Τζον Φιτζέραλντ Κένεντι: Χαρισματικός και καταραμένος
Τι είναι αυτό που κάνει έναν άνθρωπο να θέλει τόσο παθιασμένα να κυβερνήσει μια ολόκληρη χώρα;
Ανάμεσα στα ευγενή κίνητρά του θα υπάρχει σίγουρα μια μεγάλη δόση ματαιοδοξίας. Αν υποθέσουμε ότι κάθε άνθρωπος τείνει συνεχώς προς τον Θεό του, ένας τρόπος να τον πλησιάσει είναι και η ψευδαίσθηση του κυβερνήτη. Η θεοποίηση ενός ηγέτη ~τόσο από τους συγχρόνους του όσο και από μελλοντικές γενιές~ είναι γλυκιά. Κάποιοι αξίζουν ίσως να ξεχωρίσουν. Οι περισσότεροι είναι απλώς παραχαϊδεμένα παιδιά της Ιστορίας.
Η οικογένεια Τζόζεφ Κένεντι
Βαθμολογία Super League: Μόνος στην κορυφή ο Ολυμπιακός
Τραπεζίτης, παραγωγός ταινιών, επενδυτής, οικονομολόγος, διπλωμάτης, πολιτικός. Δεν θα μπορούσε να είναι τίποτε λιγότερο ο άνθρωπος που θα έφερνε στον κόσμο τον Τζον Φιτζέραλντ Κένεντι. Ο Τζόζεφ Κένεντι, ιρλανδικής καταγωγής, γεννήθηκε το 1888, σπούδασε στη Λατινική Σχολή της Βοστόνης και στη συνέχεια Οικονομικά στο Πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ. Στα 25 του χρόνια έγινε πρόεδρος τράπεζας την οποία έσωσε από τη χρεοκοπία και στα 30 ~ήδη βαθύπλουτος~ υποδιευθυντής ναυπηγείων. Επένδυσε στο real estate και στο Χρηματιστήριο, διέπρεψε στην εποχή της ποταπαγόρευσης, δραστηριοποιήθηκε στην κινηματογραφική βιομηχανία και αποσύρθηκε από τις επιχειρήσεις το 1929, αφού εξασφάλισε καταθέσεις 1 εκατομμυρίου δολαρίων για καθένα από τα εννιά παιδιά του. Στήριξε επίσης την εκλογή Ρούζβελτ και τοποθετήθηκε για τον λόγο αυτό πρέσβης στον Λονδίνο, όπου τάχθηκε κατά του πολέμου και προσπάθησε να συναντήσει τον Χίτλερ. Έφτασε μάλιστα να δηλώσει: «Ο πόλεμος κατά του φασισμού δεν είναι πόλεμος για τη δημοκρατία». Μετά τη δήλωση αυτή παύτηκε και επέστρεψε στην Αμερική. Θεωρείται ότι είχε στενές σχέσεις με τη Μαφία από την εποχή της ποταπαγόρευσης, σχέσεις που αργότερα βοήθησαν σημαντικά στην εκλογή του γιου του, Τζον Κένεντι, στην προεδρία των ΗΠΑ. Ήταν πατέρας εννιά παιδιών.
Ο μύθος των Ατρειδών
Η «κατάρα» των Κένεντι θυμίζει πράγματι αρχαιοελληνικό μύθο. Τα πλήγματα που δέχτηκε η οικογένεια του Τζόζεφ Κένεντι, με πιο γνωστό τη δολοφονία του προέδρου Τζον Κένεντι το 1963, παραπέμπει στον μυθολογικό κύκλο, κινητοποιώντας τις μεταφυσικές δυνάμεις της Μοίρας και της Νεμέσεως. Ο ανικανοποίητος πατριάρχης μέσα από καθένα από τα παιδιά του προσπαθούσε να ικανοποιήσει τις υπέρμετρες φιλοδοξίες που δεν κατάφερε να εκπληρώσει στη διάρκεια μιας ζωής. Η μεγαλύτερη από τις πέντε κόρες του, η Ρόζμαρι, αποδείχθηκε διανοητικά ανάπηρη. Το 1944 πεθαίνει ο Τζόζεφ Πάτρικ ο νεότερος, πρωτότοκος γιος της οικογένειας, σε μια πολεμική επιχείρηση. Η απογοήτευση είναι μεγάλη, καθώς ο πατέρας του τον προόριζε ως τον πρώτο πολιτικό από την οικογένεια που θα διεκδικούσε το προεδρικό χρίσμα. Το 1963 δολοφονείται στο Τέξας το καμάρι των Κένεντι, ο 35ος πρόεδρος, που έμεινε γνωστός στην Ιστορία με το αρκτικόλεξο JFK. Η τραγική σκυτάλη πέρασε στη συνέχεια στον Ρόμπερτ, που κι αυτός δολοφονήθηκε στη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας του, η οποία θα έφερνε πιθανόν ακόμα έναν Κένεντι στον Λευκό Οίκο. Ο πατέρας Κένεντι, παράλυτος από εγκεφαλική συμφόρηση, πεθαίνει το 1969 σε ηλικία 81 ετών, κλείνοντας τον σύγχρονο κύκλο των Ατρειδών στην αμερικανική εκδοχή του.
