Ρωμαλέος λιπώδης ιστός
Η στέρηση θερμίδων, η αυξημένη φυσική δραστηριότητα καθώς και η διαφορετικού τύπου άσκηση επιφέρουν σημαντικές μεταβολές στη μάζα και στη λειτουργία του λιπώδους ιστού.
Αυτή η ανακατασκευή που αποκτάται με την άσκηση είναι θεμελιώδες ζήτημα, επειδή ένας ενεργός λιπώδης ιστός αφενός απαντά δυναμικά σε ένα προπονητικό ερέθισμα, αφετέρου επηρεάζει θετικά και άλλα όργανα, διότι εκκρίνει διάφορες ουσίες, οι οποίες, εισερχόμενες στο αίμα, μεταφέρονται και επιδρούν σε άλλους ιστούς.
Ένας μεταβολικά ενεργός λιπώδης ιστός είναι ευαίσθητος στις κυκλοφορούμενες ορμόνες, εμφανίζει αυξημένη κινητοποίηση και οξείδωση των λιπαρών οξέων κατά και μετά την προπόνηση ή άλλη φυσική δραστηριότητα, αυξημένη παραγωγή ορμονών και ροή αίματος καθώς και μειωμένη φλεγμονώδη αντίδραση. Έχει δηλαδή μεταβολική ευελιξία και προσαρμοστικότητα και ευπροσάρμοστο μεταβολικό προφίλ.
Μετά το τέλος μιας προπόνησης η ροή του αίματος στον λιπώδη ιστό παραμένει αυξημένη για αρκετές ώρες, όπως και η έκκριση ορισμένων ουσιών (ιντερλευκίνη 6) που παίζουν σημαντικό ρόλο στην οξείδωση του λίπους. Η αυξημένη συγκέντρωση κατεχολαμινών (αδρεναλίνη, νοραδρεναλίνη, κορτιζόλη) στο αίμα θα αυξήσει τη ροή του αίματος εντός του λιπώδους ιστού, με συνέπεια την αύξηση παροχής των ορμονών αυτών στα λιποκύτταρα. Η αυξημένη ροή του αίματος παρέχει περισσότερο οξυγόνο για μια περίοδο 24 ωρών μετά την άσκηση, ενώ τα λιπαρά οξέα κατευθύνονται σε άλλα όργανα, όπως οι μύες, οι οποίοι τα χρησιμοποιούν στην πρόσληψη ενέργειας.
Παρόμοια αποτελέσματα επιτυγχάνονται με τη μείωση της πρόσληψης θερμίδων. Έχει αποδειχθεί ότι δέκα εβδομάδες μείωσης πρόσληψης θερμίδων και απώλειας βάρους μεταβάλλει τη συμπεριφορά χιλίων γονιδίων στον υποδόριο λιπώδη ιστό. Σε μια πρόσφατη μελέτη χρειάστηκε απώλεια βάρους της τάξεως των 5-10% για να μεταβληθεί η έκκριση λιποκινών από τον υποδόριο λιπώδη ιστό. Επομένως είναι σημαντικό να τονιστεί ότι μόνο εάν η απώλεια βάρους, λόγω άσκησης, είναι σημαντική, δηλαδή περισσότερη από 5%, τότε ο λιπώδης ιστός γίνεται επαρκής για την έκκριση ουσιών που τον καθιστούν μεταβολικά ακμαίο, ώστε να ανταποκριθεί καλύτερα στο ερέθισμα της άσκησης.
Είναι γνωστό, εξάλλου, ότι αν και η άσκηση έχει την ικανότητα να μεταβάλει τη μάζα του λιπώδους ιστού, όπως και η στέρηση θερμίδων, εντούτοις απαιτείται πολύ μεγαλύτερη δόση άσκησης για να δημιουργήσει το ίδιο έλλειμμα ενέργειας (απώλεια λίπους). Στους λεπτούς ανθρώπους η κινητοποίηση των λιπαρών οξέων και η αυξημένη ροή του αίματος παραμένουν για αρκετές ώρες μετά από μέτριας έντασης άσκηση. Άρα ο ρυθμός λιπόλυσης κατά την άσκηση είναι μικρότερος στους παχύσαρκους σε σχέση με τους λεπτούς. Οι λεπτές, νέες γυναίκες έχουν μεγαλύτερη κινητοποίηση λιπαρών οξέων κατά την άσκηση, χαμηλής ή μέτριας έντασης, σε σχέση με τους άνδρες, ενώ αμέσως μετά την άσκηση ο ρυθμός λιπόλυσης είναι μεγαλύτερος στους άνδρες σε σχέση με τις γυναίκες.
Είναι, επίσης, σημαντικό να τονιστεί ότι άτομα με διαβήτη τύπου 2 χρειάζονται μεγαλύτερο προπονητικό φορτίο για να εμφανίσουν το φαινόμενο της παρατεταμένης κοιλιακής λιπόλυσης και της αυξημένης ροής του αίματος μετά την άσκηση.
Δρόσος Βενετούλης
Πνευμονολόγος, τ. δ/ντής ΜΕΘ Τζανείου Γενικού Νοσοκομείου Πειραιά
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