Βαμβακάρης: Παράτησα τον μπαγλαμά, ήταν τσαμπουκάς να τον βαστάω...
Ο Μάρκος Βαμβακάρης εξηγεί γιατί παράτησε τον μπαγλαμά και το γύρισε στο μπουζούκι...
Σε μια εποχή που κυριαρχούσαν τα σαντουροβιόλια και οι εστουδιαντίνες με τα σμυρνέικα και τα παραδοσιακά τραγούδια, ο Μάρκος έκανε τομή με το ταπεινό μπουζούκι του και έστρεψε το ενδιαφέρον της δισκογραφίας στο περιφρονημένο ρεμπέτικο. Στο περιθώριο της κοινωνικής ζωής οι ρεμπέτες με τη φιλοσοφία του τεκέ και της ανέμελης ζωής αποτέλεσαν το λούμπεν προλεταριάτο της προπολεμικής εποχής και τους βασικούς υπόπτους του μεταξικού καθεστώτος, που πέρα από τη λογοκρισία τούς κυνήγησε ανηλεώς με τον φόβο του χωροφύλακα.
Είναι χαρακτηριστικές οι αράδες από την αυτοβιογραφία του Μάρκου που αναφέρονται στο "διαζύγιό" του με τον μπαγλαμά. "Όταν επήγα στρατιώτης, είπαμε, έμαθα το πρώτον το μπαγλαμά, το οποίον κατόπι βέβαια τώρα το παράτησα αυτό το πράγμα, δεν μπόραγα. Ήταν τσαμπουκάς να το βαστάω. Δηλαδή ότι με καταλαβαίνανε ότι είμαι χασικλής με το μπαγλαμά. Αυτό ήταν ένα όργανο που έπρεπε να το κρύψεις από κάτω το σακάκι σου, από πίσω από την κωλότσεπη, όπως παραδείγματος χάρη, ο συχωρεμένος ο φίλος μου ο Γιώργος ο Μπάτης".
Η στάση του Μάρκου απέναντι στον μπαγλαμά έκανε το μικρό αυτό οργανάκι παρία της λαϊκής ορχήστρας και το περιόρισε σε συνοδευτικό ρόλο, που σε εξαιρετικές περιπτώσεις στη δισκογραφία εκτελούσε το εισαγωγικό ταξίμι.
Αν το μπουζούκι ήταν μια φορά σύμβολο του περιθωρίου, ο μπαγλαμάς ήταν δέκα, όργανο που γρατζουνούσαν οι μάγκες στις φυλακές για να λένε το ντέρτι τους και να περνά η ώρα. Η άποψη του Μάρκου για όσους βαστούσαν μπαγλαμά αποτυπώνεται στη γνώμη του για τον Μπάτη: "Ο Μπάτης κωμικός ήτανε. Μα ούτε να παίζει ήξερε, ούτε τίποτες. Τραγουδούσε με τον μπαγλαμά που είχε. Κι αν έβγαζε και κανένα τραγούδι στο ραδιόφωνο του το τραγούδαγε ο Στράτος..."