Το μήλο κάτω απ’ τη μηλιά
Είναι προφανές πως όταν έχεις πατέρα κάποιον σαν τον Τζόζεφ Κένεντι θα πρέπει να σκεφτείς κάτι άκρως εντυπωσιακό για να φανείς αντάξιός του. Ο Τζον Φιτζέραλντ Κένεντι, δευτερότοκος γιος του ευφάνταστου επιχειρηματία, θα άκουγε με δέος να μιλούν για τον δαιμόνιο πατέρα του, που κατάφερε τόσα πολλά στη ζωή του, αλλά ποτέ δεν χόρταινε την επιτυχία, δεμένος γερά στο μαγκανοπήγαδο της άμετρης φιλοδοξίας του.
Έχοντας ως εφόδιο τις εξαιρετικές σπουδές του στο Χάρβαρντ και τη διπλωματική του με τίτλο «Γιατί η Αγγλία κοιμόταν», που εξελίχθηκε σε μεγάλη εκδοτική επιτυχία, ο ίδιος ονειρευόταν ακαδημαϊκή ή δημοσιογραφική καριέρα, αλλά η ζωή τα έφερε αλλιώς. Ο αδόκητος χαμός τού μεγάλου αδερφού του μέσα στον πόλεμο άλλαξε άρδην τα δεδομένα και για τον Τζον ήταν πια ζήτημα καθήκοντος να διατηρήσει άσβηστη τη δάδα της πατρικής ματαιοδοξίας. Στην αρχή της πολιτικής σταδιοδρομίας του, ωστόσο, έκανε μια δήλωση που αποδείχθηκε προφητική: «Όπως εγώ αναμίχθηκα με την πολιτική, γιατί πέθανε ο Τζο, έτσι και ο Μπόμπι θα αναπληρώσει τη θέση μου στη Γερουσία, αν κάτι μου συμβεί, κι αν πεθάνει και ο Μπόμπι, τότε θα πάρει τη θέση του ο Τεντ».
Φαίνεται ωστόσο ότι το μικρόβιο της πολιτικής το είχε στο αίμα του, αλλιώς δεν θα άφηνε για ένα εξάμηνο τις σπουδές του κάνοντας ταξίδι στις πιο καυτές πολιτικές επικράτειες της Ευρώπης του Μεσοπολέμου, την Ιταλία και την Ισπανία. Οι απόψεις του νεαρού Τζον, διατυπωμένες σε επιστολές προς τον πατέρα του, σηκώνουν πολλή συζήτηση. Για την Ιταλία του Μουσολίνι σημειώνει: «Όλοι εδώ φαίνονται πολύ ευχαριστημένοι» και εγκωμιάζει το φασιστικό καθεστώς. Στον Ισπανικό Εμφύλιο παίρνει φανερά θέση υπέρ του Φράνκο και εύχεται τη νίκη του «για το καλό της Ισπανίας».
