Τσουμελέκα: «Όσο έκανα πρωταθλητισμό δεν στερήθηκα ποτέ τίποτα» (pics)
Η χρυσή Ολυμπιονίκης του 2004 και κορυφαία Ελληνίδα βαδίστρια Αθανασία Τσουμελέκα σε μια αποκλειστική συνέντευξη τρέχοντας με το Νίκο Αρμένη για το fosonline.gr
23 Αυγούστου 2004. Τη θυμάμαι σαν χθες αυτή την υπέροχη ημέρα που η Αθανασία Τσουμελέκα μπήκε πρώτη στο Ολυμπιακό Στάδιο και έγινε Χρυσή Ολυμπιονίκης και Κορυφαία Ελληνίδα Βαδίστρια όλων των εποχών! Τη θυμάται κι εκείνη φυσικά. Πώς να ξεχάσεις άλλωστε μια από τις πιο λαμπερές ημέρες για τον ελληνικό αθλητισμό και από τις κορυφαίες στιγμές ευτυχίας στη ζωή σου.
Όμως θυμάται και από πού ξεκίνησε, πώς έγινε αθλήτρια, μετέπειτα Πρωταθλήτρια στο βάδην και τελικά μια από τις καλύτερες του αθλήματος στον κόσμο!
Θυμάται και τα δύσκολα παιδικά χρόνια στην Πρέβεζα και την εποχή που τα κιλά της δεν θα μπορούσαν να κάνουν κανέναν να υποψιαστεί ότι θα έφτανε τόσο ψηλά στον αθλητισμό!
Ξέρετε τί απόλαυσα και θαύμασα στην Αθανασία σε αυτή τη συνέντευξη τρέχοντας που κάναμε διανύοντας πάνω από 10 χλμ;
Ότι μπορούσε χωρίς ίχνος υποκρισίας να αυτοσαρκάζεται !
Οι άνθρωποι που φτάνουν στην κορυφή, μπορούν να λάμπουν εσαεί μόνο όταν παραμένουν αυθεντικοί και ακατέργαστοι όπως όταν ήταν παιδιά.
Η Αθανασία Τσουμελέκα ανήκει σε αυτή την κατηγορία και γι’αυτό θα παραμείνει για πάντα κορυφαία!
Όταν τη ρώτησα ενώ μόλις είχαμε αρχίσει να τρέχουμε, πώς της μπήκε το «μικρόβιο» του αθλητισμού, η απάντησή της ήταν αυτό ακριβώς, ακατέργαστη.
«Έβλεπα τον ξάδερφό μου στην Πρέβεζα που έδινε για να περάσει στα ΤΕΦΑΑ και είχε ωραίο κορμί. Έλεγα ότι θέλω να του μοιάσω αλλά πάντα ήμουν το παιδί για τις …μπαλίτσες γιατί ήμουν χοντρούλα. Ε, και λέγαμε ότι η πρωταθλήτρια του σπιτιού θα είναι η αδερφή μου».
Κι όμως μπήκε και εκείνη στο αθλητικό γυμνάσιο και ασχολήθηκε με τη σφαίρα. Αλλά όχι ακριβώς μόνο με τη σφαίρα.
«Ήμουν πολύ τακτική. Έκανα ρίψεις και στο τέλος όταν έφευγαν όλοι, άρχιζα να τρέχω δυο, τρεις, πέντε, δέκα στροφές μέχρι να κάνουν μπάνιο και να ντυθούν. Εγώ απλά άλλαζα μια μπλούζα και πήγαινα σχολείο»
Πρώτος προπονητής της ο Μανώλης Μυλωνάς αλλά δεν ξεχνά και τη Φωτεινή Σιωπηλίδου, πρωταθλήτρια αντοχής από το Νευροκόπι.
«Ο Μανώλης Μυλωνάς θεωρώ ότι ήταν ο μέντοράς μου. Ήταν εκείνος που φώναζε «τσουβάλια…τρέξτε». Ήμουν έντονος και εκρηκτικός χαρακτήρας, κάτι που προσπαθώ να κουλαντρίσω ακόμα και σήμερα. Και με τον Μανώλη που ήταν έντονος και αυτός, εγώ του απαντούσα. Η Φωτεινή ήταν αυτή που με προσέγγισε πλέον συναισθηματικά, που με πήρε σπίτι της να μου δείξει τα μετάλλιά της»
Και μιλάμε για εποχή που μετάλλιο έπαιρνε αποκλειστικά και μόνο ο πρώτος. Όλα τότε ήταν πολύ διαφορετικά.
