Τα τραγούδια έχουν Ιστορία: Σακαφλιάς - Στα Τρίκαλα στα δυο στενά
Ποιος ήταν ο Σακαφλιάς και το φονικό που έγινε βαρύ ζεϊμπέκικο. Ο Τσιτσάνης το είχε γραμμοφωνήσει το 1938 με τον Στράτο Παγιουμτζή. Αργότερα το ηχογραφεί με ερμηνευτή τον Γρηγόρη Μπιθικώτση και σολίστα τον Μανώλη Χιώτη.
Το 1960 στα στούντιο της Κολούμπια ο Βασίλης Τσιτσάνης ηχογραφεί σε δεύτερη εκτέλεση ένα από τα πιο χαρακτηριστικά τραγούδια της μεσοπολεμικής του καριέρας. Πρόκειται για ένα βαρύ ζεϊμπέκικο με ερμηνευτή τον Γρηγόρη Μπιθικώτση και σολίστα τον αμίμητο Μανώλη Χιώτη.
Το ταξίμι του μπαγλαμά μας βάζει αμέσως στην ατμόσφαιρα της φυλακής. Ύστερα το μπουζούκι του Χιώτη παίρνει φωτιά και ο Γρηγόρης τραγουδά «Στα Τρίκαλα στα δύο στενά σκοτώσανε τον Σακαφλιά…» Οι στίχοι είναι του ίδιου του Τσιτσάνη και απηχούν σε μια παλιά, ξεχασμένη ιστορία, που χάνεται στην αχλή του χρόνου και υποτίθεται πως εκτυλίσσεται στη φυλακή των Τρικάλων.
Ολυμπιακός: Να μη «βλέπει» τους άλλους
Η ΑΥΘΕΝΤΙΚΗ ΕΚΤΕΛΕΣΗ ΜΕ ΤΟΝ ΣΤΡΑΤΟ
Ο Τσιτσάνης το είχε γραμμοφωνήσει ήδη το 1938 με τον Στράτο Παγιουμτζή. Στο πλαίσιο της μετάλλαξης που υπέστη το ρεμπέτικο στις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες η εκδοχή Μπιθικώτση απέχει πολύ από την αυθεντική εκτέλεση. Η νέα ηχογράφηση ωστόσο έφερε ξανά στο προσκήνιο ένα λαϊκό θρύλο οι πτυχές του οποίου δεν έχουν μέχρι σήμερα αποσαφηνιστεί. Ποιος ήταν τελικά ο περίφημος Σακαφλιάς; Μολονότι η ζωή του δεν είχε τίποτε το ηρωικό ή το ένδοξο, η αχαρτογράφητη δράση του στην δεκαετία του ’20 συντηρεί το αμείωτο ενδιαφέρον των ερευνητών. Έτσι ο λαϊκός πολιτισμός αναζητά ένα αιώνα τώρα να σχεδιάσει το ακριβές πορτρέτο του μέσα από τη μουσική, τη φωτογραφία, το σινεμά και τη λογοτεχνία. Ο Σακαφλιάς όμως παραμένει μυστηριώδης φιγούρα του μεσοπολέμου χαμένη πίσω από τον μπερντέ της παρανομίας.
ΤΟ ΠΑΛΙΚΑΡΙ ΜΕ ΤΑ ΧΙΛΙΑ ΠΡΟΣΩΠΑ
Ο λαϊκός μύθος του Σακαφλιά δεν είναι δυστυχώς μονοδιάστατος. Η απαραμείωτη γοητεία του έκανε πολλούς από τους επαΐοντες της μαγκιάς και του ρεμπέτικου να αραδιάζουν διαφορετικές ιστορίες συσκοτίζοντας ακόμα περισσότερο μια αδιευκρίνιστη υπόθεση. Ούτε στο όνομα δεν μπορούν ακόμα να συμφωνήσουν οι αναζητητές του! Σακαφλιάς, Σακαβλιάς, Σακαβιάς ή ακόμα και Καβλιάς. Στα Τρίκαλα δεν υπάρχει οικογένεια Σακαφλιά κάτι που παραπέμπει ευθέως σε παρατσούκλι και στο συμπέρασμα πως ο πρωταγωνιστής αυτής της ιστορίας δεν είναι Τρικαλινός. Στην εκτέλεση του 1960 ο Μπιθικώτσης αρθρώνει το όνομα «Σαρκαφλιάς». Η προφανής ετυμολογία της λέξης είναι φίλος της σάρκας κάτι που υποδηλώνει ίσως την ιδιότητα του μαστρωπού.
