Γιατί στη Νέα Ορλεάνη δεν αγαπούν τον δικό τους Λούις Άρμστρονγκ
Mπορεί στο αεροδρόμιο της Νέας Ορλεάνης να ονομάζεται «Λούις Άρμστρονγκ» και να το κοσμεί το άγαλμα του, οι ντόπιοι όμως δεν τον παραδέχονται και δεν τον αγαπούν...
Γεννημένος στις 4 Αυγούστου 1901 στη Νέα Ορλεάνη της Λουιζιάνα, έζησε δύσκολα παιδικά χρόνια. Ο πατέρας του, Γουίλιαμ Άρμστρονγκ, ήταν εργάτης σε μια βιομηχανία. Η μητέρα του, Μαίρη Άλμπερτ, δούλευε ως πλύστρα στις μπουγάδες των λευκών. Μετά τη γέννηση του Λούις όμως, ο πατέρας εγκατέλειψε την οικογένειά του και η μητέρα αναγκάστηκε να στραφεί στην πορνεία για να βγάζει τα προς το ζην.
Σε ηλικία 11 χρόνων, ο Άρμστρονγκ παράτησε το σχολείο και άρχισε να δουλεύει για μια εβραϊκή οικογένεια, συλλέγοντας σκουπίδια και μεταφέροντας κάρβουνο. Εκείνοι τον βοήθησαν να αγοράσει μια κορνέτα και του έμαθαν να παίζει.
Το 1913, στον εορτασμό της Πρωτοχρονιάς, ο μικρός Λούις άρπαξε ένα περίστροφο και άρχισε να ρίχνει πιστολιές στους δρόμους. Πιάστηκε επ’ αυτοφώρω και στάλθηκε στο αναμορφωτήριο, όπου έμαθε να παίζει τρομπέτα, από τον διευθυντή της μπάντας των κρατουμένων.
Όταν ο Άρμστρονγκ αφέθηκε ελεύθερος, μετά από 18 μήνες εγκλεισμού, αγόρασε μια μεταχειρισμένη τρομπέτα. Άρχισε να παίζει με διάφορες μπάντες στις κακόφημες γειτονιές της Νέας Ορλεάνης και γνώρισε τυχαία τον κορυφαίο για την εποχή τρομπετίστα, Τζο Κίνγκ Όλιβερ.
Σε ηλικία 18 χρόνων, έπαιζε στην ορχήστρα «Φέητ Μάρμπλ» του ξακουστού ποταμόπλοιου «Σίντνευ». Το 1922, ο Κίνγκ Όλιβερ του πρότεινε να παίξει στη δική του ορχήστρα στο Σικάγο. «Λούις, παράτα τα όλα. Έλα αμέσως στο Σικάγο», του έλεγε ο καταξιωμένος καλλιτέχνης σε τηλεγράφημα.
Η καριέρα του απογειώθηκε, αλλά οι συντοπίτες του τον κατηγορούσαν ότι διασκέδαζε με τη μουσική του τους λευκούς και ποτέ δεν έπαιξε στη Νέα Ορλεάνη από τη στιγμή που έγινε διάσημος... Δεν γύρισε ποτέ.