Κι όμως ο Χιώτης δεν ήταν ο πιο γρήγορος στο μπουζούκι
Βιρτουόζος της πενιάς ο Μανώλης Χιώτης, αλλά οι παλιοί λένε ότι δεν ήταν ο πιο γρήγορος στο μπουζούκι.
Έτσι κι αλλιώς ο απαράμιλλος αυτός δεξιοτέχνης είχε να αντιμετωπίσει σχεδόν εξαρχής μια σειρά από σοβαρούς ανταγωνιστές. Τατασόπουλος, Σταματίου, Τσιμπίδης, Λεμονόπουλος αμφισβητούσαν την μονοκρατορία του Χιώτη στο μπουζούκι, κάνοντας τα δικά τους ζογκλερικά.
Ένας όμως ήταν αυτός που έβαλε δύσκολα στον μεγάλο μουσικό. Το όνομά του ήταν Δημήτρης Στεργίου αλλά στο σινάφι ήταν γνωστός με το ψευδώνυμο Μπέμπης. Ο εκπληκτικός τρόπος που χειριζόταν το μπουζούκι συμπυκνώνεται στην μνημειώδη φράση του Γενίτσαρη: "Όποτε ο Μπέμπης έπιανε το μπουζούκι, το μπουζούκι χεζότανε..."
Ο Μπέμπης ήταν ίσως ο μόνος μπουζουξής που στην εποχή του διάβαζε παρτιτούρα πρίμα βίστα, έχοντας πάρει κλασική μουσική παιδεία από παιδί. Γόνος εύπορης οικογένειας ονειρευόταν να γίνει δικηγόρος αλλά αναγκάστηκε μετά τον θάνατο του πατέρα του να βιοποριστεί ως οργανοπαίκτης περνώντας από το μαντολίνο, την κιθάρα, το μπάντζο και το πιάνο, στο μπουζούκι.
Την αποστροφή του για τη δισκογραφία την είχε εκφράσει από νωρίς, όταν δήλωνε "Εμένα δε θα με κάνετε γραμμόφωνο. Όποιος θέλει να με ακούσει να έρθει στο μαγαζί που δουλεύω». Πιθανότατα και ο φόβος που προκαλούσε στους ομοτέχνους του να τον κράτησε μακριά από τα στούντιο των δισκογραφικών εταιριών. Γεγονός είναι πάντως πως οι ηχογραφήσεις του μετριούνται στα δάχτυλα. Όσον αφορά τη σχέση του με τον Χιώτη οι παλιοί την περιγράφουν ως σχέση βαθιάς εκτίμησης και αλληλοσεβασμού.
Οι κόντρες τους ωστόσο υπήρξαν παροιμιώδεις με κορυφαία την "κούρσα ταχύτητας και φαντασίας" στο Καφενείο του Μάριου. Από το βιβλίο "Οκτώ λαϊκά πορτραίτα" του Γιώργου Άλτη αναδημοσιεύουμε ένα απόσπασμα από τη μαρτυρία του Χρήστου Λεβέντη, στενού φίλου και συνεργάτη του Μπέμπη:
Με τον Χιώτη ήταν πολύ φίλοι αλλά κοντραριζόντουσαν συνέχεια. Όταν δουλέψανε μαζί στο «Πιγκάλς» κάνανε αγώνα δρόμου. Ο Χιώτης ήταν και αυτός μεγάλος μάγκας και μεγάλος εγωιστής. Θυμάμαι μια φορά καθόμασταν μαζί με τον Μπέμπη στου Μάριου, στην Ίωνος, πίναμε καφέ και μπαίνει μέσα ο Χιώτης. Παίρνει και αυτός έναν καφέ και κάθεται μαζί μας. Εγώ κατάλαβα ότι ο Μπέμπης είχε έναν εκνευρισμό. Μέσα στο καφενείο ήταν ο Τσιτσάνης, ο Χρήστος ο αδερφός του, ο Μπάτης, ο Κερομύτης, ο Ζαμπέτας, ο Λαύκας, ο Μητσάκης, ο Λουκάς Νταράλας, όλοι οι μπουζουξήδες. Του λέει ο Μπέμπης του Χιώτη σε μια στιγμή: «δεν παίρνεις την κιθάρα να με ακομπανιάρεις;» «γιατί;» του λέει ειρωνικά ο Χιώτης, «δεν ακομπανιάρεις εσύ να παίξω εγώ;» . «Εντάξει» λέει ο Μπέμπης. Παίρνει την κιθάρα και αρχίζουν. Παίζει, παίζει ο Χιώτης, από πίσω ακολουθεί ο Μπέμπης.
Αφού έπαιξε αρκετή ώρα, κάποια στιγμή τελειώνει. «Τώρα» του λέει ο Μπέμπης, «πάρε την κιθάρα να παίξω εγώ μπουζούκι». Και πλακώνεται, τον είχε πιάσει τρέλα, έπαιζε μανιασμένα. Όλο το καφενείο είχε ξεραθεί, δεν μίλαγε κανένας. Μόνο το μπουζούκι ακουγότανε και μια κιθάρα που προσπαθούσε να το ακολουθήσει. Άλλαζε συνέχεια δρόμους και ακόρντα. Σε μια στιγμή σταματάει, σηκώνεται όρθιος ο Χιώτης, του δίνει το χέρι και του λέει: «Μπράβο ρε Δημήτρη». Όλοι είχαν παγώσει.
Ο ίδιος ο Χιώτης είχε πει για τη γρηγοράδα του Μπέμπη στο μπουζούκι: "Εγώ παίζω όσο γρήγορα μπορώ, ο Μπέμπης όσο γρήγορα θέλει".