Αν ακολουθήσουμε την επικρατέστερη εκδοχή, θα μας πάει στο Θησείο στα χρόνια του ’20, εκεί που ανδρώνεται ένας λεβέντης σαν τα κρύα τα νερά ονόματι Χαράλαμπος Χαραλάμπους. Γεννημένος το 1899 στην Αθήνα παίρνει το παρατσούκλι Σακαφλιάς και εξελίσσεται σ’ ένα κουτσαβάκι της εποχής εκείνης. Τα χρόνια είναι δύσκολα, η παρανομία είναι ένας βολικός τρόπος αν όχι για να πλουτίσει κανείς, τουλάχιστον για να επιβιώσει. Ο νεαρός άντρας παίρνει το δρόμο τον κακό και δραστηριοποιείται ως νταβατζής και μικροκακοποιός. Το 1926 συλλαμβάνεται, καταδικάζεται και οδηγείται στις φυλακές Τρικάλων.
ΤΟ ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΟ ΤΗΣ ΦΥΛΑΚΗΣ ΚΑΙ Ο ΤΣΙΡΙΜΠΑΣΗΣ
Η φυλακή θεωρείται σωφρονιστικό ίδρυμα μέσα στο οποίο ο εγκληματίας ανάλογα με το έγκλημά του προσδοκά την κάθαρση και τον σωφρονισμό χάρις στον οποίο θα επανέλθει ως χρηστός πολίτης στην κοινωνία. Πρόκειται ασφαλώς για μια αφελή πεποίθηση που δεν έχει καμία σχέση με την πραγματικότητα. Η φυλακή είναι μια άγρια αντανάκλαση της σκοτεινής μικροκοινωνίας των παρανόμων, ένα φαύλος κύκλος μέσα στον οποίο άπαξ και μπεις συνήθως δεν έχεις ευτυχή κατάληξη. Οι ίδιοι οι παράνομοι το γνωρίζουν καλύτερα από όλους και ξέρουν από πριν τους κανόνες και το πρωτόκολλο συμβίωσης πίσω από τα κάγκελα. Συμμορίες, αρχηγοί, ξεκαθαρίσματα λογαριασμών, άνομες δοσοληψίες, τυχερά παιχνίδια, ξυλοδαρμοί και φόνοι ακόμα και βιασμοί βρίσκονται στην ημερησία διάταξη. Η ζωή στη φυλακή είναι ζόρικη και οι ρόλοι είναι εκ των προτέρων κατανεμημένοι. Η λαογραφία που ασχολείται, εκτός των άλλων και με τους κανόνες επιβίωσης, στις φυλακές του Μεσοπολέμου, επιβεβαιώνει την παρουσία ενός γενικού δερβέναγα που τον αποκαλεί «τσιρίμπαση». Ο τσιρίμπασης είναι κάποιος κατάδικος περιωπής τον οποίο όλοι οι άλλοι αντιμετωπίζουν με σεβασμό και δέος.. Στις φυλακές των Τρικάλων την εποχή που μεταφέρεται εκεί ο Σακαφλιάς υπάρχει κάποιος Αυλωνίτσης με το όνομα, γεροντόμαγκας, γύρω στα πενήντα που φαίνεται να κάνει κουμάντο μεταξύ των φυλακισμένων.
Ο ΚΑΒΓΑΣ ΓΙΑ ΤΟ ΒΙΔΑΝΙΟ
Η ιδιότητα του «τσιρίμπαση» στις φυλακές της εποχής είχε και οικονομικό αντίκρισμα. Ο τιτλούχος κατάδικος κρατούσε ποσοστό για τα τυχερά παιχνίδια που παίζονταν στα κελιά το λεγόμενο βιδάνιο ή γκανιότα. Φαίνεται πως ο προνομιούχος των φυλακών στα Τρίκαλα ήταν ο πενηντάχρονος Αυλωνίτσης. Ο Σακαφλιάς με τον ενθουσιασμό και την έπαρση της νιότης του τόλμησε να αμφισβητήσει την πρωτοκαθεδρία του ασπρομάλλη νταή. Η Ιστορία καταγράφει ένα καβγά μεταξύ των δύο ανδρών στον οποίο ο Σακαφλιάς ρίχνει κλοτσιά στον Αυλωνίτση λέγοντάς του: «Φύγε από δω ρε κωλόγερα!» Ο Αυλωνίτσης, ωστόσο, δεν ήταν τυχαίος. Λέγεται ότι βρέθηκε στο ζόρικο κόσμο της φυλακής επειδή είχε πυροβολήσει στα ίσα ενωμοτάρχη. Οι άλλοι κρατούμενοι τον γνώριζαν ως ύπουλο και αδίστακτο φονιά αλλιώς δεν θα του παραχωρούσαν αρχηγικά προνόμια.
