Γκιννής: «Όταν ήμουν Αμερική ήμουν ο Έλληνας και όταν ερχόμουν Ελλάδα ήμουν το Αμερικανάκι»

Συνέντευξη στο περιοδικό Down Town παραχώρησε ο Αλέξανδρος Γκιννής μετά την κατάκτηση των μεταλλίων στο σκι

Γκιννής: «Όταν ήμουν Αμερική ήμουν ο Έλληνας και όταν ερχόμουν Ελλάδα ήμουν το Αμερικανάκι»

Ο Αλέξανδρος Γκιννής στην πρώτη του εφ’ όλης της ύλης συνέντευξη στο περιοδικό Down Town και την Αμάντα Φούντη συστήνεται μετά την κατάκτηση των πρώτων ελληνικών μεταλλίων στο σκι.

Ο Έλληνας σκιέρ μίλησε για τις ιστορικές επιτυχίες που μας χάρισε, τη στήριξη της οικογένειάς του, τη ζωή μακριά από την Ελλάδα, αλλά και για το πως άφησε την Εθνική Αμερικής για χάρη της «γαλανόλευκης».

Ακολουθούν αποσπάσματα από την συνέντευξη:

Υπήρξαν και Έλληνες αθλητές που έσπευσαν να σε συγχαρούν για την επιτυχία σου;

«Ναι, ναι, πάρα πολλοί. Ο Στέφανος Τσιτσιπάς, η Μαρία Σάκκαρη, αρκετοί ποδοσφαιριστές. Μιλήσαμε στα social».

Νομίζεις πως έπαιξε ρόλο και το ότι η Ελλάδα ήταν το outsider, χωρίς παράδοση στο σκι;

«Ναι, σίγουρα και αυτό. Το σκι είναι ένα αρκετά ακριβό σπορ και είναι δύσκολο να το κάνουμε στις δικές μας εγκαταστάσεις. Είναι ιδιαίτερο σπορ, ειδικά για μια χώρα όπως η Ελλάδα. Στην Αυστρία –επειδή πήγα σχολείο εκεί–, κάθε Τετάρτη, Παρασκευή και Κυριακή πηγαίναμε για σκι με το σχολείο. Οπότε έτσι προκύπτουν και ταλέντα, είναι στην κουλτούρα τους. Στην Ελλάδα, για να μπεις στο σκι πρέπει να είσαι από μια οικογένεια που ξέρει αυτό το σπορ, μπορεί να πάει μέχρι τον Παρνασσό, να σου αγοράσει εξοπλισμό, και είναι σίγουρα πιο δύσκολο. Φαντάσου, υπάρχουν Αυστριακοί αθλητές που στο σλάλομ το μπάτζετ τους είναι εκατομμύρια. Και τώρα ήρθε η Ελλάδα και έγινε όλο αυτό. Φαίνεται σαν αστείο, όχι απλώς απίστευτο».

Εσύ που μεγάλωσες;

«Έχω γεννηθεί στην Ελλάδα, μεγάλωσα στη Βουλιαγμένη. Πήγα σχολείο στην Ελλάδα μέχρι και την έκτη δημοτικού, αλλά περίπου στα 12 μου, επειδή ο πατέρας μου δούλευε για μια εταιρεία σκι, πήγα στην Αυστρία για τρεις-τέσσερις μήνες – από Νοέμβριο μέχρι Μάρτιο. Πήγαινα εκεί το χειμώνα στον πατέρα μου, γιατί οι γονείς
μου ήθελαν να έχω επαφή με το εξωτερικό ώστε να μάθω μια καινούρια γλώσσα και να έχω και μια άλλη κουλτούρα. Αλλά όταν επέστρεφα ακολουθούσα πάλι το πρόγραμμά μου στην Ελλάδα. Στα 16 μου μετακομίσαμε στην Αμερική ως οικογένεια. Ο πατέρας μου ήταν Έλληνας και η μητέρα μου επίσης Ελληνίδα, αλλά οι γονείς της είχαν μεταναστεύσει στην Αμερική. Δηλαδή η μαμά μου γεννήθηκε σε ένα ελληνικό σπίτι στην Αμερική. Έτσι ήταν ιδέα των γονιών μου εγώ και ο μικρότερος αδελφός μου να σπουδάσουμε στην Αμερική. Οπότε μετακομίσαμε εκεί και κάπως έτσι μπήκα στην Εθνική ομάδα σκι της Αμερικής».