«Και οι αριθμοί μας δεν είχαν βέβαια τσιπάκι, δεν ήταν εκτυπωμένοι. Ακόμα και στα πανελλήνια πρωταθλήματα του ΣΕΓΑΣ ήταν από κομμένα σεντόνια. Είτε τους επιστρέφαμε, είτε αν ήμασταν τυχεροί να τους κρατήσουμε, τους ενώναμε και φτιάχναμε πάνινο τσαντάκι για τα παπούτσια. Όποιος είχε τέτοιο τσαντάκι, σήμαινε ότι είχε πάρει μέρος σε πολλά πανελλήνια πρωταθλήματα και ήταν πρωταθλητής. Αυτά ήταν τα κίνητρά μας»
Ακόμα και ο τρόπος με τον οποίο ξεκίνησε το βάδην, είναι αποκαλυπτικός!
«Όπως κι εσείς, έτσι κι εγώ κορόιδευα την τεχνική του βάδην. Πώς κουνιούνται έτσι κλπ.. Στο χωριό – και όταν λέμε χωριό εννοούμε με χώμα και κοπριές αγελάδων – είχαμε μια κατηφόρα που ήταν φυσικά πολύ ανηφόρα. Την κατεβαίναμε με το skateboard και την ανεβαίναμε τρέχοντας. Εγώ με τεχνική βάδην. ‘Ξέρεις κάτι; Το κάνεις πολύ καλύτερα από τα κορίτσια στο γήπεδο, δεν έρχεσαι;’, μου είπε η αδερφή μου».
Έτσι ξεκίνησε και όταν σε έναν αγώνα πήρε τη θέση της άρρωστης Αθηνάς Σκαρνέλου και κέρδισε βγαίνοντας 2η στο Πανελλήνιο Πρωτάθλημα, φάνηκε ότι είχε καρδιά πρωταθλητή. Ολυμπιονίκης πάντως κατάλαβε ότι πιθανότατα θα γινόταν λίγο πριν τους Ολυμπιακούς Αγώνες..
«Χρυσή Ολυμπιονίκης πίστεψα ότι θα γίνω το Μάιο του 2004. Σκεφτόμουν ποιά άλλη μπορεί να πηγαίνει τόσο γρήγορα τα 400άρια όπως εγώ. Δεν κοίταζα ποτέ αντιπάλους αλλά με πόσο κερδίζουμε. Ο προπονητής και πρώην σύζυγος τότε μου έλεγε «Αθανασία μη λες βλακείες, αυτές δεν έχουν χάσει ποτέ». Λέω καλά, έτσι μας τα είχε πει και ο Κεφαλόπουλος στο Ευρωπαϊκό και πάλι στα μετάλλια ήμουν».
Είχε προηγηθεί η 7η θέση στο Παγκόσμιο του 2003 όταν ακολουθούσε την αξέχαστη Annarita Sidoti από την Ιταλία.
«Ήταν πιο κοντή από εμένα. Το λέω γιατί πάντα ήμουν η κοντύτερη της παρέας και με λέγανε στρουμφάκι. Γύρω στο 19ο χλμ έλεγε στον προπονητή της «aiuto aiuto, η μικρή θα με περάσει. Φυσικά η εμπειρία της έπαιξε μεγάλο ρόλο».
Όταν πήρε το χρυσό ήταν μόλις 22 ετών. Και έζησε αυτό που είχε δει να πετυχαίνει η Βούλα Πατουλίδου και ο Πύρρος Δήμας!
«Την Πατουλίδου την είδα να κερδίζει και φυσικά δεν συμφωνώ με αυτό που λένε ότι αν δεν είχε πέσει η άλλη δεν θα έπαιρνε το χρυσό. Γι’αυτό είναι τα εμπόδια είτε στη ζωή μας, είτε στο στίβο. Ας μην έπεφτε η άλλη. Όταν τη γνώρισα μετά, κατάλαβα πώς είναι να λειτουργείς πάντα ως πρώτος. Θυμάμαι κάναμε στρωματσάδες να δούμε τον Πύρρο και όποτε παρακολουθούσα προσπάθειά του, έχανε. Οπότε έκλεινα τα μάτια και κέρδιζε!»
