Ο ιταλικός χρυσός: Ο Βαγιαννίδης, ο Βακουφτσής και το «ΦΩΣ»
Η ιστορία του Γιώργου Βαγιαννίδη, που πριν καλά καλά κλείσει τα 19 του χρόνια άφησε τον Παναθηναϊκό για να συνεχίσει την καριέρα του στο εξωτερικό, μοιάζει με εκείνη του Γιώργου Βακουφτσή, ο οποίος 22 χρόνια πριν είχε πράξει το ίδιο φεύγοντας για να κυνηγήσει το όνειρό του στην Ιταλία. Ένα όνειρο όμως που εξελίχθηκε σε εφιάλτη, γιατί ό,τι λάμπει δεν είναι πάντα (ιταλικός) χρυσός.
Η Ακαδημία της Παιανίας έβγαζε ανέκαθεν ταλέντα. «Το μοναστήρι να ’ναι καλά» συνήθιζε να λέει ο Γιώργος Βαρδινογιάννης, όποτε του έφευγε κάποιος παίκτης. Τα πενιχρά συμβόλαια και οι λίγες ευκαιρίες που προσέφερε ο Παναθηναϊκός για την πρώτη ομάδα έκαναν αρκετά από τα ταλέντα να το σκάνε μόλις τους δινόταν η ευκαιρία.
Ο Λάμπρος Χούτος ήταν ο πρώτος που άνοιξε την πόρτα προς την Ιταλία, πηγαίνοντας στη Ρόμα. Τον ακολούθησε λίγα χρόνια μετά ο Βακουφτσής, που τράβηξε για τη Φλωρεντία. Ο Βαγιαννίδης, που πιθανότατα θα υπογράψει στην Ίντερ, θα γίνει ο τρίτος εκπαιδευόμενος της Παιανίας που θα αναζητήσει την τύχη του στη γειτονική χώρα.
Ολυμπιακός: Οι λύσεις που δίνει η επιστροφή του Ορτέγκα
Αν η ιστορία διδάσκει, τότε ο Βαγιαννίδης έχει αρκετά να διδαχθεί από την περιπέτεια του Βακουφτσή, έτσι όπως την ανιστορούμε σήμερα σε αυτήν εδώ τη σελίδα, κάνοντας ένα φλας μπακ, με τη βοήθεια του πολύτιμου αρχείου του «ΦΩΤΟΣ».
Το 1998 ο Βακουφτσής, ένα παιδί με μπόι 1,92 μ. και δυνατά πόδια, είναι ήδη τρία χρόνια στην Ακαδημία του Παναθηναϊκού. Έχει χριστεί διεθνής με τη Νέων και όλοι μιλούν για το ταλέντο του. Ο μικρός δεν βλέπει την ώρα να προωθηθεί στους μεγάλους, αλλά ο Βασίλης Δανιήλ ~που ήταν τότε προπονητής~ δεν τον θεωρεί ακόμη έτοιμο γι’ αυτό το άλμα.
«Πικρά θα το μετανιώσει»
Ο μικρός όμως πιστεύει στον εαυτό του, νιώθει αδικημένος κι αρχίζει να ψάχνεται. Η ευκαιρία δεν αργεί να του παρουσιαστεί. Τι και πώς, το διηγήθηκε ο ίδιος σε συνέντευξη που έδωσε στον Νίκο Μαυρομάτη και το «ΦΩΣ» στις 28 Δεκεμβρίου 1998. Το θέμα, γερά χτυπημένο στην πρώτη σελίδα της εφημερίδας, είχε τον τίτλο: «Πικρά θα το μετανιώσει ο Παναθηναϊκός για τον Γιώργο Βακουφτσή».
Η συνέντευξη φιλοξενούνταν στη σελίδα 7 κάτω από τον τίτλο: «Το μέλλον θα δείξει αν είχε δίκιο ο Παναθηναϊκός, που ήθελε να με δώσει στο Ρέθυμνο, ή ο Τραπατόνι, που με πήρε στη Φιορεντίνα».