Ένα τραύμα στη σπονδυλική στήλη, από τα χρόνια που έπαιζε αμερικανικό ποδόσφαιρο, τον εμποδίζει να στρατευτεί, αλλά κατατάσσεται στο Ναυτικό και βάζει λυτούς και δεμένους ώστε να αναλάβει ως ανθυποπλοίαρχος τη διακυβέρνηση μιας τορπιλακάτου στις επιχειρήσεις του Ειρηνικού κατά των Ιαπώνων. Η εμπειρία αυτή θα μπορούσε να του είχε στοιχίσει τη ζωή, καθώς οι Ιάπωνες εμβόλισαν την τορπιλάκατο, φαίνεται όμως ότι ο μετέπειτα πρόεδρος χειρίστηκε με απόλυτη επιδεξιότητα την προσωπική του σωτηρία, αλλά και τη σωτηρία του πληρώματός του. Για τη στάση του αυτή παρασημοφορήθηκε διπλά, αλλά ο πόλεμος για τον Κένεντι έχει ουσιαστικά τελειώσει.
Ο Τζον παίρνει τ’ όπλο του
Όταν το 1946 ο Τζον Κένεντι αποφασίζει να καλύψει το κενό που άφησε ο θάνατος του αδερφού του, προκειμένου να ικανοποιήσει την πατρική ματαιοδοξία αλλά και τις προσωπικές φιλοδοξίες του, θα αποδείξει αμέσως πως είναι ένας μάγος της επικοινωνίας.
Οι αρνητικές εις βάρος του προβλέψεις θα διαψευστούν, καθώς ο νεαρός Τζον επιστρατεύει κάθε θεμιτό και αθέμιτο μέσο για την προβολή και την επιτυχία του. Εγκαινιάζει τη μέθοδο των προσωπικών γνωριμιών, σταματώντας τον κόσμο στον δρόμο και εφαρμόζοντας την αλάνθαστη συνταγή της θερμής χειραψίας με άγνωστους συμπολίτες του. Καλύπτει τους τοίχους της Βοστόνης με αντίγραφα ενός δημοσιεύματoς στο «New Yorker» που αφορά το ναυτικό κατόρθωμά του στον Ειρηνικό. Επιστρατεύει τα θηλυκά της οικογένειας που διοργανώνουν απογευματινές συγκεντρώσεις για τσάι, προκειμένου να ελκύσουν ψηφοφόρους όλων των τάξεων. Στοχεύει σε πολύ περισσότερα από μια θέση στο Κογκρέσο εκπροσωπώντας την Πολιτεία της Μασαχουσέτης. Το 1960 είναι υποψήφιος των Δημοκρατικών για το προεδρικό χρίσμα έχοντας απέναντί του τον αντιπρόεδρο του Αϊζενχάουερ, Ρίτσαρντ Νίξον. Η μάχη δεν είναι εύκολη για τον Κένεντι, που δεν έχει ακόμα κλείσει τα πενήντα. Έχει τη φαεινή ιδέα να μιλήσει στον αμερικανικό λαό σε μια γλώσσα απλή χωρίς προηγούμενο, προσεταιρίζεται το αφροαμερικανικό στοιχείο δείχνοντας τη συμπάθειά του για τον φυλακισμένο Μάρτιν Λούθερ Κινγκ, χρησιμοποιεί ακόμα και τις παλιές διασυνδέσεις του πατέρα του με το οργανωμένο έγκλημα, και σε αυτό συμβάλλει ένας φανατικός θαυμαστής του, ο γνωστός Φρανκ Σινάτρα, κονιορτοποιεί τον αντίπαλό του στο πρώτο ντιμπέιτ στην ιστορία των προεδρικών εκλογών και παρ’ όλα αυτά εκλέγεται με ισχνή, ισχνότατη πλειοψηφία 0,1%. Στο μεταξύ, η προεδρία Αϊζενχάουερ του έχει αφήσει δισεπίλυτα ζητήματα: οικονομική ύφεση, στεγαστικό πρόβλημα, φυλετικές διακρίσεις, ατυχής εξωτερική πολιτική. Ο Κένεντι ορκίζεται τον Ιανουάριο του 1961. Στην πρώτη επίσημη ομιλία ως πρόεδρος των ΗΠΑ προβαίνει σ’ έναν εμπνευσμένο λόγο, παροτρύνοντας μικρούς και μεγάλους: «Μη σκέφτεστε μόνο τι κάνει η πατρίδα για σας. Σκεφτείτε τι μπορείτε να κάνετε εσείς για την πατρίδα». Με τον τρόπο αυτό ο χαρισματικός 35ος πρόεδρος, ο νεότερος στην Ιστορία των ΗΠΑ, επιχείρησε να κινητοποιήσει την προθυμία του μέσου πολίτη για τα κοινά.
