Ποιος είναι ο μουσικός με τον μπαγλαμά που συνοδεύει τον Καζαντζίδη στην ταινία «Οι Αδίστακτοι»

Ο Στέλιος Καζαντζίδης δεν δεχόταν να εμφανίζεται με κομπάρσους στις ταινίες. Πλαισιωνόταν πάντα από την ορχήστρα του

Ποιος είναι ο μουσικός με τον μπαγλαμά που συνοδεύει τον Καζαντζίδη στην ταινία «Οι Αδίστακτοι»

Το μουσικό στιγμιότυπο στην ταινία «Οι Αδίστακτοι», παραγωγής 1965 αποτυπώνει την κορυφαία κινηματογραφική στιγμή του Στέλιου Καζαντζίδη και της Μαρινέλλας. Ο Στέλιος ερμηνεύει ένα χασάπικο του Γιάννη Μαρκόπουλου σε στίχους Δημήτρη Χριστοδούλου. Στη δεύτερη στροφή μπαίνει σφήνα και ο Νίκος Κούρκουλος, πρωταγωνιστής της ταινίας, που δεν τα πάει καθόλου άσχημα τραγουδώντας.

Δίπλα από τον Καζαντζίδη, όρθιος με ένα μπαγλαμά στο χέρι δεν είναι κάποιος κομπάρσος. Είναι ένας λαμπρός σολίστας του κλαρίνου και της κιθάρας, ο Δημήτρης Τζάρας από γνωστή μουσική οικογένεια, που ευτύχησε να συνεργαστεί με μεγάλα ονόματα και να συνδεθεί με δεσμούς φιλίας με τον Στέλιο Καζαντζίδη.

Ο Δημήτρης Τζάρας πέρασε εξήντα χρόνια στην Αμερική δουλεύοντας σε διάφορα μαγαζιά αλλά γύρισε στην πατρίδα για να πεθάνει. Απεβίωσε την πρωτομαγιά του 2019 σε ηλικία 91 ετών. Υπήρξε ένας από τους τελευταίους μεγάλους μουσικούς της χρυσής εποχής του λαϊκού μας τραγουδιού.

Σε συνέντευξή του στην Espresso ο Τζάρας είχε μιλήσει εκτενώς για όλους αυτούς με τους οποίους συνεργάστηκε:

«Στον Μάρκο Βαμβακάρη χρωστάω πολλά. Ηταν από τις πρώτες μου συνεργασίες, κιμπάρης, σοβαρός άνθρωπος. Τον συνάντησα πρώτη φορά λίγο μετά τον Πόλεμο του ’40. Ο Μάρκος τότε είχε έρθει στην Πρέβεζα, με άκουσε με το κλαρίνο και μου είπε: “Εσύ θα μάθεις στους μουσικούς μας νέους μουσικούς δρόμους. Ερχεσαι στην Αθήνα;”. Και κατέβηκα. Εκείνος είχε ήδη μιλήσει στους συνεργάτες του για μένα. Πηγαίνω στο μπαράκι των μουσικών, που τους είχε μαζέψει όλους και εγώ τους μάθαινα μουσικούς δρόμους που δεν ήξεραν τότε: ουσάκ, σαμπάχ, αβέν. Δεν θα ξεχάσω τη φτώχεια που πέρασε αυτός ο άνθρωπος.Θυμάμαι, όταν ήρθε στην Πρέβεζα μου είπε: “Ρε Δημητράκη, μια και θα κατέβεις στην Αθήνα, πάρε μαζί σου και δυο τενεκέδες λάδι, να φάει η οικογένειά μου, που έχει να φάει μήνες λάδι”. Πράγματι, πήρα τους τενεκέδες, πήγα στην Παλιά Κοκκινιά όπου έμεναν και, μόλις με είδε η γυναίκα του, η κυρα-Βαγγελιώ, χοροπηδούσε από τη χαρά της που θα έτρωγαν λάδι. Για τόση φτώχεια μιλάμε! Καμιά φορά περνούσα από το σπίτι του, ο Μάρκος καθόταν απέξω σε μια καρέκλα, και του πήγαινα τσιγάρα. Δεν είχε στον ήλιο μοίρα».«Τον Καζαντζίδη τον γνώρισα, όταν εγώ υπηρετούσα στη Χωροφυλακή. Ο Στέλιος ήταν ένα ατίθασο παιδί στο Νέο Ηράκλειο, όπου μαζί με άλλους νέους της εποχής εκείνης έπαιρναν μπουζουκάκια και κιθάρες, και πήγαιναν στις ταβέρνες και έλεγαν κάνα τραγούδι για να βγάλουν κανένα φραγκάκι. Ο Καζαντζίδης έγινε από την Γκρέυ. Αν δεν ήταν η Γκρέυ, ο Στέλιος μπορεί και να μην ήταν τίποτα σήμερα. Σε αυτά που σας λέω βάζω την υπογραφή μου, γιατί τα έζησα. Μάλιστα, τότε ήμουν στο πρώτο σχήμα που μπήκε σπόντα ο Στέλιος».



Αριθμός Πιστοποίησης Μ.Η.Τ. 232110