Άννα Πολιτκόφσκαγια: Η δολοφονία της Ρωσίδας δημοσιογράφου που κατέκρινε ο Πούτιν

Η Άννα Πολιτκόφσκαγια υπήρξε Ρωσίδα δημοσιογράφος, που επέκρινε σφόδρα τον Βλαντιμίρ Πούτιν και δολοφονήθηκε ανήμερα των γενεθλίων του Ρώσου προέδρου. 

Άννα Πολιτκόφσκαγια: Η δολοφονία της Ρωσίδας δημοσιογράφου που κατέκρινε ο Πούτιν

Η Άννα Πολιτκόφσκαγια υπήρξε Ρωσίδα δημοσιογράφος, που επέκρινε σφόδρα τον Βλαντιμίρ Πούτιν και τον πόλεμο που διεξήγαγε στην Τσετσενία.

Η Πολιτκόφσκαγια έγινε διεθνώς γνωστή, γιατί, μέσα από τα φύλλα της εφημερίδας Novaya Gazeta, στηλίτευε τις φρικαλεότητες και τις παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων από το ρωσικό στρατό κατά τον δεύτερο πόλεμο της Τσετσενίας.

Όμως, για το Κρεμλίνο, η Πολιτκόφσκαγια ήταν κάτι παραπάνω από “ενοχλητική”. Το ίδιο και το μέσο στο οποίο εργαζόταν, που επανειλημμένα απειλήθηκε με φίμωση.

Ο αρχισυντάκτης της Novaya Gazeta και βραβευμένος με Νόμπελ Ειρήνης, Ντμίτρι
Μουράτοφ είπε ότι την ημέρα της δολοφονίας της, σχεδίαζε να καταθέσει μια εκτεταμένη έρευνα για τους βασανισμούς πολιτών στην Τσετσενία. Η Ρωσίδα δημοσιογράφος δέχθηκε πολυάριθμες πιέσεις, απόπειρες εκφοβισμού και απειλές. Όμως, αντιστάθηκε. Μέχρι το τέλος, παρέμεινε πιστή λειτουργός της ανεξάρτητης ερευνητικής δημοσιογραφίας.

“Ο βαθμός επιρροής της ήταν ασήμαντος”

Στην κηδεία της παρευρέθηκαν χιλιάδες κόσμου για να της πουν το “ύστατο χαίρε”.
Κανένας ανώτατος Ρώσος αξιωματούχος δεν έδωσε το “παρών”. Λίγες ημέρες μετά, ο Βλαντιμίρ Πούτιν επισκεπτόταν τη Δρέσδη της Γερμανίας. Μόλις βγήκε από το αυτοκίνητο που τον μετέφερε, ένας άνδρας ξετύλιξε ένα πανό με τη λέξη
“Δολοφόνε”. Στην κοινή συνέντευξη Τύπου με την Γερμανίδα Καγκελάριο, Άνγκελα Μέρκελ, ο Ρώσος πρόεδρος δήλωσε: “Όποιος κι αν έκανε αυτό το έγκλημα και όποια και αν ήταν τα κίνητρα, θα πρέπει να δηλώσουμε ότι ήταν ένα αηδιαστικό έγκλημα, βδελυρό ως προς τη σκληρότητά του και σίγουρα δεν πρέπει να μείνει ατιμώρητο. Άσκησε δριμεία κριτική στην υπάρχουσα κυβέρνηση της Ρωσίας, αλλά οι δημοσιογράφοι πρέπει να γνωρίζουν, όπως και οι ειδικοί, ότι ο βαθμός της επιρροής της στην πολιτική ζωή της Ρωσίας ήταν ασήμαντος

Το ρεπορτάζ και τα βασανιστήρια στην Τσετσενία

Η Άννα Πολιτκόφσκαγια, το γένος Μαζέπα, γεννήθηκε στις 30 Αυγούστου 1958 στη Νέα Υόρκη, όπου και οι δύο γονείς της, ουκρανικής καταγωγής, υπηρετούσαν στην σοβιετική αντιπροσωπεία των Ηνωμένων Εθνών.

Το 1980, ολοκλήρωσε τις σπουδές της στη δημοσιογραφία, στο Κρατικό Πανεπιστήμιο
της Μόσχας. Για εννέα χρόνια, δούλεψε ως ρεπόρτερ στην Izvestia, την επίσημη εφημερίδα της σοβιετικής κυβέρνησης. Παντρεύτηκε τον συνάδελφό της, Αλεξάντερ Πολιτκόφσκι και απέκτησαν δύο παιδιά.

Το 1999, εντάχθηκε στο δυναμικό της ανεξάρτητης και αντιπολιτευόμενης
εφημερίδας, Novaya Gazeta. Την ίδια χρονιά, ξεκινούσε ο Δεύτερος Πόλεμος της Τσετσενίας και η Πολιτκόφσκαγια εστάλη για να καλύψει τα τεκταινόμενα. Με τόλμη και χωρίς συναισθηματισμούς, κατήγγειλε τις ωμότητες των ρωσικών στρατευμάτων εναντίον του άμαχου τσετσενικού πληθυσμού. Εξαπέλυε δριμύ κατηγορώ και στον φιλορώσο ηγέτη της Τσετσενίας, Ραμζάν Καντίροφ, κατηγορώντας τον για απαγωγές και βιαιότητες εναντίον πολιτών.

