Τη μέρα που ο Γενίτσαρης μαχαίρωσε ένα μπράβο...
Άγριες οι νύχτες του ρεμπέτικου πριν και μετά τον πόλεμο. Παρεξηγήσεις και σκοτωμοί για το τίποτα. Οι μουσικοί και οι τραγουδιστές υπέφεραν από τους απαιτητικούς παλικαράδες.
Άνθρωποι της νύχτας κρατούσαν τα ηνία της διασκέδασης και κατατρομοκρατούσαν κοινό και ορχήστρες. Από την πλευρά τους και οι καλλιτέχνες λάμβαναν τα μέτρα τους, πολλοί οπλοφορούσαν και κάποιοι από αυτούς αποδεικνύονταν πιο νταήδες από τους νταήδες.
Ο Μιχάλης Γενίτσαρης υπήρξε ένας από αυτούς. Όταν το 1952 ένας μπράβος τον απείλησε με τρόπο σκαιό για μια παραγγελιά ο Γενίτσαρης δεν δίστασε να βγάλει το μαχαίρι που έκρυβε κάτω από το μαξιλαράκι της καρέκλας του και να του το χώσει στο λαιμό. Ο άνθρωπος, ευτυχώς, δεν πέθανε αλλά ο Πειραιώτης καλλιτέχνης εγκατέλειψε τα πάλκα στο πλαίσιο ίσως μιας συμφωνίας που έκανε προκειμένου να μην πέσει θύμα αντεκδίκησης. Το όνομα του μαχαιρωμένου νταή παρέμεινε μυστικό, παρότι κάποιοι θεωρούν ότι πρόκειται για έναν από τους πασίγνωστους Κατελάνους χωρίς αυτό να επιβεβαιώνεται ή να διαψεύδεται από τον Γενίτσαρη.
Το 1937 ο Γενίτσαρης έγραψε και κυκλοφόρησε το ζεϊμπέκικο "Εγώ μάγκας φαινόμουνα", τραγούδι που μεταφέρει με εύγλωττο και άμεσο τρόπο την ατμόσφαιρα της χρυσής εποχής του ρεμπέτικου αλλά και τα προσωπικά πιστεύω του δημιουργού. Δυναμική προσωπικότητα ο Μιχάλης Γενίτσαρης εμπλέκεται σε μια σειρά περιστατικά με τους ανθρώπους της νύχτας αλλά και με την Αστυνομία που κάθε άλλο παρά φιλική ήταν απέναντι στο φαινόμενο που σήμερα ονομάζουμε ρεμπέτικο.
Εγώ μάγκας φαινόμουνα
να γίνω από μικράκι
μ’ αρέσανε τα έξυπνα
κι έμαθα μπουζουκάκι.
Αντί σκολιό μου πάγαινα
μες του Καραϊσκάκη
έπινα διάφορα πιοτά
να μάθω μπουζουκάκι.
Οι συγγενείς μου λέγανε
να το απαρατήσω
αυτό το παλιομπούζουκο
για θα τους ξεφτυλίσω.
Εγώ όμως δεν το άφηνα
να λείψει από κοντά μου
αυτό το παλιομπούζουκο
που το `χα συντροφιά μου