‘Ελεγε ο Βακουφτσής: «Η Εθνική Νέων είχε δώσει δυο φιλικά με την Ιταλία, το ένα έγινε στη Νάπολι και κερδίσαμε 1-0 με δικό μου γκολ και το άλλο στη Ρώμη, όπου φέραμε 0-0… Με είδε τότε ο Ιταλός μάνατζερ της Φιορεντίνα, ο Τσέζαρε Μέντορι, και του άρεσα πολύ. Ύστερα ο Μέντορι ήρθε στην Αθήνα… Μου είπε ότι θα ήθελε να πάω στην Ιταλία, καθώς αυτό του το είχε ζητήσει ο ίδιος ο Τραπατόνι. Με πήρε τηλέφωνο και ο προπονητής της Φιορεντίνα… “Θέλω να σε δω”, μου είπε. “Αν μπορείς να έρθεις όσο το δυνατόν πιο σύντομα εδώ θα ήταν καλύτερα για σένα”…
Έφυγα από την Ελλάδα την Κυριακή 20 Δεκεμβρίου το μεσημέρι. Το σχέδιο ήταν να δοκιμαστώ στην προπόνηση της Δευτέρας που ήταν η τελευταία πριν από τις διακοπές των γιορτών… Ο Μπατιστούτα και ο Εντμούντο; Όχι, αυτοί δεν ήταν εκεί, οι ξένοι είχαν φύγει στις ιδιαίτερες πατρίδες τους. Πήρα μέρος στο διπλό… Ο Τραπατόνι έδειξε να μένει πολύ ικανοποιημένος. Μου το είπε ο ίδιος, αλλά και ο Αντονιόνι…
Ήταν να φύγω από την Ιταλία το πρωί της 22ας Δεκεμβρίου. Τη Δευτέρα το απόγευμα όμως μου μίλησε ο Τραπατόνι και μου ζήτησε να υπογράψω συμβόλαιο συνεργασίας. Του ζήτησα ένα διάστημα κάποιων ημερών, να μιλήσω με κάποιους ανθρώπους που ήθελα στην Αθήνα, και ύστερα να ξαναπήγαινα στην Ιταλία για να υπογράψω… Μου το ξέκοψε, πως αν έφευγα εκείνη τη στιγμή από την Ιταλία και πήγαινα στην Ελλάδα δίχως να υπογράψω συμβόλαιο, δεν θα υπέγραφα ποτέ. Μου είπε ότι η Φιορεντίνα θα πλήρωνε τα αεροπορικά εισιτήρια των ανθρώπων που θα ήθελα να μιλήσω, προκειμένου να πάνε στην Ιταλία την Τρίτη το πρωί. Ήταν ξεκάθαρος, δεν μου άφησε περιθώρια αντίδρασης…»
Κι έτσι, αυτός ο ερασιτέχνης, που στον Παναθηναϊκό δεν καταδέχονταν να τον κάνουν καν ημιεπαγγελματία, υπέγραψε συμβόλαιο για 4,5+2 χρόνια με συνολικές αποδοχές 450 εκατομμύρια δραχμές! Είχε προσπαθήσει να πείσει τη διοίκηση, αλλά βρήκε την πόρτα της κλειστή…
«Στείλε φαξ…»
«Επεδίωξα το καλοκαίρι να μιλήσω με τον πρόεδρο. Δεν έγινε τίποτα, όταν επικοινώνησα με τα γραφεία, μου είπαν “στείλε φαξ και θα σου απαντήσουμε”! Ήθελα να του πω ότι ήρθε η ώρα να γίνω ημιεπαγγελματίας αλλά ήξερα ότι δεν ήταν στις προθέσεις του κ. Δανιήλ να γίνει κάτι τέτοιο, μου το είχε πει ο ίδιος, ότι δηλαδή έπρεπε να περιμένω γιατί δεν ήμουν ακόμα έτοιμος κ.λπ…