Αποκάλυψε λεηλασίες, βιασμούς και εκβιασμούς με αντάλλαγμα λύτρα και βασανιστήρια μέχρι θανάτου. Έγραψε, επίσης, για τα παιδιά που έπαιζαν ανάμεσα σε εκρήξεις και πυροβολισμούς. Επισκεπτόταν νοσοκομεία και καταυλισμούς προσφύγων στην Τσετσενία και τη γειτονική Ινγκουσετία, για να καταγράψει την οδυνηρή πραγματικότητα που βίωναν.

Τον Οκτώβριο του 2002, μετέβη στο θέατρο Dubrovka της Μόσχας, προκειμένου να
μεσολαβήσει για την απελευθέρωση των ομήρων των Τσετσένων τρομοκρατών. Το δηλητηριασμένο τσάι στο ταξίδι για το Μπεσλάν. Την 1η Σεπτεμβρίου 2004, η Πολιτκόφσκαγια βρισκόταν σε αεροπλάνο με προορισμό το Μπεσλάν της Βόρειας Οσετίας. Σκόπευε να καλύψει την ομηρία των 1200 ανθρώπων στο σχολείο της πόλης από Τσετσένους τρομοκράτες και να μεσολαβήσει για την απελευθέρωσή τους.

Ωστόσο, κατά τη διάρκεια της πτήσης, ήπιε ένα φλιτζάνι τσάι και λίγο μετά έχασε τις αισθήσεις της. Τη μετέφεραν σε νοσοκομείο στο Ροστόφ, όπου διαγνώστηκε με οξεία
δηλητηρίαση και επέστρεψε στη Μόσχα. Η Πολιτκόφσκαγια ήταν βαθιά πεπεισμένη ότι η δηλητηρίαση οφειλόταν στις ρωσικές μυστικές υπηρεσίες. Αφού ανέρρωσε, μετά την τραγωδία στο Μπεσλάν, έδωσε συνέντευξη από το γραφείο της στην εφημερίδα.

Μεταξύ άλλων, ανέφερε: “Αν δουλεύεις ως δημοσιογράφος στη Ρωσία, καταλαβαίνεις ότι είναι ένα ριψοκίνδυνο επάγγελμα. Όταν ένας μεταλλωρύχος κατεβαίνει στη σήραγγα ενός ορυχείου, γνωρίζει ότι μπορεί να πεθάνει. Το ίδιο είναι και για εμάς
Το να παρουσιάσεις έναν πόλεμο, όταν οι αρχές είναι εντελώς εναντίον εκείνων που δεν συνεργάζονται με το στρατό, είναι κάτι επικίνδυνο. Κάθε εβδομάδα υπάρχει κάποιο είδος απειλής για τη ζωή μου”.

Τα βιβλία της για τη Ρωσία του Πούτιν

Η Πολιτκόφσκαγια άσκησε κριτική στο καθεστώς του Πούτιν και μέσα από τα βιβλία της. Τόσο στο “Ένας βρόμικος πόλεμος: Μια Ρωσίδα ρεπόρτερ στην Τσετσενία” όσο και στο “Η Ρωσία του Πούτιν“, φιλοτέχνησε το πορτραίτο του Ρώσου προέδρου ως ενός
αδίστακτου ηγέτη που θυσίαζε απλούς πολίτες προκειμένου να επιτύχει τους στόχους του. Τόνιζε, επίσης, ότι, μέσω της Ομοσπονδιακής Υπηρεσίας Ασφαλείας (FSB), ο Πούτιν περιόριζε τις ατομικές ελευθερίες και σταδιακά εγκαθίδρυε μια σοβιετικού τύπου δικτατορία.

Σε ένα από τα τελευταία ρεπορτάζ της, που δημοσιεύτηκε στη Novaya Gazeta, η
Πολιτκόφσκαγια έγραψε μεταξύ άλλων και κάπως προφητικά: “Η Ρωσία βρίσκεται σε ένα φαύλο κύκλο. Ό,τι και να γράψω, δεν θα αλλάξει τίποτα. Στόχος του Πούτιν είναι να διοχετεύεται στη διεθνή αγορά η εντύπωση ότι όλα πάνε καλά, η Ρωσία πολεμά την τρομοκρατία, οι μυστικές υπηρεσίες δίνουν τη μάχη με επιτυχία. Ένα μέρος των Ρώσων αντιλαμβάνεται ότι έχουμε απέναντί μας την ηθική κατάπτωση της πρώιμης δημοκρατίας που υπήρχε την εποχή του Γιέλτσιν […] Οφείλω να γράψω ότι
αν το σύστημα νιώσει την ανάγκη να εξολοθρεύσει κάποιον, αυτός ο κάποιος θα
εξολοθρευτεί χωρίς ενδοιασμούς. Όποιος διαχειρίζεται με αυτόν τον τρόπο την εξουσία,
δεν διστάζει μπροστά σε τίποτα“.

