Όταν η Ελένη Βλάχου έγραφε για τους Ολυμπιακούς Αγώνες του Χίτλερ και γοητευόταν από τον Γκέμπελς
«Η γραφικωτέρα σκηνή ήτο η εμφάνισις του μαραθωνοδρόμου του 1896 Σπύρου Λούη φέροντος την εθνικήν ελληνικήν ενδυμασίαν...»
Η Ελένη Βλάχου υπήρξε μια εμβληματική μορφή, της οποίας η παρουσία δέσποσε στον χώρο της δημοσιογραφίας και της πολιτικής. Πέθανε σαν σήμερα, στις 14 Οκρωβρίου 1995, σε ηλικία 84 ετών. Ήταν η κόρη του Γεωργίου Βλάχου, δημοσιογράφου και ιδρυτή της εφημερίδας “Καθημερινή” και εγγονή του Άγγελου Βλάχου, πολιτικού και λογοτέχνη.
Σε ηλικία 25 ετών έχει σταλεί στο Βερολίνο από την εφημερίδα του πατέρα της σαν αθλητική συντάκτης στους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1936, όπου είναι η νεότερη από τις 56 γυναίκες ανταποκρίτριες.
Το 1951 με τον θάνατο του πατέρα της ανέλαβε τα ηνία της “Καθημερινής” και δέκα χρόνια μετά, στις 9/10/1961, εξέδωσε την “Μεσημβρινή”, ενώ στις 21/4/1967 με αφορμή το Απριλιανό Πραξικόπημα διέκοψε την κυκλοφορία όλων των εντύπων της, στα οποία περιλαμβάνονταν το περιοδικό “Εικόνες” και οι εκδόσεις “Γαλαξίας” και διέφυγε στην Αγγλία όπου ανέπτυξε έντονη αντιδικτατορική δράση.
Σαν χρονογράφος υπέγραφε με το “Ε.” ενώ της άρεσε πολύ το σκάκι και έπαιζε τακτικά με τον Σπύρο Μαρκεζίνη που διετέλεσε πρωθυπουργός για ενάμισυ χρόνο το 1973.
Στην ιστορία για πολλούς και διαφόρους λόγος έμεινε ο τρόπος με τον οποίο κάλυψε τους Ολυμπιακούς αγώνες του 1936, τους αγώνες του Χίτλερ. Πριν από περίπου δύο χρόνια, η Καθημερινή δημοσίευσε μέρος στον ανταποκρίσεών της και αυτή που γράφει για τη συνάντησή της με τον Γκέμπελς.
Στο κομμάτι με τίτλο «80 χρόνια πριν... 2-VIII-1936», αναφερόταν:
«Η ΙΑ΄ ΟΛΥΜΠΙΑΔΑ ΤΟΥ ΒΕΡΟΛΙΝΟΥ: Βερολίνον, 1.- Πλέον των εκατό χιλιάδων κόσμου εξ όλων των χωρών είχε καταλάβει θέσεις εν τω σταδίω πολύ προ της ορισθείσης διά την έναρξιν των ολυμπιακών αγώνων ώρας. […] Η γραφικωτέρα σκηνή ήτο η εμφάνισις του μαραθωνοδρόμου του 1896 Σπύρου Λούη φέροντος την εθνικήν ελληνικήν ενδυμασίαν […]. Ο Ελλην Μαραθωνοδρόμος τείνων την δάδα προς τον καγκελλάριον Χίτλερ, προσέφερεν ομοίως αυτώ κλάδον ελαίας της Ολυμπίας (φωτογραφία). Ατελεύτητα χειροκροτήματα και ουρανομήκεις ζητωκραυγαί εδόνησαν την ατμόσφαιραν […].
ΓΚΑΙΜΠΕΛΣ ΓΟΗΤΕΥΕΙ ΒΛΑΧΟΥ: (Από ανταπόκριση της Ελένης Βλάχου την οποία υπογράφει με το επώνυμο του τότε συζύγου της, ως Ελένη Ι. Αρβανιτίδη.) Βερολίνον, 31 Ιουλίου.- […] Χθες βράδυ Πέμπτη, ο Δόκτωρ Γκαίμπελς είχε καλέσει όλους τους αντιπροσώπους του Τύπου εις γεύμα, […]. Μετά το τέλος του γεύματος αφού διάφορα μέλη της Ολυμπιακής Επιτροπής εξεφώνησαν λόγους, και αφού ο Γκαίμπελς ίσως ο καλύτερος ρήτωρ της Γερμανίας, μετά από τον Χίτλερ, τους απάντησε, άρχισε ένας σκληρότατος αγών μεταξύ 1.200 [δημοσιογράφων], ποιος θα κατορθώση να τον πλησιάση και να του μιλήση. Μεταξύ των πρώτων πενήντα ήμουν και εγώ. Με την βοήθεια ενός ανωτέρου υπαλλήλου του υπουργείου Προπαγάνδας, ενίκησα το πλήθος, τος επλησίασα, με εσύστησαν. Μικρός, κοντός και αδύνατος ο Γκαίμπελς, είναι από τους ανθρώπους των οποίων η εξαιρετική προσωπικότης σού κάνει εντύπωσι μόλις τον γνωρίσης. Ολοζώντανα και μεγάλα μαύρα μάτια χαμένα σ’ ένα στενό και νευρικό πρόσωπο, θαυμάσιος τόνος φωνής, χαμόγελο εντελώς παιδικό, αφελές, ανοιχτόκαρδο. Το πρώτο πράγμα που μου είπε, πριν προφθάσω ν’ ανοίξω το στόμα μου, ήταν: «Σκεφθήκατε τουλάχιστον, μια και έρχεσθε από την ωραία σας Ελλάδα, να μας φέρετε φως από την Ολυμπία;». Δεν θα υπερβάλω: Μιλήσαμε μαζί το πολύ δυο λεπτά. Αλλά σ’ αυτά τα δυο λεπτά προσπάθησα εγώ να του πω πόσο ευχάριστο είναι να είναι κανείς Ελλην και στο Βερολίνο αυτές τις ημέρες, και αυτός, πόσο ευχάριστο πρέπει να είναι κανείς Ελλην πάντα, και να ζη στην φωτεινή πατρίδα μας».
Η Ελένη Βλάχου, κόρη του Γεωργίου Βλάχου και διάδοχός του στη θέση του εκδότη της «Καθημερινής», είχε τότε την αφέλεια να περιγράφει τον Γκέμπελς μ’ αυτόν τον τρόπο...