Μας «κέρναγε» την όμορφη παρουσία του
Η Όλγα Νικολαΐδου γράφει για τον αδικοχαμένο Σωκράτη Κόκκαλη.
«Όλα είναι ασθενέστερα από την σκιὰ και από το όνειρο πιο απατηλά. Μία στιγμὴ, και όλα, ο θάνατος τα διαδέχεται».
Τα παραπάνω λόγια ακούγονται σε κάθε εξόδιο ακολουθία. Ακούστηκαν φυσικά και στη νεκρώσιμη τελετή του Σωκράτη Κόκκαλη τζούνιορ.
Σε πόσες κηδείες έχουμε παραβρεθεί, ο καθένας από εμάς; Σε πόσες εκδοχές θανάτου; Κι αλήθεια, εκείνη την ώρα, τι ακούμε; Και τι αντέχουμε να συνειδητοποιούμε; Κι όμως, όλα όσα πρέπει να μάθουμε σε αυτή την ζωή, εκείνη την ύστατη ώρα, λέγονται:
«Ποια απόλαυση της ζωής είναι αμέτοχη λύπης; Ποια δόξα γήινη μένει σταθερὴ και αμετάθετη; Όλα τα ανθρώπινα πράγματα είναι παροδικὰ, ούτε τα πλούτη παραμένουν, ούτε η δόξα μάς συνοδεύει. Διότι όταν έρχεται ο θάνατος, όλα αυτά εξαφανίζονται».
Όταν έρχεται ο θάνατος, η ζωή, γαντζώνεται στην μνήμη και παλεύει με νύχια και με δόντια, να κρατηθεί από αυτήν.
Προσωπικά, έχω πολύ λίγες αλλά πολύ καθαρές μνήμες, από το 34χρονο παιδί που τόσο απότομα έφυγε. Τον είχα γνωρίσει τότε που ήταν κάπου κοντά στα 20 και αυτή του την εικόνα, έχω εδραιώσει μέσα μου.
Αυτήν μόνο, μπορώ να ανακαλέσω: Ενός πρόσχαρου αγοριού, μ’ ένα χαμόγελο που απλωνόταν και στα χείλη και στο βλέμμα, στέλνοντας ζεστασιά στον συνομιλητή του. Μας μιλούσε, σε όλους σχεδόν, στον πληθυντικό, αλλά τι παράξενο… Δεν επρόκειτο για εκείνον τον πληθυντικό που δημιουργούσε απόσταση ασφαλείας, τον στείρο πληθυντικό που χρησιμοποιείται για να πιστοποιήσει μια δεδομένη «καλή ανατροφή». Ο πληθυντικός του «μικρού Σωκράτη» -έτσι τον αποκαλούσαμε- ήταν πληθυντικός οικειότητας, αληθινής απεύθυνσης και καρδιακής ευγένειας. Πραγματικά, χαιρόσουν να τον συναντάς.
Γιατί ποτέ δεν σε αγνοούσε, ποτέ δεν προσποιούταν ότι δεν σε είδε, ή δεν σε ξέρει. Είτε σε έβλεπε στο γραφείο, είτε στις διακοπές του, στο νησί, θα σε χαιρετούσε με εγκαρδιότητα, θα σε ασπαζόταν, θα σε «κέρναγε» γενναιόδωρα την όμορφη παρουσία του.
Κι αυτό το «κέρασμα» τελικά μένει, και μ’ έναν παράξενο τρόπο λειτουργεί πάντα, σε χρόνο ενεστώτα.
Όπως ακριβώς το είπαν και τα αδέλφιά του στον επικήδειό τους: «Έχουμε έναν αφόρητο πόνο, μα στην καρδιά μας το χαμόγελό σου».
Ο πόνος φυσικά δεν περνάει, αλλά ίσως μπορούμε οι άνθρωποι να μάθουμε να ποτίζουμε όχι μόνο την δική του δίψα, αλλά και την δίψα των αγαπημένων μας που φεύγουν.
Διψάνε την αγάπη μας πάντα. Κι όταν είναι εδώ κι όταν περνάνε «στην απέναντι όχθη».
Κι ας μην ξεχνάμε αυτό που λέει ο Σαίξπηρ στην «Τρικυμία»:
«Είμαστε φτιαγμένοι από το υλικό των ονείρων».
Πώς είναι λοιπόν δυνατόν αυτό το «άυλο υλικό μας», να χωρέσει, να κλειστεί και να θαφτεί σ’ ένα φέρετρο;