Άσκηση στο κρύο
Οι μηχανισμοί του σώματος που προσπαθούν να διατηρήσουν φυσιολογική θερμοκρασία κατά την έκθεση στο κρύο και η λειτουργία τους σε κατάσταση σωματικής άσκησης.
Κατά την έκθεση στο κρύο το σώμα προσπαθεί να διατηρήσει φυσιολογική θερμοκρασία αναπτύσσοντας μηχανισμούς (προσαρμογές) που θα το βοηθήσουν να μειώσει το στρες της δυσφορίας ενώ ταυτόχρονα θα ενισχυθούν σημαντικές λειτουργίες του οργανισμού. Το στρες του κρύου είναι ανεκτό μέσα σε όρια και η ανεκτικότητα εξαρτάται από την κατάσταση υγείας, την ηλικία, την ένδυση, τη θερμογένεση, τη θερμότητα δηλαδή που παράγει το σώμα κατά τον μεταβολισμό των τροφών, και κυρίως τον κατάλληλο εγκλιματισμό (θερμορυθμιστική ικανότητα).
Η φυσιολογική απάντηση του σώματος στις χαμηλές θερμοκρασίες περιβάλλοντος συνίσταται σε άμεση περιφερική αγγειοσύσπαση του δέρματος και των αγγείων των μυών των άκρων.
Η επερχόμενη μείωση της ροής του αίματος λόγω αγγειοσύσπασης ελαττώνει τη μεταφορά θερμότητας από τον πυρήνα προς την περιφέρεια, δηλαδή από τα σπλάχνα προς το δέρμα, το υποδόριο λίπος και τους σκελετικούς μύες διατηρώντας τη μόνωση του σώματος και εμποδίζοντας την απώλεια θερμότητας. Η αγγειοσύσπαση αρχίζει όταν η μέση θερμοκρασία του δέρματος πέσει κάτω από 34-35 βαθμούς Κελσίου και γίνεται μέγιστη όταν η θερμοκρασία είναι περίπου 31 βαθμοί ή λιγότερο.
Ολυμπιακός: Ψάχνοντας το εύκολο γκολ...
Υπάρχουν περιπτώσεις που η αγγειοσυσπαστική απάντηση μπορεί να συμβάλλει στην ανάπτυξη βλαβών του δέρματος και των μυών, ιδιαίτερα στα δάχτυλα των άκρων (κρυοπαγήματα, ισχαιμία, διαταραχές κινητικότητας, κ.ά.). Εντούτοις, μια άλλη αγγειοκινητική απάντηση των άκρων στο κρύο, η αγγειοδιαστολή μετριάζει τη μειωμένη κυκλοφορία λόγω αγγειοσύσπασης. Η αγγειοδιαστολή παίζει σημαντικό ρόλο για την αποφυγή του κινδύνου από τις επιπτώσεις του κρύου. Επιπλέον η ικανότητα των μυών να παράγουν θερμότητα μέσω του μηχανισμού σύσπασης-χάλασης αντισταθμίζει την απώλεια θερμότητας.
Αυτό συμβαίνει μέσω του μηχανισμού του ρίγους το οποίο πυροδοτείται μετά από λίγα λεπτά από την έκθεση στο κρύο η ένταση του οποίου ποικίλλει ανάλογα με τη θερμοκρασία. Όσο μειώνεται η θερμοκρασία τόσο περισσότεροι μύες ενεργοποιούνται και η κατανάλωση οξυγόνου μπορεί να φτάσει σε 600-700ml ανά λεπτό κατά την ηρεμία (η φυσιολογική κατανάλωση οξυγόνου είναι 250ml ανά λεπτό) αλλά μπορεί να φτάσει τα 1000ml ανά λεπτό κατά την πλήρη βύθιση του σώματος σε κρύο νερό, γεγονός που αντιστοιχεί σε εξαπλάσια αύξηση του μηχανισμού ηρεμίας ή το 50% της μέγιστης κατανάλωσης οξυγόνου.
Όταν η ένταση της άσκησης στο νερό είναι περισσότερη από 75% της μέγιστης κατανάλωσης οξυγόνου η θερμοκρασία του σώματος αυξάνεται με αποτέλεσμα να αντισταθμίζει την απώλεια της θερμότητας από το κρύο νερό. Όσο μεγαλύτερη είναι η επιφάνεια του σώματος που είναι βυθισμένη στο νερό τόσο μεγαλύτερη είναι η απώλεια θερμότητας και τόσο ταχύτερα μειώνεται η θερμοκρασία του σώματος. Η θερμική ισορροπία κατά την άσκηση σε κρύο νερό ή βροχή εξαρτάται από μια πολύπλοκη αλληλεπίδραση μεταξύ της θερμότητας που παράγεται από τον μεταβολισμό, τον τύπο της άσκησης, τον ρουχισμό, τα ανθρωπομετρικά στοιχεία και τον βαθμό του ψύχους που προκαλείται από τη θερμοκρασία του νερού, της βροχής ή του ανέμου.
Σε θερμοκρασία αέρα 5 βαθμών Κελσίου η απώλεια θερμότητας με υγρά ρούχα είναι διπλάσια σε σχέση με τα στεγνά. Ο άνεμος αυξάνει σημαντικά τις απώλειες. Όταν η ένταση της άσκησης είναι πάνω από 60% της μέγιστης κατανάλωσης οξυγόνου η θερμοκρασία του σώματος μπορεί να διατηρηθεί στους 37 βαθμούς Κελσίου παρόλο που η θερμοκρασία του περιβάλλοντος μπορεί να είναι 5 βαθμούς Κελσίου, τα ρούχα εντελώς υγρά και ο άνεμος 5 μέτρα ανά λεπτό. Παρόλα αυτά σε ελαφρά άσκηση κάτω από το 30% της μέγιστης κατανάλωσης οξυγόνου η απώλεια θερμότητας υπερβαίνει την παραγωγή με συνέπεια την επικίνδυνη πτώση της θερμοκρασίας του σώματος.
Το νερό έχει πολύ υψηλότερη θερμοχωριτηκότητα σε σχέση με τον αέρα, δηλαδή αποσπά από το σώμα πολύ μεγαλύτερη ποσότητα θερμότητας. Επομένως οι κολυμβητές και οι αθλητές που ασκούνται υπό βροχή βιώνουν σημαντική απώλεια θερμότητας ακόμα και σε σχετικά ήπιες θερμοκρασίες περιβάλλοντος.
Τα άτομα διαφέρουν ως προς την ανεκτικότητά τους στο κρύο. Τα εγκλιματισμένα στο κρύο άτομα σε αντίθεση με τα μη εγκλιματισμένα έχουν χαμηλότερη θερμοκρασία σώματος και αυτή η κατάσταση ανεκτικότητας στο κρύο ονομάζεται υποθερμική εξοικείωση.
Δρόσος Βενετούλης
Πνευμονολόγος, τ. Δ/ντής ΜΕΘ Τζανείου Γενικού Νοσοκομείου Πειραιά.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