Προληπτική όπως καταλαβαίνετε..
«Κουβάλαγα μια φόρμα για χρόνια χωρίς να τη φοράω. Χειμώνα καλοκαίρι. Και έλεγε η μάνα μου ‘καλά… δεν θα γίνεις γνωστή, ρεζίλι θα σε κάνω που κουβαλάς αυτό το πράγμα’»
Θυμήθηκε και δημοσίευμα στο ΦΩΣ των ΣΠΟΡ το 1998 που την είχε μεταξύ των πιθανών αθλητών και αθλητριών που θα κατάφερναν να προκριθούν στους Ολυμπιακούς Αγώνες.
«Τότε ήμουν 16 ετών και έκανα 5 χλμ. Ο Μανώλης είχε 4-5 παιδιά στην Εθνική και του βγάζω το καπέλο που το είχε καταφέρει αυτό σε μια τόσο μικρή πόλη. «Καλά ρε Τσουμελέκα, θα πας εσύ και δεν θα πάει ο Γιαννάκης και η Νάκου;». Ο Γιαννάκης έκανε στιπλ και η Νάκου 200 μέτρα. Του λέω «τι να σου πω… μπορεί το χοντρούλι να αδυνατίσει και να είναι πιο γρήγορο». Αυτοσαρκαζόμουν».
Δεν μου έκρυψε ούτε πόσο ανίδεη ήταν όταν πρώτη φορά ήρθε το 2000 στην Αθήνα για να ταξιδέψει μετά στην Κίνα ως μέλος της Εθνικής Ομάδας.
«Χωριατάκι εντελώς, δεν είχα φύγει εκτός Πρεβέζης. Ήρθα με λεωφορείο του ΚΤΕΛ για να πάω στο ξενοδοχείο Dorian Inn που δεν ήξερα καν τι είναι και πού βρίσκεται, χωρίς κινητά. Δεν ξέρω πώς με άφησαν οι γονείς μου. Και όταν φτάσαμε στην Κίνα δεν κοιμήθηκα όλο το βράδυ από το άγχος που ο ουρανός ήταν κίτρινος και όχι μαύρος. Όλα αυτά με πεισμάτωσαν. Στους αγώνες ήμασταν τρεις καλές αθλήτριες και ανά αγώνα φοράγαμε παπούτσια του βάδην. Ήταν τεράστιο δώρο να σου φέρει κάποιος ένα τέτοιο ζευγάρι παπούτσια. Ήταν και δυσεύρετα. Πηγαίναμε στη Θεμιστοκλέους να βρούμε συγκεκριμένο πρατήριο. Και αν θα είχε στο νούμερό μας..»
Κι όμως.. Μέσα από τόσα εμπόδια ήρθε εκείνη η σπουδαία στιγμή που έγινε Ολυμπιονίκης. Όχι τυχαία και όχι χωρίς πολλή δουλειά και προετοιμασία. Βλέπετε στον αγώνα η αθλήτρια από τη Ρωσία Ολυμπιάδα Ιβάνοβα τερμάτισε μόλις τέσσερα δευτερόλεπτα πίσω της. 1:29:12 έκανε η Αθανασία, 1:29:16 η Ρωσίδα. «Αισθανόμουν την ανάσα της να με ακουμπάει», μου είχε πει σε παλαιότερη συνέντευξη.
«Έτσι ακριβώς ήταν. Δεν είναι εύκολο να τρέχεις στα όριά σου. Είναι πολύ απλά σαν να σου βουτάνε το κεφάλι μέσα στο νερό. Βασανιστήριο. Την άκουγα λοιπόν. Και στην προπόνηση δεν είχα «δουλέψει» μόνο πώς θα πάνε τα 1000άρια ή τα 400άρια. Κάποιος μου είχε πει «Αθανασία να ξέρεις ότι θα είσαι στο πρώτο γκρουπ. Το θέμα είναι ποιά «μπιπ» θα φύγει στο 17. Αυτή πρέπει να ακολουθήσεις. Θα είστε το ίδιο κουρασμένες αλλά θα πρέπει να ακολουθείς αγόγγυστα, να καταπίνεις τον πόνο σου». Την ώρα λοιπόν που κάνεις 2000άρα «όλα μέσα» και σκέφτεσαι να σταματήσεις, είναι ακριβώς η ώρα που σου λέει ο άλλος «το ρωσιδάκι είναι μπροστά, ακολούθα το». Πρέπει να το δουλέψεις πολύ στο μυαλό σου ότι θα πονέσεις».