Οι δολοφόνοι καταδικάστηκαν, ο ιθύνων νους δεν βρέθηκε ποτέ

Η απώλεια της Πολιτκόφσκαγια σόκαρε την εγχώρια και διεθνή κοινή γνώμη. Οργανώσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων, κυβερνήσεις δυτικών χωρών και το Διεθνές
Ινστιτούτο Τύπου (IPI) καταδίκασαν το γεγονός και ζήτησαν την άμεση διαλεύκανση της υπόθεσης.

Ορισμένοι παρατηρητές, μεταξύ των οποίων και η Novaya Gazeta, ισχυρίστηκαν ότι η δολοφονία της Πολιτκόφσκαγια ήταν πράξη εκδίκησης του έμπιστου του Πούτιν, Καντίροφ ή των ανδρών του. “Ονειρεύομαι να τον δω στο εδώλιο του κατηγορουμένου“, είχε δηλώσει η Πολιτκόφσκαγια για τον Καντίροφ λίγο πριν το θάνατό της. Δύο χρόνια πριν τη δολοφονία της, η Πολιτκόφσκαγια συνομιλούσε με τον Καντίροφ και ένας από τους βοηθούς του της είπε: “Κάποιος έπρεπε να σε είχε πυροβολήσει στη Μόσχα, ακριβώς στο δρόμο, όπως κάνουν εκεί“.

Το 2014, πέντε άνδρες κρίθηκαν ένοχοι για την οργάνωση και την εκτέλεση ή τη
συμμετοχή στο φόνο της Πολιτκόφσκαγια. Ο Ρουστάμ Μαχμούντοφ καταδικάστηκε σε ισόβια κάθειρξη ως φυσικός αυτουργός. Την ίδια ποινή είχε και ο Λομ-Αλί Γκαϊτουκάγεφ, καθώς το δικαστήριο έκρινε ότι εκείνος οργάνωσε το φόνο. Οι υπόλοιποι τρεις κατηγορούμενοι καταδικάστηκαν σε ποινές από 12 μέχρι 20 χρόνια κάθειρξης.

Η Άννα Σταβίτσκαγια, δικηγόρος των ενήλικων παιδιών της Πολιτκόφσκαγια, είχε δηλώσει: “Οι πελάτες μου είναι πεπεισμένοι ότι οι άνδρες που καταδικάστηκαν φέρουν
όντως την ευθύνη για τη δολοφονία. Αλλά είναι επίσης πεπεισμένοι ότι το έγκλημα
απέχει πολύ από την πλήρη εξιχνίαση“.

Η υστεροφημία της Πολιτκόφσκαγια

Δεκάδες διεθνή συνέδρια, ντοκιμαντέρ, βιβλία και συζητήσεις ανέδειξαν την Άννα
Πολιτκόφσκαγια σε σύμβολο θάρρους, αφοσίωσης στο επάγγελμα του ρεπόρτερ και τα ανθρώπινα δικαιώματα.

Λίγο μετά τη δολοφονία της, η διεθνής οργάνωση ανθρωπίνων δικαιωμάτων RAW inWAR θέσπισε βραβείο με το όνομά της. Απονέμεται κάθε χρόνο σε γυναίκες από όλο τον κόσμο που υπερασπίζονται τα ανθρώπινα δικαιώματα, εργάζονται σε ζώνες πολέμου και συγκρούσεων και θέτουν σε κίνδυνο τη ζωή τους. Η Επιτροπή για την Προστασία των Δημοσιογράφων (CPJ) ανέδειξε την Πολιτκόφσκαγια ως μία από τις κορυφαίες προσωπικότητες της ελευθερίας του Τύπου στον κόσμο τα τελευταία 25 χρόνια, στην έκδοση του περιοδικού της Dangerous Assignments.

Ακόμη, η Πολιτκόφσκαγια τιμήθηκε με πολλά βραβεία για τη μαχητική δημοσιογραφία
της, τόσο εν ζωή όσο και μετά θάνατον. Μεταξύ αυτών περιλαμβάνονται το βραβείο της Διεθνούς Αμνηστίας, το 2001, το βραβείο “Όύλωφ Πάλμε”, το 2004, και το Παγκόσμιο Βραβείο Ελευθερίας του Τύπου UNESCO/Guillermo Cano, το 2007.

Η υπόθεση της δολοφονίας της Πολιτκόφσκαγια δεν ήταν η μόνη που βρέθηκε στο
επίκεντρο του δημοσίου διαλόγου το 2006. Το Νοέμβριο της ίδιας χρονιάς, ο Αλεξάντρ Λιτβινένκο, πρώην Ρώσος πράκτορας που πολιτογραφήθηκε Βρετανός, δηλητηριάστηκ εμε πολώνιο. Όπως αποφάνθηκε το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ), η Ρωσία ήταν υπεύθυνη για το θάνατο του Λιτβινένκο.

Πηγή: mixanitouxronou.gr