Τα τραγούδια έχουν Ιστορία: Βεργούλες - Η παραγγελιά του θανάτου
Οι θρυλικές "Βεργούλες" έσπασαν τα ταμεία και η επιτυχία του τραγουδιού αποδεικνύεται από το γεγονός πως καθιερώθηκε ως ένα από "στάνταρ" ζεϊμπέκικα στα νυκτερινά μαγαζιά. Έχουν όμως και μια μακάβρια ιστορία...
Το 1940 ο Μάρκος Βαμβακάρης γραμμοφωνεί το υπέροχο απτάλικο: "Τα δυο σου χέρια πήρανε" με συνοδεία του Απόστολου Χατζηχρήστου. Οι στίχοι του έχουν κάτι από τη στιχουργική λογική του δημοτικού μας τραγουδιού. Το τραγούδι αυτό ανακαλύφθηκε ξανά είκοσι χρόνια αργότερα όταν η Κολούμπια αποφάσισε να ηχογραφήσει ξανά τα τραγούδια του Μάρκου με τη φωνή του Μπιθικώτση και με νέα ενορχήστρωση. Οι θρυλικές "Βεργούλες" έσπασαν τα ταμεία και η επιτυχία του τραγουδιού αποδεικνύεται από το γεγονός πως καθιερώθηκε ως ένα από "στάνταρ" ζεϊμπέκικα στα νυκτερινά μαγαζιά. Οι "Βεργούλες" όμως έχουν και μια μακάβρια ιστορία στον κόσμο της νύχτας.
Το Φεβρουάριο του 1973 μόλις είχε αποφυλακιστεί, μετά από καταδίκη του για κλοπή ο Νίκος Κοεμτζής. Το Σάββατο, 24 Φεβρουαρίου, διασκέδαζε με την παρέα του στο νυχτερινό κέντρο Νεράιδα της Αθήνας στην Κυψέλη . Ο αδελφός του, ο Δημοσθένης, έκανε παραγγελιά τις Βεργούλες και ανέβηκε στην πίστα. Ξαφνικά σηκώθηκαν και δύο άλλα άτομα, αστυνομικοί που γνώριζαν τους Κοεμτζήδες. Οι αστυνομικοί παρενόχλησαν επιδεικτικά το Δημοσθένη και ο Νίκος Κοεμτζής σηκώθηκε και σκότωσε με σουγιά τρεις ανθρώπους , τραυματίζοντας άλλους οκτώ. Στην ανάκριση υποστήριξε πως θόλωσε το μυαλό του γιατί νόμιζε ότι θα σκότωναν τον αδελφό του.
Ολυμπιακός: Να μη «βλέπει» τους άλλους
Έκτοτε οι "Βεργούλες" φέρουν το βαρύ αιματοβαμμένο φορτίο της παραγγελιάς κι ένα δίκιο που δεν μοιράζεται εύκολα ανάμεσα στον δράστη και στα θύματά του.
Τα δυο σου χέρια πήρανε
βεργούλες και με δείρανε
Με κάψαν τα φρυδάκια σου
και τα γλυκά ματάκια σου
Έλα μαζί μικρούλα μου
να γειανεις την καρδούλα μου
Παλάτια θα σου χτίσω εγώ
να σ’ έχω μέσα Μαριγώ
(Στη δεύτερη εκτέλεση οι στίχοι είναι:
Τα δυο σου χέρια πήρανε
βεργούλες και με δείρανε
και τη χαρά μου πήρανε
Τα χέρια σου με κάψανε
που άλλον αγκαλιάσανε
και δε με λογαριάσανε
Μ’ αυτά τα χέρια σου τα δυο
σκάψε τη γης βαθιά να μπω
να μη σε βλέπω και πονώ)