Είναι ακριβώς έτσι ο πρωταθλητισμός. Δύσκολος. Αλλά μοναδικός αν έχεις το ταλέντο.
«Ένας λόγος που ήθελα να σταματήσω τον πρωταθλητισμό είναι όταν το 2007 ήμασταν στην Οζάκα και εδώ καιγόταν η Ελλάδα με τις πυρκαγιές. Ρε συ Νίκο ήταν σαν να είσαι στον κόσμο σου»
Είναι κακό πράγμα λοιπόν ο πρωταθλητισμός;
«Όχι, όχι. Είναι σούπερ! Είναι το μεγαλύτερο σχολείο που μπορείς να περάσεις»
Το είπε αυτό ενώ παραδέχτηκε ότι εκείνα τα χρόνια «έχασε» την Αθανασία καθώς ήταν συγκεντρωμένη στην προπόνησή. Το είπε γιατί αυτό που έκανε το έκανε συνειδητά.
«Όσο έκανα πρωταθλητισμό δεν στερήθηκα ποτέ τίποτα γιατί ό,τι έκανα το ήθελα επειδή ήταν το σωστό»
Και τις αποτυχίες πώς τις διαχειρίζεται κανείς; Γιατί ο πρωταθλητισμός δεν έχει μόνο νίκες για κανένα.
«Η αποτυχία είναι αλλιώς διαχειρίσιμη στα 16 και αλλιώς στα 36. Η μικρή μου στο σχολείο ήρθε και μου είπε «Μαμά, εσένα σε ξέρουν όλοι, εμένα δεν με ξέρει κανείς». Αθλητικοί τύποι είναι και η κόρη μου και ο γιος μου. Τώρα όμως δεν θέλουν να τρέχουν. Τους λέγανε η μαμά σας είναι πρώτη, την ξέρει όλος ο κόσμος. Το λέγανε για καλό βέβαια. Λοιπόν δεν τους είχα δείξει μέχρι πριν από ένα χρόνο τον αγώνα το 2004. Τους έδειχνα το Παγκόσμιο Πρωτάθλημα που με ακυρώσανε, μικρή που έκλαιγα στο πάτωμα γιατί δεν βγήκε η προπόνηση, πόσες φορές έχω βογκήξει. Το πιστεύω ότι όλοι μας μπορούμε να διαπρέψουμε, αν όχι σε αυτό, σε κάτι άλλο. Όλοι έχουμε ταλέντο. Το θέμα είναι να το ανακαλύψουμε»
Και εκεί ήρθε και μου είπε μία φράση που με συγκλόνισε γιατί ειλικρινά δεν ξέρω πολλούς που αλήθεια χαίρονται και με τις επιτυχίες των άλλων.
«Οι γονείς μας έμαθαν να αγαπάμε και να χαιρόμαστε με τις χαρές των άλλων και ό,τι έχουμε να το δίνουμε και αυτό θα μας γυρίσει πίσω. Το σκέφτομαι και τώρα και τότε όταν κέρδιζαν άλλες. Χαιρόμουνα Νίκο, χαιρόμουνα πάρα πολύ. Παρόλο που ήμουν στεναχωρημένη μέσα μου για μένα, ήμουν χαρούμενη για τον άλλο. Αντλούσα χαρά από τους άλλους για να ξεπεράσω το δικό μου θέμα».
Χωρίς μισόλογα μου απάντησε και για εκείνους τους γονείς που ζουν και αναπνέουν έχοντας ως αυτοσκοπό να κάνουν τα παιδιά τους πρωταθλητές.
«Είναι γιατί δεν έγιναν αυτοί. Αυτά που λέω μπορεί να μην είναι πολύ καλά για όλο το κοινό αλλά γι’αυτό με έβαλες άτιμε να τρέξουμε»
Η αλήθεια είναι ότι είχα το σκοπό μου.
«Ξέρεις πάρα πολύ καλά πως όταν τρέχεις, ειδικά μετά από κάποια ώρα, είναι σαν να πίνεις κρασιά με τον άλλο και να μεθάς. Και νοιώθεις ευχάριστα. Και μετά είναι σαν να πίνεις και ένα ουίσκι και φτάνεις να παραπατάς, και να παραμιλάς, και η γλώσσα να μπερδεύεται, και τα χείλη να μην μπορούν να αρθρώσουν καλά..»