ΤΑ ΔΥΟ ΣΤΕΝΑ
Ο φόνος του Σακαφλιά είναι ένα έγκλημα που τοποθετείται στα Δυο Στενά. Το αναφέρει και ο Τσιτσάνης στο τραγούδι του και είναι γνωστό πως ο Τρικαλινός συνθέτης ήταν ακριβολόγος στις περιγραφές του. Η ονομασία Δυο Στενά ώθησε κάποιους ερευνητές να αναζητήσουν τον τόπο του εγκλήματος εκτός των Τρικαλιών φυλακών. Ορισμένοι τοποθετούν τη δολοφονική ενέργεια στα στενά του Βαρουσιού Τρικάλων, άλλοι στην κακόφημη συνοικία της πόλης που έφερε αυτό το όνομα και άλλοι στο χωριό Καλλιφώνι Καρδίτσας. Μερικοί μιλούν για φονιά που δρα για λογαριασμό ενός πλούσιου αντιζήλου του Σακαφλιά, άλλοι εμπλέκουν την Χωροφυλακή και άλλη μιλούν για ξεκαθάρισμα λογαριασμών με νταβατζήδες και τσιράκια του υποκόσμου. Ένα είναι σίγουρο: Όσο δεν ξεκαθαρίζει αυτή η υπόθεση, νέες εκδοχές θα προστίθενται.
Τα Δυο Στενά πάντως φαίνεται πως βρίσκονται μες στη φυλακή και είναι ο στενός διάδρομος ανάμεσα στα κελιά, τόπος ξεκαθαρίσματος λογαριασμών με μαχαιρώματα και άφθονο ξύλο. Είναι γνωστό άλλωστε ότι οι φύλακες δεν έμπαιναν ποτέ στα εσώτερα του σωφρονιστικού ιδρύματος και μόνο ο επιστάτης επισκεπτόταν τα κελιά των κρατουμένων.
Η ΟΥΡΑ ΤΟΥ ΤΗΓΑΝΙΟΥ
Οι ερευνητές συμφωνούν λίγο πολύ για το όπλο του εγκλήματος. Είναι γνωστό άλλωστε πως η ουρά του τηγανιού που την αποσπούσαν οι φυλακισμένοι από το σώμα του σκεύους και την ακόνιζαν επισταμένα μετατρεπόταν σ’ ένα τρομερό φονικό όπλο. Με αυτό θρυλείται ότι ο Αυλωνίτσης ξεπάστρεψε τον Σακαφλιά. Ο μεσήλικας κατάδικος τιμώντας τη φήμη του ύπουλου φονιά κάλεσε τον νεαρό άντρα για να τα βρουν και υποσχέθηκε να τον τρατάρει μια τηγανιά μαρίδες. Ο ανυποψίαστος Σακαφλιάς δέχτηκε την πρόσκληση και μαχαιρώθηκε μπαμπέσικα από τον διπρόσωπο νταή των φυλακών. Ο Μπαγιαντέρας, ο πασίγνωστος συνθέτης του ρεμπέτικου που έκανε φυλακή στα Τρίκαλα και άκουσε για το φονικό περιγράφει γλαφυρότατα τη σκηνή: «Πλησίασε ο Σακαβλιάς για να φάει μαρίδες, αλλά έφαγε τόσες μαχαιριές μέχρι που του ’βγαλε τ’ άντερα έξω. Με το χέρι από το τηγάνι τον χτύπαγε ασταμάτητα. Τ’ άντερα βγήκαν στο πάτωμα. Εκεί στο μικρό καμαράκι που ήτανε το πλυσταριό, εκεί που τελειώνει ο διάδρομος των κελιών, εκεί έγινε το φονικό που έμεινε στην ιστορία».
Στα απομνημονεύματά του ο Μπαγιαντέρας αναφέρεται εκτενώς στο επεισόδιο βαφτίζοντας τον Σακαφλιά Σακαβλιά και τον Αυλωνίτση, Αντωνίτση.
