Χρειάζεται «σασμός», για να’ ναι ο Άλκης το τελευταίο θύμα της βεντέτας των οπαδών...
Η δολοφονία του Άλκη επανέφερε στην επικαιρότητα το ζήτημα της βίας, με τους οπαδικούς συνδέσμους στο «εδώλιο» (παρότι δεν είναι οι μόνοι υπεύθυνοι της κατάστασης) και τους γονείς του αδικοχαμένου φοιτητή...παραφωνία, μιας «τοξικής» κοινωνίας
Είναι παρήγορο σε μια χώρα συμβιβασμένη να πληροφορείται, καθημερινά, εκατόμβες νεκρών, από την πανδημία, το ότι η δολοφονία του Άλκη Καμπανού προκάλεσε ανατριχίλα στην σπονδυλική της στήλη.
Στο κύμα συγκίνησης για τον αδόκητο χαμό του συμμετείχαν πολιτειακοί, πολιτικοί, αθλητικοί φορείς κι η κοινή γνώμη, μαζικά.
Ολυμπιακός: Ψάχνοντας το εύκολο γκολ...
Πολλοί λένε ότι είναι η τελευταία μας ευκαιρία, για αλλαγή της κατάστασης, όμως ελάχιστοι πιστεύουν ότι κάτι θ’ αλλάξει ενθυμούμενοι τι συνέβη μετά από άλλους θανάτους (π.χ. Μπλιώνας, Φιλόπουλος)..
Ούτε η πρωθυπουργική ρήση για «ξύδι», στους χουλιγκάνους, ούτε το κλείσιμο των συνδέσμων που γίνεται, μαζικά πια, σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη, πείθει, στην τελική, ότι θ’ απαλλαγούμε από την βία, που, με τον «μανδύα» του οπαδισμού, έχει εισχωρήσει σ’ όλα τα (ομαδικά) σπορ.
Δεν είναι ότι αμφισβητεί κανείς τις αγαθές προθέσεις των κρατούντων...
Είναι ότι κλείνοντας τους συνδέσμους (απολύτως σωστά από την στιγμή που δεν έχουν άδεια λειτουργίας κι έχουν χαρακτήρα οπλοστασίου) η βία δεν εξαλείφεται αυτόματα.
Συνεχίζει να σέρνεται στους δρόμους.
Άλλωστε το περιστατικό του Άλκη δεν σχετίζεται με αθλητικό γεγονός.
Όπως και τα περισσότερα, απ’ όταν η συνυπάρξη φιλάθλων διαφορετικών ομάδων στους αθλητικούς χώρους, απαγορεύθηκε.
Κρύψαμε το πρόβλημα κάτω από το χαλί αλλά αυτό εξακολουθούσε να υπάρχει.
Σε «ραντεβού» και «πεσίματα».
Έτσι που είχαν αυξηθεί, εσχάτως, κάποια στιγμή θα γινόταν το κακό.
Η δολοφονία του Άλκη ήταν το «χρονικό ενός προαναγγελθέντος θανάτου».
Απλά έτυχε να είναι ένας αθώος, που βρέθηκε, στο λάθος μέρος, στην λάθος στιγμή κι όχι κάποιο μέλος των οπαδικών στρατιών.
Ίσως γι αυτό συγκίνησε τόσο. Ίσως γιατί όλοι μπήκαμε στην θέση του.
Στην προκειμένη και στις περισσότερες περιπτώσεις έχουμε να κάνουμε με θέματα οπαδικής βεντέτας.
Και ως τέτοια χρειάζεται «σασμό» (απ' όλους τους εμπλεκόμενους...) για να σταματήσει.
Όχι μόνο στην Θεσσαλονίκη, άλλα γενικότερα...
Γιατί η βία υπάρχει στην καθημερινότητα μας.
Από τα μικράτα μας και σε πολλές μορφές κι η οπαδική αποτελεί έκφανση της.
Εξέλιξη του σχολικού μπούλινγκ και της λεκτικής (κι όχι μόνο...) βίας στους δρόμους, τα «σπέρματα» των οποίων βρίσκονται σε σχολεία και σπίτια.
Όπου «παιδεία» και «ενσυναίσθηση» είναι άγνωστες λέξεις κι έννοιες.
Προφανώς πρέπει οι ομάδες να επιλέξουν ποιους θέλουν στις κερκίδες τους.
Οικογένειες ή χουλιγκάνους.
Προφανώς πρέπει να έχουν ευθύνη για τη λειτουργία συνδέσμων φιλάθλων τους με τα μέλη τους να γνωστά και καταγεγραμμένα, όπως συμβαίνει στις ανεπτυγμένες χώρες της Δύσης, στις οποίες θέλουμε ν’ ανήκουμε.
Αλλά θα πρέπει εκτός από αυτά τα μέτρα –που έχουν ξανανακοινωθεί και κατόπιν, είτε αποσύρθηκαν, είτε δεν εφαρμόστηκαν στην πράξη (υπάρχει κι αυτή η πρωτοτυπία στα μέρη μας...)– να κοιτάξουμε στη βάση.
Καλλιεργώντας την ανοχή στο διαφορετικό.
Ούτως ώστε να μπορέσουμε κάποια μέρα να δούμε και σ' εγχώρια γήπεδα την εικόνα που ζήλευε ο σπίκερ του αγώνα Ρεάλ Μαδρίτης – Μπαρτσελόνα, στο μπάσκετ, το βράδυ της Παρασκευής, μ’ έναν πιτσιρικά, που φόραγε μπλαουγκράνα, να πανηγυρίζει ανάμεσα σε φίλους των γηπεδούχων, χωρίς φόβο για την σωματική του ακεραιότητα.
Και να μην φοβάται κανείς ν' απαντήσει στην ερώτηση «Τι ομάδα είσαι;»
Ως τότε, καλό θα ήταν ν’ ακολουθήσουμε το παράδειγμα των γονιών του αδικοχαμένου 19χρονου, που μοιάζουν παράταιροι, δύο υπερβατικές φιγούρες, σε μια κοινωνία έμπλεη τοξικότητας.
Η ρήση του χαροκαμένου πατέρα «...αποδέχομαι τη συγνώμη. Πραγματικά θα ήθελα να τους δώσω το χέρι και να τους δώσω συλλυπητήρια γιατί δεν είχαν την ευκαιρία να κάνουν τον Άλκη φίλο τους» εκτός από ...σφάξιμο, «με το βαμβάκι», στους δολοφόνους του γιου του, αποτελεί την καλύτερη απάντηση στη «χολή» και το «πύον» που μας περιτριγυρίζει...