Κι εκείνη πάντως στην ομάδα της εφαρμόζει διάφορες πανέξυπνες μεθόδους για να παίρνει από τους δρομείς της τον καλύτερος τους εαυτό. «Αν δεν είμαστε φίλοι με κάποιον, δεν μπορώ να τον προπονήσω», μου είπε κατηγορηματικά.
«Εγώ τους αριθμούς και τις εργομετρήσεις τις βλέπω και μπορώ να σου στείλω ένα άψογο πρόγραμμα. Αλλά αν δεν γίνουμε φίλοι, θα τελειώσει πολύ γρήγορα. Δεν μπορώ, δεν με εμπνέεις. Ο δάσκαλος δεν είναι αυτός που βάζει 1000άρια».
Το Group Therapy που κάνουν οι κορυφαίοι ψυχολόγοι το γνωρίζετε; Αυτό ακριβώς κάνει με τους δρομείς της. Εξαιρετικό!
«Η ομάδα πρέπει να συμπεριφέρεται ως ομάδα. Θα δώσουμε αίμα ο ένας στον άλλο. Θα βοηθήσουμε ψυχολογικά ο ένας τον άλλο. Δεν ντρεπόμαστε να συζητήσουμε τα προβλήματα του καθενός και αυτό είναι το πρώτο στάδιο της ψυχοθεραπείας, το να μην ντρέπεσαι να συζητήσεις τα προβλήματά σου. Και δεν θέλω να στερηθώ ένα ποτήρι κρασί με φίλους. Πρέπει να ντυθούμε σαν γυναίκες και σαν άντρες, να κοινωνικοποιηθούμε. Να μην μας απασχολεί μόνο πώς πήγε η προπόνηση. Δεν γίνεται μια δρομική ομάδα να μιλάει μόνο για αυτό. Και ένα ωραίο παιχνίδι που κάνουμε συνήθως μετά από μαραθώνιο, είναι που ενώπιων όλων καθεμιά και καθένας εξιστορεί πώς το έζησε και γιατί το κάνει. Όταν κάποιος στην προπόνηση «ανοίγει» και «κλείνει» για να προλάβει τους άλλους, έτσι νευρικά θα συμπεριφέρεται και στην οικογένειά του. Το τρέξιμο, ο μαραθώνιος θα σε κάνει να βρεις έναν πιο ήρεμο εαυτό που θα σου αρέσει».
Και φυσικά ούτε για την ίδια η ζωή αρχίζει και τελειώνει με το τρέξιμο. Δεν σταματά να ονειρεύεται και τα πιο σημαντικά τα όνειρά της ξεκινούν φυσικά από τα παιδιά της.
«Η γνώμη μου είναι να δίνεις συμβουλές, να μιλάς πολύ με τα παιδιά. Πολύ, πολύ, πολύ! Και να τα αφήνεις ελεύθερα, να νοιώσουν ότι τους έχεις εμπιστοσύνη. Ονειρεύομαι να μεγαλώσουν και να γίνουν άξια στη ζωή, να την πιάνουν και να την στύβουνε»
Ονειρεύεται όμως να πραγματοποιήσει και αυτό που ήθελε από πολύ μικρή. Τότε που δούλευε στο σουβλατζίδικο της θείας, οικοδομή με τον μπαμπά και στο ψαράδικο της μαμάς και όταν τη ρωτούσαν τι θα γίνει όταν μεγαλώσει, η Αθανασία απαντούσε «ηθοποιός».
«Το θέατρο, ο κινηματογράφος είναι όνειρό μου. Δεν είναι για να γίνω γνωστή μέσα από μια σειρά και να λένε η Αθανασία έγινε ηθοποιός. Όχι. Είναι καθαρά δική μου εσωτερική κουλτούρα. Με ρωτάνε «κωμωδία ή δράμα;». Πιο μικρή έλεγα κωμωδία. Όταν πήγα στη Σχολή είπα δράμα. Το δράμα το αντλούμε από την καθημερινότητά μας γιατί τείνουμε να είμαστε δραματικοί σε κάθε περίσταση. Το να κάνεις τον άλλο να γελάσει και να είσαι αμήχανος στη σκηνή, δεν είναι εύκολο».