό να έφερνε μαζί του τα χαλίκια και τα αγκάθια από το βουνό και να τρύπωνε κάτω από την πόρτα και να τα έπαιρνε όλα μαζί του. Η τηλεόραση είναι χρήσιμη για δυο κατηγορίες πληθυσμού: για τους ανήμπορους ηλικιωμένους και για τα ζευγάρια για να μην φαίνεται η ανία που μπορεί να υπάρχει στη σχέση. Το πλέον τραγικό είναι οι γονείς να βάζουν τα παιδιά μπροστά την τηλεόραση για να τους αφήσουν ήσυχους».