O άδικος θάνατος Νο2 στην οικογένεια του Οδυσσέα Ανδρούτσου
Γεννήθηκε το 1824 στην σπηλιά της Βελίτσας, τη «Μαύρη Τρούπα» όπως ήταν γνωστή. Σε αυτή είχε βρει καταφύγιο από το 1822 ο Οδυσσέας Ανδρούτσος και η γυναίκα του, Ελένη Καρέλη.
Ο γιος του Οδυσσέα βαφτίστηκε Λεωνίδας από τον οπλαρχηγό, Πανουργιά. Όταν σκότωσαν τον πατέρα του ήταν ενός έτους. Η μητέρα του τον έκρυβε σε σπηλιές για να τον σώσει από τους εχθρούς του Οδυσσέα που ήθελαν να τον ξεπαστρέψουν.
Το κυνηγητό κράτησε εννιά χρόνια. Το 1833, με την έλευση του Όθωνα, ο Λεωνίδας τέθηκε υπό την προστασία του πατέρα του, βασιλιά Λουδοβίκου Α΄και στάλθηκε (μαζί με τη μητέρα του) στο Μόναχο της Βαυαρίας για να μεγαλώσει στην αυλή του.
Αποφοίτησε από το Ελληνικό Λύκειο του Μονάχου και εισήχθη στη Βαυαρική Στρατιωτική Σχολή, αλλά αρρώστησε βαριά όταν στη χώρα ξέσπασε επιδημία χολέρας. Πέθανε στις 11 Δεκεμβρίου 1836 σε ηλικία δώδεκα ετών.
Τάφηκε στο παλιό νεκροταφείο της πόλης του Μονάχου, απέναντι από τον τάφο ενός άλλου αγωνιστή της Ελληνικής Επανάστασης, του Ηλία Κατσάκου Μαυρομιχάλη. Ο βασιλιάς Λουδοβίκος, που τον αγαπούσε σαν παιδί του, τον έθαψε με τιμές και κατέθεσε ένα ποσό στην τράπεζα από τους τόκους του οποίου να γίνεται η συντήρηση του τάφου.
Στο ταφικό μνημείο του Λεωνίδα Ανδρούτσου χαράχτηκε στα ελληνικά και γερμανικά η εξής δίγλωσση επιγραφή του φιλέλληνα ουμανιστή Θείρσιου:
«Ειμί θάλος πολυανθές, υπ’ ανδρών βλαστέν αρίστων,
οίτινες αντ’ αρετής έργ οδυνηρά πάθον.
Τον δε πάππον ελών νηλεώς εφόνευσ ο τύραννος,
ου βία αλλά δολω, φάρμακα λυγρά διδούς.
Τον δ ου γεννητήρα, τον εν πολέμοις αδάμαστον,
εχθροδαποί πύργον κρήμνισαν εκ μεγάλου.
Μήτηρ δε, η Παρνασσού ενί σπηλαίοις μ’έτικτεν,
ενθάδε δωδεκάτη κλαύσεν αποφθίμενον»
Και η απόδοσή του
«Είμαι βλαστάρι ανθηρό, από άνδρες αρίστους βγαλμένο, οι οποίοι αντί για καλά, οδυνηρά έπαθαν. Τον παππού μου τον κυνήγησε και τον σκότωσε ο τύραννος όχι με τη δύναμη αλλά με δόλο, φαρμάκι δίδοντάς του ολέθριο. Τον πατέρα μου τον αδάμαστο στους πολέμους, μοχθηροί τον γκρέμισαν από πύργο ψηλό. Η μητέρα μου, που σε μια σπηλιά με γέννησε του Παρνασσού, κλαίει εδώ και τον δωδεκαετή κατεστραμμένο...»