Συνήθως λέμε «τα μεγάλα ταλέντα φεύγουν στο εξωτερικό». Με σένα πώς έγινε το αντίστροφο και έφυγες από την Εθνική Ομάδα της Αμερικής;

«Όπως προείπα, το σκι είναι ένα πολύ ακριβό σπορ. Η Αμερική είχε μία πολύ καλή ομάδα με πολλές εγκαταστάσεις και χρήματα. Το 2018 την ομάδα του σλάλομ, που ήμουν κι εγώ, τη διαλύσανε. Μετά εγώ καπάκι έκανα το δεύτερο χειρουργείο για το χιαστό και γύρισα στη δράση το 2019, που ήταν σεζόν covid. Ξαναμπήκα στην ομάδα αλλά είχαν σταματήσει όλα. Εκείνη την περίοδο με είχε πάρει ο τότε προπονητής της Εθνικής Ομάδας της Ελλάδας, που με ήξερε από μικρό παιδί, και μου είπε πως η πόρτα είναι ανοιχτή για να έρθω στην Ελλάδα. Αλλά με ενημέρωσε επίσης πως οι συνθήκες δεν είναι ίδιες εδώ, δεν υπάρχουν χρήματα. Πήρα τους Αμερικάνους τηλέφωνο και τους είπα τι σκέφτομαι για την Ελλάδα. Ήταν δύσκολη στιγμή οικονομικά με την πανδημία και μου είπαν ότι μπορείς να είσαι στην ομάδα, αλλά θα πρέπει να πληρώσεις. Αυτή ήταν μία εξέλιξη που μου το έκανε πάρα πολύ εύκολο».

Και έτσι σε κέρδισε η δική μας Εθνική Ομάδα;

«Από μικρός ήθελα να αγωνίζομαι για την Ελλάδα και σκέφτηκα «αν είναι να πληρώσω και να αγωνίζομαι για την Αμερική, προτιμώ να το κάνω για τη χώρα μου, την Ελλάδα». Οπότε ξεκίνησα να κάνω σκι για την Ελλάδα. Άρχισα να ψάχνω πόρους και σπόνσορες, κυρίως αμερικανικές εταιρείες. Τους εξήγησα τι θέλω να κάνω. Πως γεννήθηκα στην Ελλάδα, είμαι Έλληνας και θέλω να ανεβάσω αυτό το σπορ. Έτυχε η μητέρα του μεγαλύτερου σπόνσορά μου να είναι μισή Ελληνίδα. Μόλις άκουσε την ιστορία μου, είπε ότι η μαμά του είχε ένα φούρνο και έτσι μπόρεσε να ξεκινήσει κι εκείνος την εταιρεία του, οπότε κάλυψε τα βασικά μου έξοδα για την πρώτη μου χρονιά. Και έτσι άρχισαν όλα».

Βίωσες αυτό που λέμε «στα ξένα νιώθω Έλληνας και στην Ελλάδα ξένος»;

«Ναι, το ένιωθα σε μικρότερες ηλικίες. Όταν ειδικά πρωτοπήγαμε στην Αμερική, που ενώ μιλούσα πολύ καλά αγγλικά είχα λίγη προφορά, η οποία έφυγε βέβαια γρήγορα. Και μετά από τέσσερα-πέντε χρόνια στην Αμερική αντίστοιχα τα ελληνικά μου δεν ήταν όπως πριν. Όταν ήμουν Αμερική ήμουν ο Έλληνας και όταν ερχόμουν Ελλάδα ήμουν το Αμερικανάκι. Οπότε υπήρχε στα 22 μου περίπου αυτό το ενδιάμεσο, που ένιωθα ότι δεν έχω ένα πατρικό σπίτι. Τώρα που είμαι μεγάλος όμως και έχω παντού παρέες νιώθω πολύ καλά».

Όταν είσαι στο εξωτερικό σου λείπει κάτι από εδώ;

«Ο καφές και ο φούρνος το πρωί. Αυτό είναι το πρώτο πράγμα που κάνω όταν έρχομαι στην Ελλάδα. Μετά, ξέρεις: ταβέρνες, καφές με τις παρέες μου... Μου αρέσει αυτό που δεν υπάρχει σε άλλες κουλτούρες, που ξεκινάς να μιλάς για κάτι με τους φίλους σου και μιλάς για ώρες. Κάθεσαι από τις 6 το απόγευμα να πιεις έναν καφέ και μιλάς μέχρι τις 3 το πρωί και σχολιάζεις και περνάς καλά».