Mου είπαν αν ήθελα να πάω να δοκιμαστώ στον Άγιο Νικόλαο ή στο Ρέθυμνο, κάτι που απέρριψα αμέσως. Αργότερα μου είπαν και για τον Απόλλωνα Αθηνών... Στο μεταξύ είχα δεχθεί προτάσεις από ευρωπαϊκούς συλλόγους, όπως η Άντερλεχτ, ενώ με είχαν δει και οι Γερμανοί σε παιχνίδια της Εθνικής και η “Μπιλντ” είχε αφιερώσει ολόκληρο κομμάτι σε μένα…
Έτσι όπως ήρθαν τα πράγματα καλύτερα που είχαμε αυτή την κατάληξη. Η καριέρα, αν καταφέρω να την κάνω, σε ολόκληρο ιταλικό πρωτάθλημα θα είναι εξαιρετικά καλή εξέλιξη για μένα… Μπορεί να πηγαίνω στη Φιορεντίνα, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι έπιασα τον ταύρο από τα κέρατα. Δεν θεωρώ τίποτα δεδομένο, χρειάζεται πολλή δουλειά…».
Συγκρατημένος ο ποδοσφαιριστής, αντίθετα δεν κρατιόταν ο πατέρας του Δημήτρης, ο οποίος δήλωνε την ίδια μέρα στο «ΦΩΣ»:
«Σε πρώτο στάδιο ο Παναθηναϊκός δεν του παρείχε καμιά διευκόλυνση. Του είχα νοικιάσει σπίτι στο Παγκράτι και πήγαινε με το λεωφορείο στην προπόνηση… Με τη βοήθεια του κυρίου Ρότσα μετακόμισε στις εγκαταστάσεις του Παναθηναϊκού. Πήγα στα γραφεία να ρωτήσω… Μου είπε ο κ. Σκιάνης ότι ήταν μικρός ακόμα ο γιος μου… Δεν εκτίμησαν το ταλέντο του Γιώργου. Ο κ. Δανιήλ δεν του έδινε την ευκαιρία που έπρεπε. Πιστεύω ότι θα το μετανιώσει πικρά ο Παναθηναϊκός. Ο γιος μου έχει τεράστιες δυνατότητες και πιστεύω ότι θα κάνει καριέρα στη Φιορεντίνα».
Ο «διάδοχος του Μπατιστούτα»
Τα λόγια του τα πήρε πολύ γρήγορα ο άνεμος… Η προσαρμογή στο απαιτητικό ιταλικό ποδόσφαιρο αποδείχθηκε δύσκολη υπόθεση για τον 19χρονο, που οι εφημερίδες διαφήμισαν ως τον «διάδοχο του Μπατιστούτα». Καθυστέρησε να σταλεί και η μπλε κάρτα, ενώ η δυνατή προπόνηση του έβγαλε τραυματισμούς. Με αυτά και με αυτά κύλησε ο καιρός.
Επίσημο ντεμπούτο με τη μοβ φανέλα έκανε στις 13 Ιανουαρίου του 2000 στον προημιτελικό Κυπέλλου με τη Βενέτσια (0-0), όπου αγωνίστηκε μόλις 22 λεπτά. Λίγες μέρες μετά (23/1) ξεκίνησε βασικός σε αγώνα πρωταθλήματος με την Μπάρι, αλλά έγινε αλλαγή στο 67’και στη θέση του μπήκε ένας μπακ, ο Αντρέα Ταρότσι! Παρ’ όλα αυτά η Φιορεντίνα γνώρισε την ήττα με γκολ στο τέλος του αγώνα. Ο Βακουφτσής ξανάπαιξε στις 9/5, ένα λεπτό στο ματς με τη Μίλαν (1-1), αλλαγή σκοπιμότητας στο 90’ αντί του Κιέζα. Κι αυτό ήταν όλο την πρώτη σεζόν.