Την σκυτάλη στην αναζήτηση της αλήθειας παίρνει ύστερα ο Ηλίας Πετρόπουλος που ομολογεί: «Δεν ξέρουμε ούτε καν το όνομα του Σακαφλιά, που άλλοι τον λένε Σακαβλιά κι άλλοι Σαρκαφλιά». Ο ίδιος εμπιστεύεται ένα ισοβίτη κατάδικο ονόματι Σωτήρη Γκόγκο από τον οποίο παίρνει παρόμοιες πληροφορίες με παραφθαρμένα τα ονόματα των πρωταγωνιστών. Κι εδώ Σακαφλιάς γίνεται Σακαβλίας και ο Αυλωνίτσης, Αντωνίτσης. Ο πληροφοριοδότης του Πετρόπουλου ισχυρίζεται ότι ο δολοφόνος δεν ήταν ο ίδιος «τσιρίμπασης» αλλά ένας αλανόμαγκας που έδρασε για λογαριασμό άλλου. Ο Ηλίας Πετρόπουλος προσθέτει και μερικά αδέσποτα στιχάκια που αναφέρονται στο φονικό: «Στα Τρίκαλα μες στη στενή βαρέσανε έναν μπελαλή / βαρέσανε τον Σακαφλιά που ’χε ντερβίσικη καρδιά / Στην Προύσα ήταν ξακουστός στη Μενεμένη διαλεχτός / ήταν στο τάγμα Τουμπεκί στη μεραρχία Μελανθή»…
Οι εκδοχές για την υπόθεση Σακαφλιά είναι αναρίθμητες και δεν θα πάψουν να πολλαπλασιάζονται όσο δεν υπάρχει πιστοποίηση της επίσημης Ιστορίας για το φονικό. Θα αλλάζουν τα ονόματα, ο χρόνος και ο τόπος αλλά και οι συντελεστές του εγκλήματος. Η γοητεία της μαγκιάς και του ρεμπέτικου θα ωθεί πάντα κάποιους να πλάθουν μύθους με την πεποίθηση ότι αυτοί κατέχουν την αλήθεια σε αυτή την ανεξιχνίαστη ιστορία.
ΕΓΚΛΗΜΑ ΚΑΙ ΤΙΜΩΡΙΑ
Ο δολοφόνος του Σακαφλιά αποφυλακίστηκε μετά τον πόλεμο και σύμφωνα με την επικρατέστερη άποψη κατέληξε στην Πάτρα όπου δούλεψε σε χαρτοπαικτική λέσχη. Όταν πέθανε ο ιδιοκτήτης της λέσχης, ο Αυλωνίτσης γέρος πια δεν είχε τρόπο να βιοποριστεί και άρχισε να ζητιανεύει. Την κατάντια αυτή δεν την άντεξε σαν παλιός μάγκας κι έδωσε τέλος στη ζωή του πέφτοντας στις γραμμές του τρένου.
Ο ΤΣΙΤΣΑΝΗΣ ΚΑΙ ΟΙ ΑΛΛΟΙ
Η μεγάλη επιτυχία του Τσιτσανικού άσματος που αναφέρεται στον αδικοχαμένο Σακαφλιά ώθησε και άλλους ομοτέχνους του να ασχοληθούν με το επίμαχο θέμα. Ήδη το 1960, μετά την επανεκτέλεση του τραγουδιού από τον Γρηγόρη Μπιθικώτση, ο Μπάμπης Μπακάλης με τον Κώστα Βίρβο κυκλοφορεί ένα τραγούδι με τον ίδιο ερμηνευτή και με τίτλο: «Ξύπνα Καημένε Σακαφλιά».
Το 1964, ο Απόστολος Καλδάρας ηχογραφεί ξανά με τον Μπιθικώτση την «Καρότσα» Οι στίχοι είναι ενδεικτικοί:
««Μια βραδιά θα ξεκινήσω με καρότσα της στεριάς / για τα Τρίκαλα να πάω στην πατρίδα της μαγκιάς / Για το Σαρκαφλιά να μάθω ποιος ο λόγος δηλαδή / που απ’ τη ζωή του σβήσαν το καλύτερο παιδί / και στη μνήμη του θα παίξω δυο τραγούδια ταπεινά / και στεφάνι με λουλούδια θα του ρίξω στα στενά / Θα τα πάρω όλα σβάρνα τα κουτούκια στη σειρά / και στ’ απόκρυφα λημέρια που γλεντούσε μια φορά».
Όμως ο Τσιτσάνης είναι ένας και το τραγούδι του για τον «Σακαφλιά» έχει μακράν τη μεγαλύτερη απήχηση στη λαϊκή συνείδηση. Μάλιστα είναι αυτός που μετέτρεψε τον αδικοχαμένο κατάδικο σε λαϊκό ήρωα με τους στίχους «τέτοιο ντερβίσικο παιδί/ το κλαίμε όλοι μας μαζί» και «δεν τον ξεχνάμε ρε παιδιά/ τον φίλο μας το Σακαφλιά»
Ο Τρικαλινός συνθέτης άκουσε την ιστορία στα τρυφερά και ευάλωτα χρόνια της νιότης του και προφανώς επηρεάστηκε και συγκινήθηκε βαθιά από το συμβάν. Όπως και να ‘χει ο λαϊκός μύθος του Σακαφλιά παραμένει ανεξίτηλος και συνεχίζει να μας γοητεύει.