«Θα σου αγοράσω μια χώρα για να την κυβερνάς»
Ο πατέρας του Κένεντι, ασίγαστος και φιλόδοξος μέντορας των παιδιών του, του είχε πει: «Αν δεν εκλεγείς πρόεδρος, θα σου αγοράσω μια χώρα για να την κυβερνάς». Δεν χρειάστηκε, ωστόσο. Λίγο η μαγική επιρροή της τηλεόρασης και η ακτινοβολία του Τζον, λίγο η Μαφία, λίγο η γοητεία του Φρανκ Σινάτρα και οι λοιπές διασυνδέσεις, του έδωσαν τη νίκη σε μια μάχη που αποδείχθηκε πολύ δυσκολότερη από όσο θα περίμενε κάποιος. Ο Κένεντι θα μπορούσε να είναι ένας κινηματογραφικός σταρ του Χόλιγουντ. Και σε αυτό είχε παράδοση η οικογένειά του. Άλλωστε, όπως έχει αποδείξει η Ιστορία, ηγέτες όπως ο Αλκιβιάδης, ο Ξέρξης ή ο Καίσαρας έθελγαν σε αυτό το θέαμα το οποίο κάποιοι αποκαλούν πολιτική.
Πρώτο μέλημα του Τζον ήταν να ανοίξει ένα παράθυρο στον κόσμο: Εκπονεί εσπευσμένα το περίφημο πρόγραμμα «Τροφή για Ειρήνη», αποστέλλοντας πλεονάσματα αγροτικών προϊόντων σε πληθυσμούς που λιμοκτονούσαν, τροφοδοτεί τις υπανάπτυκτες χώρες με ειδικευμένο προσωπικό ~το Σώμα Εθελοντών Ειρήνης~ με σκοπό να στηρίξει την τεχνολογία και την παιδεία, ενώ υπογράφει πρωτόκολλο συμμαχίας που προβλέπει την ενίσχυση των λατινοαμερικανικών χωρών με ποσά ύψους 500 εκατομμυρίων δολαρίων. Να είναι αυτή η αυγή ενός νέου κόσμου;
Η Ζακλίν Λι Μπουβιέ
Το 1953 ο 36χρονος Τζον Κένεντι παραμένει εργένης, αλλά όχι για πολύ, καθώς γνωρίζει σε μια δεξίωση την 21 ετών φοιτήτρια Ζακλίν Λι Μπουβιέ και σύντομα έρχεται εις γάμου κοινωνίαν μαζί της. Πρόκειται για τη γνωστή μας Τζάκι, που μαζί με τον Τζον θα αποτελέσουν το αχτύπητο προεδρικό ζευγάρι της δεκαετίας του ’60. Στην πραγματικότητα όμως η Τζάκι ήταν ακόμα ένα πρόσωπο της επικοινωνιακής πολιτικής ενός άντρα που δεν ασχολήθηκε ποτέ με τίποτε άλλο εκτός των σχεδίων και της φιλοδοξίας του για την εξουσία. Από τον γάμο αυτό γεννήθηκαν τρία παιδιά, αλλά επιβίωσαν μόνο τα δύο. Η έδρα του ως αντιπροσώπου της Βοστόνης στη Βουλή των Αντιπροσώπων θα ήταν ασφαλής για τον Κένεντι και θα μπορούσε υπό φυσιολογικές συνθήκες να καλύψει τις πολιτικές βλέψεις του. Εκείνος όμως, ακολουθώντας τα πατρικά θέσφατα, ξεπέρασε μάλλον το μέτρο που του όρισε η μοίρα και βρήκε τη Νέμεσή του δέκα χρόνια μετά τον γάμο του στην Πολιτεία του Τέξας.