Τη δεύτερη σεζόν, αγωνίστηκε πρώτη φορά στις 14/10 εναντίον της Λέτσε. Η συμμετοχή του μόλις 6 λεπτά και η ήττα βαριά για την ομάδα (4-1). Κι έτσι πήγε το πράγμα μέχρι και τον Νοέμβριο. Τα πιο πολλά λεπτά (32) έπαιξε στο ματς με την Ίντερ, όταν πήρε τη θέση του Μάρκο Ρόσι, αλλά η Φιορεντίνα γνώρισε άλλη μια ήττα (2-0). Δύο σεζόν στην ομάδα ο Βακουφτσής δεν γεύτηκε μία νίκη. Σύντομα υποβιβάστηκε στη δεύτερη ομάδα. Και από εκεί δόθηκε δανεικός στη Ραβένα, ομάδα Β’ κατηγορίας, που μαχόταν να αποφύγει τον υποβιβασμό (αλλά που δεν τα κατάφερε στο τέλος).
Επιστρέφοντας στη Φιορεντίνα προπονητής ήταν πλέον ο Ρομπέρτο Μαντσίνι. Τον Οκτώβριο τραυματίστηκε ο Κιέζα αλλά κι αυτή η ευκαιρία για να καθιερωθεί πήγε χαμένη. Τον Ιανουάριο του 2001 η Φιορεντίνα πήρε δανεικούς τον Αντριάνο και τον Ρομπιάτι και έστειλε τον Βακουφτσή δανεικό στον Ηρακλή. Έβαλε ένα γκολ σε 11 ματς και γύρισε στη βάση του, αφού οι Θεσσαλονικείς δεν μπήκαν καν στον πειρασμό να πληρώσουν την οψιόν.
Η αντίστροφη μέτρηση
Το φινάλε του στη Φιορεντίνα υπήρξε δραματικό. Στο τέλος της σεζόν η ομάδα υποβιβάστηκε και έχοντας ένα σωρό οικονομικά προβλήματα, τον αποδέσμευσε. Ψάχνοντας ένα λιμάνι, για να ξαναχτίσει την καριέρα του, έφτασε το καλοκαίρι του 2002 στην Κύπρο. Με τον ΑΠΟΕΛ αρχικά και την Ομόνοια στη συνέχεια, παρά την ατυχία που είχε στο ξεκίνημα (ρήξη χιαστού), ξαναβρήκε τον εαυτό του, αναβαπτίστηκε ως σκόρερ και λουστράρισε το όνομά του ώστε να μη γυρίσει ως αποτυχημένος στην Ελλάδα.
Επαναπατρίστηκε το 2007 στα 28 του χρόνια. Οι μεγάλες ομάδες έμειναν ασυγκίνητες, κατέληξε στον Εργοτέλη. Δύο σεζόν στην Κρήτη (29 ματς, 2 γκολ) τον πήγανε πίσω. Ούτε στην Ξάνθη, που πήγε μετά, κατάφερε να κάνει κάτι. Χαιρέτισε και εκεί ύστερα από μόλις 3 εμφανίσεις.Πριν καλά καλά κλείσει τα 30, ήταν πια στα αζήτητα.
Συνέχισε ωστόσο το ποδόσφαιρο σε ομάδες β’ και γ’ κατηγορίας: Αναγέννηση Καρδίτσας, Νίκη Βόλου. Η μπογιά του όμως ούτε εκεί περνούσε. Τα μάζεψε και γύρισε στην Κύπρο, στην ΠΑΕΕΚ, ομάδα δεύτερης κατηγορίας, με την οποία έκανε όλες κι όλες 7 εμφανίσεις και πέτυχε ένα γκολ. Έως εκεί ήταν. «Φινίτο λα μούζικα, πασάτο λα φιέστα» που λένε και στην Ιταλία…
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