«Αξιον Εστί» η μουσική που γράφτηκε σε ένα δωματιάκι στο Παρίσι
Το «Άξιον Εστί» είναι ο ποιητικός Παρθενώνας της σύγχρονης Ελλάδας. Έργο επικών διαστάσεων μελοποιήθηκε στις 24 Δεκεμβρίου του 1960 από τον Μίκη Θεοδωράκη σε ένα καμαράκι στο Παρίσι.
Μια μέρα του 1960 στο πατάρι του Λουμίδη, εκεί όπου η ελληνική διανόηση απολάμβανε τον καφέ της, ο Οδυσσέας Ελύτης πλησίασε κάπως διστακτικά τον νεαρό μουσικοσυνθέτη Μίκη Θεοδωράκη και του είπε: «Μόλις τελείωσα μια ποιητική σύνθεση, το Άξιον Εστί, τη γράφω πολλά χρόνια και θα κυκλοφορήσει αυτόν τον καιρό. Πιστεύω ότι είναι ένα ποίημα που θα σας οδηγήσει να κάνετε κάτι άλλο, πιθανώς μια λειτουργία, ένα ορατόριο, θα σας εμπνεύσει. Είμαι βέβαιος γι’ αυτό, γιατί απ’ ό,τι άκουσα από τα άλλα έργα σας, νομίζω ότι του ταιριάζει πολύ η μουσική σας».
Έτσι αρχίζει η ιστορία της μελοποίησης ενός από τα σημαντικότερα έργα της νεοελληνικής ποίησης. Λίγες μέρες αργότερα στο Παρίσι όπου είχε στο μεταξύ μετακομίσει ο Μίκης, έλαβε το βιβλίο του Ελύτη. Η αμεσότητα της έμπνευσής του δεν είχε προηγούμενο «Το καταβρόχθισα και άρχισα να γράφω τη μουσική. Δεν προλάβαινα στο πεντάγραμμο, τα περισσότερα τα έγραψα στο πλάι. Σε μια εβδομάδα είχα τελειώσει όλο το έργο, πλην του φινάλε, του δοξαστικού….»
Ολυμπιακός: Οι λύσεις που δίνει η επιστροφή του Ορτέγκα
Το μικροσκοπικό δωμάτιο του Παρισινού του καταλύματος όπου ο Θεοδωράκης στρίμωχνε την οικογενειακή του καθημερινότητα, γυναίκα και παιδί, αλλά και με τις μουσικές του συνθέσεις, γέμισε από τις νότες του «Άξιον Εστί».
Το «Άξιον Εστί» μελοποιήθηκε στις 24 Δεκεμβρίου του 1960.
Ανάμεσα στις σημειώσεις του Θεοδωράκη για το έργο του, διαβάζουμε όσα αναφέρει στην επίσημη ιστοσελίδα του mikistheodorakis.gr
«Ήθελα να μιμηθώ απολύτως το εκκλησιαστικό ύφος, αλλά και ο Ελύτης δεν είχε αντίρρηση, διότι μιλούσε πάντα για μια λαϊκή λειτουργία. Είχαμε λοιπόν τον ψάλτη, είχαμε το λαϊκό τραγουδιστή είχαμε και τον ευαγγελιστή, ο οποίος θα διάβαζε»
Ο ψάλτης ήταν ο βαρύτονος Θεόδωρος Δημήτριεφ, ο αναγνώστης ο Μάνος Κατράκης, κι ο λαϊκός τραγουδιστής, φυσικά ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης που το 1964, σύμφωνα με τον Θεοδωράκη η φωνή του βρισκόταν στον κολοφώνα της.
Οι ηχογραφήσεις έγιναν στα στούντιο της Κολούμπια και το τελικό δείγμα ο διευθυντής της εταιρίας Τάκης Λαμπρόπουλος το πήγε να το ακούσει το ιερατείο της διανόησης που σύχναζε τώρα στου Φλόκα.
Ανάμεσά τους και ο ίδιος ο Ελύτης. Η υποδοχή του έργου κάθε άλλο παρά θερμή ήταν. Ο ποιητής κλονίστηκε σοβαρά από την περιρρέουσα ατμόσφαιρα και εξέφρασε σοβαρές αντιρρήσεις για την κυκλοφορία του. Αρωγός του Μίκη ήταν μόνο ο Γιάννης Τσαρούχης που την θερμή του υποστήριξη την αποτύπωσε σ’ ένα υπέροχο εξώφυλλο. Ελύτης και Θεοδωράκης υπέβαλαν αίτημα συμμετοχής στο φεστιβάλ Αθηνών του 1964. Ασκήθηκαν ισχυρές πιέσεις στον συνθέτη να αντικαταστήσει τον Μπιθικώτση με ένα λόγιο τραγουδιστή Η διοίκηση του ΕΟΤ αδυνατούσε να συνδέσει τον ιερό χώρο του Ηρωδείου με έναν λαϊκό βάρδο. Ο Μίκης δεν μάσησε και το έργο παρουσιάστηκε τελικά στο θέατρο Ρεξ-Μαρίκα Κοτοπούλη στις 19 Οκτωβρίου 1964.