«Το παιχνίδι της κότας»
Το 1955 η ταινία του σκηνοθέτη Ελία Καζάν με τίτλο «Επαναστάτης χωρίς αιτία» και πρωταγωνιστή τον Τζέιμς Ντιν εξελίσσεται σε μία από τις μεγαλύτερες επιτυχίες του Χόλιγουντ, χάρις ίσως στο αυτοκινητικό δυστύχημα που τρεις μήνες μετά θα στοιχίσει τη ζωή του δημοφιλούς ηθοποιού. Η πλοκή της ταινίας καταγράφει εξαντλητικά τα καμώματα κακομαθημένων εφήβων που οδηγούν κλεμμένα αυτοκίνητα κατά τη διάρκεια της νύχτας, αφοσιωμένοι σε ένα ξέφρενο και παράλογο παιγνίδι θάρρους. Καταγγέλλει έτσι την εκφυλισμένη αμερικανική νεολαία του ’50.
Σύμφωνα με τους όρους του παιχνιδιού, δύο νέοι παραβγαίνουν με τα αυτοκίνητά τους σε μια κούρσα αυτοκτονίας. Οδηγούν προς το χείλος του γκρεμού και την τελευταία στιγμή πηδούν από τα οχήματά τους, τα οποία πέφτουν στο κενό. Αυτός που εγκαταλείπει πρώτος είναι φυσικά ο χαμένος ή η «κότα», εξ ου και η έκφραση «παιχνίδι της κότας». Για μεγάλο χρονικό διάστημα το παιχνίδι μοιάζει να αφορά μόνο τους κύκλους του Χόλιγουντ, που φροντίζουν να αξιοποιούν παραλλαγές του σε ταινίες χαμηλού κόστους, όταν οι σεναριογράφοι επιλέγουν με αυτό τον θεαματικό τρόπο να εξαφανίσουν κάποιον από τους αρνητικούς χαρακτήρες της πλοκής.
Το «παιχνίδι της κότας» ικανοποιεί τα κινηματογραφικά ήθη της εποχής, αλλά φαίνεται πως είναι μια γενικότερη αντίληψη στα προβλήματα που δημιουργεί ο Ψυχρός Πόλεμος και η συνεχής αντιμαχία των δύο Υπερδυνάμεων. Γιατί από τη μια ο Κένεντι κόπτεται για την ειρήνη εφαρμόζοντας πρωτοποριακά προγράμματα, από την άλλη όμως ασκεί σθεναρή πολιτική ανεβάζοντας την αντικομμουνιστική υστερία στα ύψη.
Η ατυχής εισβολή στον Κόλπο των Χοίρων
Από όσα στραβά τού κληροδότησε ο προκάτοχός του, ο Κένεντι επέλεξε να κρατήσει το πιο επικίνδυνο. Η εισβολή στον Κόλπο των Χοίρων, για την «ανακατάληψη» της Κούβας που έμπαινε ανεπιστρεπτί στη σφαίρα εξουσίας του Κάστρο και των Σοβιετικών, έγινε με τις διαβεβαιώσεις των Αμερικανών επιτελών για την επιτυχία του εγχειρήματος. Η CIA είχε εκπαιδεύσει μια ομάδα αυτοεξόριστων Κουβανών, οι οποίοι μόλις θα πατούσαν το πόδι τους στο νησί θα προκαλούσαν, υποτίθεται, αναταραχή ικανή να ανατρέψει το νεοσύστατο καθεστώς. Την οικτρή αποτυχία τη χρεώθηκε ο ίδιος πρόθυμα, διαβεβαιώνοντας ταυτόχρονα τον πατέρα του ότι ποτέ στο μέλλον δεν θα ενεργούσε με προτροπή του στρατιωτικού επιτελείου προτού ο ίδιος εξετάσει προσεκτικά την κατάσταση. Κάποιοι ισχυρίζονται πως η ζημιά ήταν μεγαλύτερη για την ίδια την εικόνα του, καθώς έδωσε στον Σοβιετικό ομόλογό του την εντύπωση πως είχε να κάνει με εύκολο αντίπαλο. Η άτεγκτη στάση του Κένεντι στη συνέχεια και η επιμονή του να απομακρυνθούν οι πυρηνικές κεφαλές των Σοβιετικών από το έδαφος της Κούβας έβαλε την ανθρωπότητα στον προθάλαμο ενός πυρηνικού πολέμου, για την αποφυγή του οποίου εργάστηκαν διεθνείς προσωπικότητες, όπως ο Μπέρτραντ Ράσελ. Ο επικριτικός τόνος της επιστολής του Ράσελ προς τον Αμερικανό πρόεδρο αποκαλύπτει τη στενοκεφαλιά του Κένεντι, ο οποίος προκειμένου να αποδείξει ότι είναι σκληρός διαπραγματευτής δεν θα δίσταζε να πατήσει το κουμπί του πυρηνικού ολέθρου. Φαίνεται πως τα υψηλά κλιμάκια της αμερικανικής ηγεσίας βάδιζαν με την αντιγραφή μεθόδων που μετέφεραν το «παιχνίδι της κότας» από τη μεγάλη οθόνη στο γεωπολιτικό πεδίο. Η εμπλοκή των ΗΠΑ σε πορεία σύγκρουσης με τη Σοβιετική Ένωση στόχευε στην αναδίπλωση των Σοβιετικών σε διεθνές επίπεδο, λόγω της επαπειλούμενης πυρηνικής σύρραξης και της συνεπακόλουθης καταστροφής τους. Ποτέ άλλοτε η ανθρωπότητα δεν έφτασε τόσο κοντά στο ολοκαύτωμα και ποτέ άλλοτε ένας Αμερικανός πρόεδρος δεν ήταν τόσο απερίσκεπτος από τον χαρισματικό Τζον Κένεντι. Η αλήθεια είναι ότι στη συνέχεια προσπάθησε να εξομαλύνει την κατάσταση και ανέλαβε πρωτοβουλίες, όπως της υπογραφής τριμερούς συνθήκης απαγόρευσης πυρηνικών δοκιμών.
«Είμαι Βερολινέζος!»
Θα επαναλάβουμε πως ο Κένεντι στηριζόταν πολύ στην προσωπική γοητεία του, η οποία φαίνεται πως τον εμπλέκει και σε ερωτικές περιπέτειες, όπως αυτή με τη Μέριλιν Μονρόε, το απόλυτο σύμβολο του σεξ. Ο Αμερικανός πρόεδρος περιέφερε έτσι κι αλλιώς τη σχεδόν κινηματογραφική λάμψη του κι έδινε την εντύπωση πως μόλις είχε ξεπηδήσει από μια πολυσυζητημένη ταινία του Χόλιγουντ, όπου υποδυόταν με απόλυτη επιτυχία τον εαυτό του. Μία από τις πιο αστραφτερές, διεθνείς εμφανίσεις του πραγματοποιήθηκε στο διχοτομημένο Βερολίνο το 1963, εκεί όπου το άστρο του έλαμψε όσο ποτέ ίσως στη σύντομη προεδρική διαδρομή του. Μπροστά στο περίφημο Τείχος κι έχοντας δίπλα του τον Δυτικογερμανό καγκελάριο Κόνραντ Αντενάουερ και τον δήμαρχο της πόλης Βίλι Μπραντ, εκφώνησε τον λαμπρό του λόγο με την παροιμιώδη πια φράση «Ich bin ein Berliner!» («Είμαι ένας Βερολινέζος!»).
Τα αγκάθια στο εσωτερικό μέτωπο
Είναι ιστορικά διασταυρωμένο πια πως ο Κένεντι δεν θα γινόταν ποτέ πρόεδρος των ΗΠΑ χωρίς την αμέριστη συνδρομή της Μαφίας. Θα έπρεπε όμως και οι επιφανείς εκπρόσωποι του οργανωμένου εγκλήματος να αναμένουν πως ένας πρόεδρος σαν τον Κένεντι δεν θα μπορούσε να κάνει τα στραβά μάτια, πόσω μάλλον να τους στηρίξει στο εγκληματικό έργο τους. Η σκληρή καταδίωξη της Μαφίας είναι ένα από τα πλέον θετικά της προεδρικής θητείας του, αλλά και πηγή αναπάντητων ερωτημάτων σχετικά με την εμπλοκή του οργανωμένου εγκλήματος στον βίαιο θάνατό του. Πολλοί σήμερα ισχυρίζονται ανοιχτά πως η δολοφονία Κένεντι είναι έργο των παράνομων συνδικάτων ή της Σικελικής Μαφίας. Και σαν να μην έφτανε αυτό, ο Κένεντι έκανε σπουδαία δουλειά στο ζήτημα των φυλετικών διακρίσεων, στοιχείο που σίγουρα θα εξόργισε μεγάλο μέρος της υποκριτικής αμερικανικής κοινωνίας των λευκών. Αν προσθέσει κάποιος σε αυτά και τα Σώματα Ειρήνης, συνθέτει ένα προεδρικό πορτρέτο εξαιρετικά δημοφιλές εκτός Αμερικής. Είναι κάτι παραπάνω από σίγουρο, ωστόσο, ότι στη χώρα του ο Κένεντι λατρεύτηκε αλλά και μισήθηκε παράφορα. Και όλη αυτή η λατρεία και το μίσος που προκαλούσε στο διάβα του, ο ενθουσιασμός αλλά και η δυσαρέσκεια, η ευγνωμοσύνη και η μνησικακία τον έφεραν στη μοιραία διαδρομή ενός βίαιου τέλους σε μια Πολιτεία που ήθελε οπωσδήποτε να κερδίσει με την παρουσία του.
Τέξας - Άγρια Δύση
Είναι αλήθεια ότι η Πολιτεία του Τέξας, γενέτειρα του αντιπροέδρου Τζόνσον, αποτελούσε έναν άλυτο γρίφο για τον Κένεντι στην πολυπόθητη επανεκλογή του. Ο λαοφιλής πρόεδρος ήταν σχεδόν βέβαιος ότι θα επιτύγχανε συντριπτική νίκη κατά του Ρεπουμπλικανού υποψηφίου Μπάρι Γκολντγουότερ, ωστόσο η αντιπαλότητα δύο παραγόντων του Δημοκρατικού κόμματος στο κομβικό Τέξας θα μπορούσε να διαψεύσει τις προσδοκίες του. Ο Κένεντι, μετά τη δύσκολη επικράτηση επί του Νίξον, έμαθε να μην εμπιστεύεται τόσο πολύ τις εκδηλώσεις λατρείας του κόσμου. Δεν έπρεπε να αφήσει τίποτε στην τύχη του, αν ήθελε να επανεκλεγεί με μια ηχηρή εντολή για μεγάλες νομοθετικές μεταρρυθμίσεις. Έπρεπε να δώσει ένα μήνυμα ενότητας με την παρουσία του.
Σε μια αποφράδα, όπως αποδείχθηκε, ημέρα για τη σύγχρονη αμερικανική Ιστορία, 22 Νοεμβρίου 1963, ο Τζον και η Τζάκι επέβαιναν στην ανοιχτή προεδρική λιμουζίνα στην κεφαλή μιας αργοκίνητης πομπής αυτοκινήτων στους δρόμους του Ντάλας. Τίποτε δεν προδίκαζε τη συμφορά κάτω από τον γενναιόδωρο ήλιο του Τέξας. Και σε μια στιγμή μέσα, όλα απέκτησαν χαρακτήρα γουέστερν και ο Αμερικανός πρόεδρος στο ραντεβού του με την Ιστορία έπεσε θύμα της Άγριας Δύσης. Στις 12.30 το μεσημέρι ακούστηκαν πυροβολισμοί. Δύο σφαίρες βρήκαν τον Κένεντι στη βάση του αυχένα και στο κεφάλι. Ο πρόεδρος διακομίστηκε αμέσως στο «Πάρκλαντ Μεμόριαλ Χόσπιταλ». Στο πρόσωπό του φάνηκε με τον πιο οικτρό τρόπο πόσο η δημοκρατία και το όραμα για έναν καλύτερο κόσμο παρέμειναν εκτεθειμένα σε σκοτεινές δυνάμεις. Ο «αχυράνθρωπος» Όσβαλντ, στον οποίο η ανακριτική επιτροπή έσπευσε να φορτώσει το έγκλημα, πυροβολήθηκε δύο μέρες μετά το τραγικό συμβάν από ντόπιο ιδιοκτήτη νυκτερινού κέντρου, σε ένα επεισόδιο που θύμιζε έντονα Μαφία. Εν τω μεταξύ μόλις δύο ώρες μετά το δολοφονικό χτύπημα κατά του προέδρου Κένεντι ορκίστηκε πρόεδρος ο Λίντον Τζόνσον. Και το χειρότερο: Ο κύκλος του αίματος δεν είχε κλείσει ακόμα για τους Κένεντι.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